Του Νίκου Μελιτσιώτη,
Βρισκόμαστε στην Ανατολή του 4ου αιώνα προ Χριστού. Εκατέρωθεν των οχθών του ποταμού Νεμέα, δύο στρατοί βρίσκονται παραταγμένοι, έτοιμοι να δώσουν μια εξαιρετικά, όπως αποδείχθηκε, πολύνεκρη μάχη. Ο λόγος για τη μάχη στον ποταμό Νεμέα, το 394 π.Χ., στην οποία έλαβαν μέρος από τη μία οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοί τους, οι οποίοι αντιτάχθηκαν στην τυραννική, όπως πίστευαν, σπαρτιατική ηγεμονία, απόρροια του Πελοποννησιακού Πολέμου. Απέναντί τους τάσσονταν οι δυνάμεις των Σπαρτιατών, οι οποίοι με τους δικούς τους συμμάχους στο πλευρό τους υπερασπίζονταν την κυριαρχία τους, θέλοντας να καταπνίξουν την επικίνδυνη αυτή «ανταρσία».
Το νήμα που οδηγεί στο πεδίο της μάχης έχει την άκρη του στο έτος 404 π.Χ., το οποίο βρίσκει τη Σπάρτη νικήτρια του Πελοποννησιακού Πολέμου και εξουθενωμένη, τόσο σε επίπεδο έμψυχου αξιόμαχου δυναμικού όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Το πρώτο θεραπεύτηκε, ως ένα σημείο, με τη διενέργεια μεταρρυθμίσεων, που αύξησαν το μέγεθος του σπαρτιατικού στρατού, όμως, το δεύτερο ήταν πρόβλημα δυσεπίλυτο, μιας και η ηγεμονία των ελληνικών πόλεων ήταν εξαιρετικά κοστοβόρα. Επιπροσθέτως, η Σπάρτη έπρεπε να μεριμνήσει για την υποστήριξη των πόλεων της Μικράς Ασίας, οι οποίες στήριξαν τις επιθετικές της προσπάθειες τα προηγούμενα χρόνια και την καλούσαν να εκπληρώσει τις υποσχέσεις της, με τις οποίες τις «τράβηξε» από την Αθηναϊκή Συμμαχία. Η απειλή, όμως, των Περσών, εκφραζόμενη από τον ισχυρό Σατράπη Τισσαφέρνη, έπεφτε βαριά στις πόλεις των παραλίων της Μικράς Ασίας και η συμβολή της Σπάρτης ήταν απαραίτητη.
Αν και στο στρατιωτικό σκέλος οι Πέρσες άφησαν την πρωτοβουλία στους αντιπάλους τους, οι οποίοι κατάφεραν πλήγματα προκαλώντας τους έκπληξη και οργή, στο πολιτικό επίπεδο λειτούργησαν διαβρωτικά, κατά την πάγια τακτική τους. Έτσι, δύο Ρόδιοι πολιτικοί, ο Δωριεύς και ο Τιμοκράτης, λειτουργώντας ως πράκτορες των Περσών, επισκέφθηκαν τον χειμώνα του 395 π.Χ. πολλές από τις ελληνικές μητροπόλεις. Χρειάστηκαν 50 ολόκληρα τάλαντα αργύρου, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος τους και να σχηματιστεί ένας συνασπισμός κατά των Σπαρτιατών, των οποίων ο αυταρχισμός είχε δυσαρεστήσει τους πρώην εχθρούς τους: Αθηναίους, Θηβαίους, Κορίνθιους, Αργείους και πολλούς ακόμη.
Με την υπογραφή, το καλοκαίρι του 395 π.Χ., επίσημης συμμαχίας μεταξύ των πόλεων αυτών, αποφασίστηκε η άμεση ανάληψη επιθετικών ενεργειών. Η αντίδραση των Σπαρτιατών ήταν άμεση, με τον Λύσανδρο να εισβάλει τάχιστα στη Βοιωτία με τους Φωκείς και άλλους συμμάχους, χωρίς να περιμένει την κύρια δύναμη υπό τον βασιλιά Παυσανία. Διαγράφοντας μια νικηφόρα πορεία φτάνει στην Αλίαρτο, την οποία πολιορκεί, αλλά ηττάται και σκοτώνεται σε μάχη με σώμα 7.000 Θηβαίων, οι οποίοι υπερτερούσαν αριθμητικά. Η επακόλουθη οπισθοχώρηση του Παυσανία και η αναγνώριση της ήττας προκάλεσε οργή στους Σπαρτιάτες, οι οποίοι επιχείρησαν να τον συλλάβουν. Ο ίδιος διέφυγε και τη θέση του πήρε ο γιος του, ο οποίος, όντας ανήλικος, εκπροσωπήθηκε από τον Αριστόδαμο.
Η ήττα των Σπαρτιατών σε συνδυασμό με τη σύγχυση που επικράτησε στο επίπεδο της ηγεσίας τους, οδήγησε τον αντιλακωνικό συνασπισμό σε νέες επιτυχίες κατά των αντιπάλων συμμάχων, και το 394 π.Χ. πραγματοποιήθηκε συνάντηση στην Κόρινθο, στην οποία προσήλθαν αντιπρόσωποι των συμμαχικών πόλεων και υπολογίσιμες στρατιωτικές δυνάμεις, προκειμένου να αποφασιστεί η στρατηγική που θα ακολουθηθεί. Την ίδια στιγμή οι Σπαρτιάτες, όντας σχεδόν ακέφαλοι, αποφάσισαν να ανακαλέσουν τον σπουδαίο βασιλιά τους Αγησίλαο, ο οποίος είχε σταλεί στη Μικρά Ασία με σημαντική στρατιωτική δύναμη, αποφασίζοντας να αναμετρηθούν το συντομότερο δυνατό με τον εχθρό κατά μέτωπο.
Χωρίς να χάσει χρόνο, ο αντιπρόσωπος του ανήλικου βασιλιά Αγησιπόλιδου, Αριστόδαμος, συγκέντρωσε όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις των Σπαρτιατών, στις οποίες, εκτός από τις 5 διαθέσιμες μοίρες, προστέθηκαν περίοικοι, απελευθερωμένοι και εκπαιδευμένοι είλωτες, οι οποίοι συγκροτούσαν το σώμα των νεοδαμωδών, σκιρίτες, καθώς και όσοι σύμμαχοι μπορούσαν να συνδράμουν. Ξεκινώντας με 6.000 οπλίτες και 600 ιππείς από τη Σπάρτη, συγκέντρωσε στην πορεία του 3.000 οπλίτες από την Ηλεία, αρκετές δυνάμεις από την Τεγέα και τη Μαντίνεια, ενώ στη Σικυώνα ενώθηκαν μαζί του 1.500 Σικυώνιοι, 3.000 οπλίτες από την Επίδαυρο, την Τροιζήνα και την Ερμιόνη, καθώς και 300 Κρήτες τοξότες, 400 σφενδονητές από την Ηλεία και αρκετοί Αχαιοί. Συνολικά το στράτευμα αριθμούσε 23.000 οπλίτες, 600 ιππείς και 1.000 ψιλούς. Με τις δυνάμεις αυτές εισέβαλε στην Κορινθία και σύντομα, στην αντίπερα όχθη του ποταμού Νεμέα, αντίκρισε τους αντιπάλους του.
Οι πολέμιοι των Σπαρτιατών συγκέντρωσαν 24.000 οπλίτες, εκ των οποίων 7.000 ήταν Αργείοι, 6.000 Αθηναίοι, 5.000 Θηβαίοι και Βοιωτοί, 3.000 Ευβοείς και 3.000 Κορίνθιοι, αρκετοί ψιλοί και 1.550 ιππείς. Το τελευταίο σώμα αποτελούσε και το βασικότερο. Από την άλλη, το γεγονός ότι το κάθε απόσπασμα κράτησε το δικό του διοικητή, χωρίς να υπάρχει κεντρική διοίκηση, αποτέλεσε το βασικότερο μειονέκτημα της παράταξής τους.
Οι δύο στρατοί παρατάχθηκαν για μάχη, με τους ψιλούς να φρουρούν τα δύο στρατόπεδα και τα ιππικό να απουσιάζει πλήρως, γεγονός ανεξήγητο, μιας και μπορούσε να δώσει τη νίκη στους συνασπισμένους. Σε αυτούς τη δεξιά πτέρυγα επάνδρωσαν οι Θηβαίοι με αυξημένο βάθος ζυγών, ενώ με σειρά προς τα αριστερά παρατάχθηκαν οι Ευβοείς, οι Κορίνθιοι και οι Αργείοι, με τους Αθηναίους να καταλαμβάνουν το αριστερό άκρο της παράταξης. Όλοι τους, πλην των Θηβαίων, διατήρησαν το βάθος των 16 ζυγών. Απέναντι στους Αθηναίους παρατάχθηκαν οι Σπαρτιάτες, με το κέντρο τους να επανδρώνεται από τους Πελοποννησίους και το αριστερό τους κέρας από τους Αχαιούς.
Η μάχη ξεκίνησε με την επίθεση των συνασπισμένων, οι οποίοι διέβησαν τον μικρό ποταμό, κατά των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων τους. Λίγο πριν οι δύο στρατοί έρθουν σε επαφή, οι Θηβαίοι μετατοπίστηκαν προς τα δεξιά, θέλοντας να υπερφαλαγγίσουν τους αντιπάλους τους Αχαιούς. Βέβαια, η κίνηση αυτή δεν ήταν προμελετημένη, με αποτέλεσμα να προκαλέσει σύγχυση στα άλλα τμήματα, τα οποία αποφάσισαν κατά σειρά να επαναλάβουν την κίνηση αυτή, προκειμένου να καλύψουν το κενό που δημιουργείτο κατά τη μετατόπιση. Στην περίπτωση των Αθηναίων, όμως, η κίνηση αυτή δεν πραγματοποιήθηκε ολοκληρωτικά. Οι 4 από τις 10 φυλές, που συμμετείχαν με 2.400 άνδρες, ακολούθησαν την κίνηση των συμμάχων τους, με τις υπόλοιπες 6, αποτελούμενες από 3.600 άνδρες, να παραμένουν στη θέση τους, αντιμετωπίζοντας απομονωμένοι την ορμή των Σπαρτιατών.
Το αποτέλεσμα του ανοργάνωτου αυτού ελιγμού ήταν η υπερφαλάγγιση των αθηναϊκών δυνάμεων από τους Λακεδαιμονίους, οι οποίες υπερτερούσαν πλέον τόσο σε αριθμό όσο και σε μήκος μετώπου. Σύντομα, παρά τη γενναιότητα τους, οι Αθηναίοι εξαναγκάστηκαν σε υποχώρηση, με το κενό στην παράταξή τους να μην περνά απαρατήρητο από τους αντιπάλους τους. Έτσι, με μια ευφυέστατη κίνηση, οι Λακεδαιμόνιοι κάνουν στροφή 90 μοιρών, κινούμενοι κάθετα στο μέτωπο των αντιπάλων τους! Ένα μετά το άλλο, τα αντίπαλα τμήματα δοκίμασαν την ορμή τους, με την υποχώρηση να αποτελεί τη μόνη λύση. Η πρόσκαιρη επικράτηση των 4 φυλών των Αθηναίων κατά των Τεγεατών δεν στάθηκε ικανή να ανατρέψει το αποτέλεσμα.
Ο απολογισμός για τον αντιλακωνικό συνασπισμό ήταν ολέθριος: 2.800 νεκροί, έναντι 1.100 των αντιπάλων τους. Αν και η μάχη ήταν εξέχουσας σημασίας σε επίπεδο στρατηγικής, εντούτοις δεν αξιοποιήθηκε από τους νικητές για την απόκτηση πλεονεκτήματος στον πόλεμο που μαινόταν. Μια σειρά από αποτυχίες στη θάλασσα και επιτυχίες στη στεριά, από τον αφιχθέντα Αγησίλαο, επισκίασαν τη νίκη των Σπαρτιατών, οι οποίοι συνέχισαν τον πόλεμο, με τον Κορινθιακό ή Βοιωτικό πόλεμο να λήγει το 386 μ.Χ., 10 χρόνια μετά το ξέσπασμά του, με την Ανταλκίδειο Ειρήνη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Γιαννόπουλος, Χ. (2009), Πολεμιστές της Αρχαιότητας και του Μεσαίωνα. Αθήνα: Εκδ. Περισκόπιο.
- Συλλογικό Έργο (2015) Ιστορία του Ελληνικού Έθνους: Κλασσικός Ελληνισμός(Β), Τόμος ΣΤ΄ . (5η Έκδοση) Αθήνα: Εκδ. Παραπολιτικά Α. Ε.
- Παπαδημητρίου, Κ. Θ., “Η μάχη του ποταμού Νεμέα – Ο θρίαμβος της Σπαρτιατικής πολεμικής τέχνης και αρετής” Σε Συλλογικό Έργο (s.d.) Επιλογές Ιστορικά Θέματα Τεύχος 26. Αθήνα: Εκδ. Γνώμων Εκδοτική. Διανέμεται με την Real News. Εμπορική Εκμετάλλευση Real Media Α. Ε.