Της Ευαγγελίας Κουκουμτζή,
«Κάθε άνθρωπος είναι ένας εγκληματίας που παραμένει άγνωστος», είπε κάποτε ο Γάλλος συγγραφέας Αλμπέρ Καμύ.
Η σκιαγράφηση του εγκληματικού μυαλού δεν είναι εύκολη υπόθεση, καθώς οι παράγοντες που οδηγούν στην απόφαση και κατόπιν στην πραγματοποίηση αυτής, δηλαδή στην τέλεση της αξιόποινης πράξης, είναι ποικίλοι.
Παράγοντες που οδηγούν στην εγκληματική συμπεριφορά
Καταρχάς, σημαντικό ρόλο στη δημιουργία της χημικής σύνθεσης του εγκεφάλου διαδραματίζουν οι βιολογικοί παράγοντες. Μάλιστα, σύμφωνα με κάποιους εγκληματολόγους η βιολογία ενός ανθρώπου καθίσταται ικανή, για να τον οδηγήσει στην εγκληματικότητα. Περαιτέρω, η ανάπτυξη ενός παιδιού μέσα σε ένα κακοποιητικό οικογενειακό περιβάλλον έχει ως αντίκτυπο, σύμφωνα με έρευνες, τον αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης αποκλίνουσας συμπεριφοράς σε σχέση με ένα παιδί που έχει μεγαλώσει σε ένα υγιές οικογενειακό περιβάλλον. Ακόμα, ο εγκληματογόνος κοινωνικός περίγυρος αποτελεί ένα ακόμη μελανό σημείο στη δημιουργία νέων εγκληματιών, αφού η συναναστροφή με ταραχοποιά στοιχεία ενέχει κίνδυνο μίμησης τέτοιων συμπεριφορών. Τέλος, η κακή οικονομική κατάσταση, ο αλκοολισμός, η κατάχρηση ουσιών και η ύπαρξη ψυχικής ασθένειας συνιστούν επιπλέον αίτια που επιτείνουν το εγκληματικό φαινόμενο, αφού είναι πιο εύκολο να χαθεί ο έλεγχος και ο δρών να καταφύγει στο έγκλημα.
Τα στάδια του εγκλήματος
1ο στάδιο: Η σύλληψη της ιδέας του εγκλήματος
Ο δράστης συλλαμβάνει την ιδέα του εγκλήματος και, εν συνεχεία, αποφασίζει την τέλεσή του. Το συγκεκριμένο στάδιο είναι ποινικά αδιάφορο για τον νομοθέτη, καθώς δεν εμπεριέχει την εκδήλωση της πρόθεσης του δράση με πράξη, όπως προβλέπει το άρθρο 14 ΠΚ.
2ο στάδιο: Η προπαρασκευή του εγκλήματος
Ο δράστης έχει ήδη αποφασίσει την τέλεση ορισμένου εγκλήματος και φροντίζει να βρει τα κατάλληλα μέσα με τα οποία θα πραγματωθεί το έγκλημα. Αυτό το στάδιο σε γενικές γραμμές, επίσης, δεν αφορά τον νομοθέτη, καθώς ο ίδιος τιμωρεί τις προπαρασκευαστικές πράξεις σε συγκεκριμένες περιπτώσεις.
3ο στάδιο: Η αρχή εκτέλεσης του εγκλήματος
Ο δράστης αρχίζει να εκτελεί την εγκληματική συμπεριφορά (στάδιο απόπειρας), όπως αυτή περιγράφεται στον νόμο, και ακολουθεί η τελείωση του εγκλήματος – που επιτυγχάνεται με την πραγμάτωση των στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασής του.
4ο στάδιο: Η ουσιαστική αποπεράτωση του εγκλήματος
Η ουσιαστική αποπεράτωση παρατηρείται, κυρίως, στα εγκλήματα σκοπού και στα διαρκή εγκλήματα. Στα μεν πρώτα η ουσιαστική αποπεράτωση επέρχεται με την επίτευξη του σκοπού του δράστη (άρθρο 372 ΠΚ σχετικά με την κλοπή, πώληση του κλοπιμαίου), στα δε δεύτερα επέρχεται με την άρση της παράνομης κατάστασης που προκάλεσε ο πράττων (άρθρο 325 ΠΚ σχετικά με την παράνομη κατακράτηση, ελευθέρωση του θύματος που κρατείται παράνομα).
Η απόπειρα του εγκλήματος: έννοια, στοιχεία και διακρίσεις
«Όποιος έχοντας αποφασίσει να τελέσει έγκλημα, αρχίζει να εκτελεί την περιγραφόμενη στον νόμο αξιόποινη πράξη, τιμωρείται, αν το έγκλημα δεν ολοκληρώθηκε, με μειωμένη ποινή», αναφέρει το άρθρο 42 παρ. 1 ΠΚ. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, ως απόπειρα ορίζεται η αρχή εκτέλεση μιας πράξης (ενέργειας ή παράλειψης) από το δράστη, η οποία απειλείται στο νόμο με μια συγκεκριμένη ποινή και δεν ολοκληρώνεται πλήρως.
Λέξεις-κλειδιά αποτελούν το ρήμα «αποφασίσει» που υποδηλώνει ότι ο δράστης πρέπει να έχει τον δόλο που προβλέπεται για την τέλεση του συγκεκριμένου εγκλήματος. Είναι σημαντικό να τονισθεί, ότι η απόπειρα –σε αντίθεση με τα υπόλοιπα εγκλήματα που απαιτούν δόλο για την τέλεσή τους– είναι έγκλημα «υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης», αφού η υποκειμενική υπόσταση υπερκαλύπτει την αντικειμενική και αυτό βασίζεται ακριβώς στο γεγονός ότι, ενώ υπάρχει η πρόθεση για την τέλεση της κολάσιμης συμπεριφοράς, αυτή τελικά δεν πραγματοποιείται ελλείψει στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης. Συνεπώς, η απόπειρα καταλήγει να είναι έγκλημα ολοκληρωμένο ως προς την υποκειμενική υπόσταση και κολοβό –όπως ονομάζεται από τους συγγραφείς– ως προς την αντικειμενική υπόσταση.
Περαιτέρω, η φράση «αρχίζει να εκτελεί» που κάνει κατανοητό ότι χρειάζεται επιχείρηση της πράξης που είναι τουλάχιστον στο στάδιο της αρχής εκτέλεσης, καθώς και η φράση «δεν ολοκληρώνεται πλήρως» που επιτάσσει τελικά την μη ολοκλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης της εγκληματικής συμπεριφοράς.
Η απόπειρα διακρινόταν σε πρόσφορη (άρθρο 42 ΠΚ) και απρόσφορη (άρθρο 43 παλαιού ΠΚ). Η πρόσφορη απόπειρα έγκειται σε πράξη που καθιστούσε δυνατή την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, ενώ η απρόσφορη απόπειρα, όπως προβλεπόταν στον παλαιό ΠΚ –καθώς έχει πλέον καταργηθεί– αναφέρεται σε πράξη που με βάση την απόφαση του δράστη αποτελεί μεν αρχή εκτέλεσης του εκάστοτε εγκλήματος, ωστόσο, η τέλεσή του είναι αντικειμενικά αδύνατη είτε εξαιτίας των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν είτε εξαιτίας του εννόμου αγαθού κατά του οποίου στρέφεται η προσβολή.
Το γενικό πλαίσιο ποινής της απόπειρας και η κατά περίπτωση πρόβλεψη ατιμωρησίας της από τον νομοθέτη
Σύμφωνα με τα παραπάνω, η απόπειρα τέλεσης μιας κολάσιμης ποινικά συμπεριφοράς τιμωρείται έστω κι αν μείνει μόνο σε αυτό το στάδιο. Πιο συγκεκριμένα, ο δράστης που τελεί απόπειρα ενός εγκλήματος τιμωρείται με την ποινή του εγκλήματος μειωμένη στο μισό (συνδυασμός άρθρων 42 παρ. 1 ΠΚ και 83 ΠΚ). Δηλαδή, κατ’ αρχήν, παρατηρείται ευνοϊκότερη μεταχείριση του αποπειρώμενου σε σύγκριση με τον δράστη ενός τελειωμένου εγκλήματος. Μάλιστα, η παρ. 2 του άρθρου 42 ΠΚ προβλέπει τη δυνατότητα του δικαστηρίου να κρίνει ατιμώρητη την απόπειρα πλημμελήματος για το οποίο απειλείται ποινή φυλάκισης 1 έτος διαζευκτικά με τη χρηματική ποινή και με την παροχή κοινωφελούς εργασίας (η τελευταία τελεί σε αναστολή βάσει του Ν. 4623/2019). Άλλες περιπτώσεις που ο νομοθέτης αφήνει ατιμώρητη την απόπειρα είναι αυτές της υπαναχώρησης από την τέλεση του εγκλήματος. Ως υπαναχώρηση μπορούμε να ορίσουμε τη συμπεριφορά με την οποία ο πράττων σύμφωνα με δική του βούληση και όχι επηρεασμένος από εξωτερικούς παράγοντες, δεν ολοκλήρωσε την αξιόποινη πράξη (μη πεπερασμένη απόπειρα, άρθρο 44 παρ. 1 ΠΚ) είτε ολοκλήρωσε μεν την αξιόποινη πράξη, όμως, παρεμπόδισε την επέλευση της βλάβης του εννόμου αγαθού ή ενώ ολοκλήρωσε την ενέργειά του, η βλάβη του εννόμου αγαθού δεν επήλθε από άλλη αιτία, ενώ κατέβαλε και προσπάθεια για να το αποτρέψει ή στο συγκεκριμένο έγκλημα προβλέπεται η έμπρακτη μετάνοια ως λόγος εξάλειψης του αξιοποίνου της πράξης (πεπερασμένη απόπειρα άρθρο 44 παρ. 3 εδ. β-δ).
Το ερώτημα που τίθεται, όμως, είναι το εξής: Γιατί ο νομοθέτης τιμωρεί τον αποπειρώμενο αφού ο κίνδυνος που θέτει για το έννομο αγαθό τελικά δεν κρίνεται επαρκής, ώστε να οδηγήσει σε βλάβη του;
Έχουν υποστηριχθεί διάφορες θεωρίες, για να δώσουν απάντηση στο παραπάνω ερώτημα, ωστόσο, κρατούσα στη σημερινή εποχή είναι η «θεωρία της εντύπωσης». Αυτή η θεωρία υποστηρίζει ότι η εκδήλωση της εγκληματικής ενέργειας του δράστη ενδέχεται να κλονίσει την εμπιστοσύνη που τρέφει προς την έννομη τάξη ο μέσος κοινωνός του δικαίου, ενώ παράλληλα, μέσω αυτής διαφαίνεται ο κίνδυνος που διατρέχει το έννομο αγαθό που απειλείται.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Άλκης Β. Καραγιαννόπουλος, Ποινικό Δίκαιο Γενικό Μέρος, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα 2021
- “What Influences Criminal Behavior?”, διαθέσιμο εδώ