Της Γλυκερίας Σταύρου,
Από τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου μέχρι και προσφάτως, παρατηρούσαμε το φαινόμενο του «Δίκαιου Πολέμου» να παίρνει σάρκα και οστά στο πρόσωπο της αμερικανικής επέμβασης στο Αφγανιστάν. Οι Η.Π.Α. απέστειλαν τις ένοπλες δυνάμεις τους στη χώρα το 2001, με σκοπό την απώθηση του μουσουλμανικού εξτρεμισμού που βρισκόταν στο Αφγανιστάν με τη μορφή των Ταλιμπάν και της Al Qaeda. Έτσι, ξεκίνησε ο επονομαζόμενος «Πόλεμος ενάντια στη Τρομοκρατία». Πλέον, έπειτα από 20 χρόνια άκαρπων προσπαθειών, πάνω από 60.000 θανάτους πολιτών και πάνω από 100.000 θανάτους δυνάμεων ασφαλείας και έπειτα από δις σε επενδύσεις για την ανοικοδόμηση του Αφγανιστάν, οι Η.Π.Α. αποχωρούν θέτοντας το ερώτημα: όλες οι θυσίες ήταν για μια ήττα;
Η αφετηρία της εμπλοκής των Η.Π.Α. στο Αφγανιστάν συνέβη με την άρνηση των Ταλιμπάν να παραδώσουν τους υπόπτους από το περιστατικό των Δίδυμων Πύργων. Αυτό οδήγησε στη μονομερή απόφαση των Η.Π.Α. να εισβάλουν στο Αφγανιστάν και να παραβλέψουν το γεγονός ότι το ψήφισμα 1368, που δημοσίευσε το Συμβούλιο Ασφαλείας και έκανε λόγο για «καταπολέμηση με κάθε τρόπο των απειλών για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια, που προκαλούνται από τρομοκρατικές ενέργειες», δεν νομιμοποιούσε μια εισβολή σε ξένη χώρα. Ωστόσο, ο γενικός τρόμος που είχε σκορπιστεί στη διεθνή κοινότητα από την επίθεση της Al Qaeda στους Δίδυμους Πύργους και η βάση που είχε αυτή στο Αφγανιστάν, καθώς και οι σχέσεις της με το καθεστώς των Ταλιμπάν, δικαιολόγησαν την εισβολή από το καθεστώς Bush.
Πέρα από την απώθηση της τρομοκρατίας και ό,τι αυτή συνεπάγεται, ο πόλεμος πήρε επίσης τη μορφή μίας μάχης κατά του ίδιου του καθεστώτος, με στόχο την εισαγωγή ή επιβολή της dημοκρατίας στην αυταρχική και θεοκεντρική φύση της χώρας. Αυτό μας κάνει να αναρωτιόμαστε βέβαια εάν οι Ταλιμπάν ήταν ο εχθρός της Δύσης ή απλά το εμπόδιο για την καταστροφή της Al Qaeda και της επιβολής των aμερικανικών ιδεωδών. Το μόνο βέβαιο είναι πως μετά την επέμβαση των Η.Π.Α. στη χώρα, οι Ταλιμπάν έγιναν εχθροί όλης της Δύσης.
Ένα από τα πιο σημαντικά λάθη των Η.Π.Α. ήταν ο στόχος της απόλυτης νίκης. Μετά την ανατροπή του καθεστώτος των Ταλιμπάν, τον Δεκέμβριο του 2001, οι Η.Π.Α. επέμειναν στο κυνήγι των μελών του και αρνήθηκαν την προοπτική της επανένταξής τους στην κοινωνία ή πιθανής συμφιλίωσης μεταξύ τους. Αυτό οδήγησε στην ενδυνάμωση της αντι-δυτικής τους στάσης, γεγονός που σημαίνει ότι ο πόλεμος όχι μόνο θα συνεχιζόταν, αλλά τα μέτρα που θα λαμβάνονταν θα ήταν ακόμη πιο ακραία.
Η ειρωνεία στο σημείο αυτό είναι προφανής εάν σκεφτούμε τη μεταγενέστερη πολιτική του Trump. Στις 29 Φεβρουαρίου του 2020, έγινε αυτό που στα πρώτα χρόνια της εισβολής θα φάνταζε αδιανόητο∙ ο Trump υπέγραψε σύμφωνο ειρήνης με τους Ταλιμπάν. Αυτό εμπεριείχε την αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων των Η.Π.Α. και άλλων χωρών εντός 14 μηνών, με αντάλλαγμα την εγγύηση από πλευράς των Ταλιμπάν για τη μη απειλή των Η.Π.Α; και των συμμάχων τους σε αφγανό έδαφος μέσω ομάδων, όπως η Al Qaeda, αλλά και ανταλλαγή κρατουμένων, χωρίς, βέβαια, τα πραγματικά γεγονότα να ανταποκρίνονται πλήρως στους όρους της συμφωνίας.
Μία επιτυχής εγκαθίδρυση της δημοκρατίας στην αφγανή κοινωνία ήταν εξαιρετικά δύσκολη από την αρχή, αλλά και η εξάλειψη των τρομοκρατικών οργανώσεων στην περιοχή ακόμη περισσότερο. Οι Η.Π.Α. υποτίμησαν την επιρροή που είχαν στην κοινωνία οι Ταλιμπάν και το θρησκευτικό καθεστώς τους, το οποίο ξεκίνησε την επιρροή του ήδη από το 1994.
Επιπλέον, δεν έλαβαν υπόψη τον μεγάλο αποσταθεροποιητικό ρόλο που είχαν οι διάφορες φυλές και εθνότητες. Οι Pashtuns αποτελούν το 40%-50% του πληθυσμού. Έχουν μεγάλη επιρροή στην πολιτική σκηνή, καθώς αποτελούν την πλειοψηφία των μελών των Ταλιμπάν αλλά και οι δύο τελευταίοι Πρόεδροι του κράτους ανήκουν στους Pashtuns. Έπειτα, ακολουθούν οι Tajiks περίπου στο 25% και μετά στο 9% οι Hazaras και Uzbeks. Τόσο στον πόλεμο κατά των Σοβιετικών όσο και στον εμφύλιο του ’90 οι φυλετικές αντιπαλότητες ήταν στην… ακμή τους.
Πέρα από τους κοινωνικούς παράγοντες, η κυβέρνηση και η αποτυχία της για σωστή διακυβέρνηση αποτελούσε έναν αρκετά αδύναμο σύμμαχο των Η.Π.Α. στην περιοχή. Ο ένας πόλεμος μετά τον άλλο την αποδυνάμωσαν σημαντικά και η διαφθορά ήταν ένα αναπόφευκτο επόμενο για την αφγανή ηγεσία.
Οι Η.Π.Α. έχαναν διαρκώς έδαφος στο Αφγανιστάν λόγω της επίσης υπερβολικής υποστήριξης των Ταλιμπάν από το Πακιστάν. Το Πακιστάν στήριζε τις προσπάθειες των Ταλιμπάν με πολεμικό εξοπλισμό αλλά και προσφορά ασύλου σε μέλη αυτού αλλά και της Al Qaeda.
Ωστόσο, κάνοντας μία ιστορική αναδρομή και αξιολογώντας την αμερικανική στάση συνειδητοποιούμε ότι αυτή αντιτίθεται της ρητορικής της. Τα εγκλήματα πολέμου και η συνεργασία των Η.Π.Α. με αναξιόπιστες δυνάμεις στην περιοχή καταδεικνύουν ότι οι προσπάθειές της για διάδοση της δημοκρατίας και προστασία της ανθρώπινης ζωής δεν έχουν και τόση μεγάλη σημασία τελικά. Η ήττα τους δεν βασίζεται στην αδυναμία τους να αποτινάξουν εντελώς τις δυνάμεις των Ταλιμπάν και των λοιπών ομάδων, αλλά στο γεγονός ότι δεν κατάφεραν να συνάψουν μια συμφωνία με αυτούς όταν εκείνοι ήταν πιο αποδυναμωμένοι. Αυτή η εξέλιξη μας οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η επέμβαση στη χώρα ήταν όχι μόνο μάταιη αλλά και αποτέλεσε τη μακροβιότερη εστία πολέμου στην οποία είχαν αναμιχθεί οι Η.Π.Α. Με επιπτώσεις τόσο πολιτικοοικονομικές από πλευράς κράτους, όσο και ψυχολογικές από πλευράς των στρατιωτών, που επιβίωσαν τη φρίκη, οι Η.Π.Α. αποχωρούν με τα φτερά τους σπασμένα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Connah L. US intervention in Afghanistan: Justifying the Unjustifiable? South Asia Research. 2021
- War misguidance: Visualizing quagmire in the US War in Afghanistan. Media, War & Conflict. April 2021
- De-Talibanization and the Onset of Insurgency in Afghanistan, Studies in Conflict & Terrorism