Της Θεοδώρας Κρέπη,
Με το άκουσμα της είδησης της έκρηξης της Επανάστασης, την άνοιξη του 1821, ολόκληρος ο ελληνικός κόσμος κατακλύστηκε από αισθήματα ενθουσιασμού. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχαν και κάποιες εξαιρέσεις στον κανόνα. Ο ελληνικός καθολικός πληθυσμός επέλεξε να απέχει από οποιαδήποτε επαναστατική ενέργεια και να τηρήσει ουδέτερη στάση, γεγονός που δυναμίτισε την κατάσταση και αναζωπύρωσε τα ήδη υπάρχοντα πολιτικά και θρησκευτικά πάθη, καλλιεργώντας ένα κλίμα διχασμού, ιδίως στον χώρο του Αιγαίου.
Στον ελλαδικό χώρο, την εποχή της Τουρκοκρατίας, δεν κατοικούσαν μόνο Ορθόδοξοι Έλληνες. Ανάμεσά τους ζούσαν και αρκετοί ομοεθνείς τους που είχαν ασπαστεί το καθολικό δόγμα, γύρω στους 11.000 (ή, κατά άλλες πηγές, 16.000) και κατοικούσαν κυρίως στον νησιωτικό χώρο. Στην πλειονότητά τους ήταν συγκεντρωμένοι στα νησιά του Αιγαίου και ειδικότερα στην Τήνο, τη Νάξο, τη Σύρο και τη Σαντορίνη. Οι εκεί κοινότητες των καθολικών, ως επί το πλείστον άρτια οργανωμένες, ήταν κατάλοιπα της λατινικής κυριαρχίας στον χώρο του Αιγαίου. Τα περισσότερα νησιά είχαν πέσει στα χέρια των Τούρκων αρκετά αργότερα σε σχέση με τον κυρίως ελλαδικό χώρο, με τελευταίο το νησί της Τήνου, το 1714. Οι συγκρούσεις ανάμεσα σε Ορθοδόξους και Καθολικούς δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο, εντάθηκαν, όμως, μετά το ξέσπασμα της Επανάστασης.
Αμέσως μετά την κήρυξη της έναρξης της Επανάστασης, οι Έλληνες αγωνιστές, αναγνωρίζοντας τη σημασία που είχε ο χώρος του Αιγαίου για τις κινητοποιήσεις τους, και θέλοντας να δείξουν ένα κλίμα ομοψυχίας προς τις ξένες δυνάμεις, έσπευσαν να προσκαλέσουν τους καθολικούς πληθυσμούς του Αιγαίου να συμβάλλουν στην Επανάσταση. Με την αποστολή επιστολών και προκηρύξεων, στις οποίες περιέχονταν εγγυήσεις για την πολιτική και θρησκευτική ισότητα και ελευθερία, και οι οποίες τόνιζαν, όχι τις διαφορές, αλλά την κοινή καταγωγή, την κοινή (στις βασικές αρχές της) θρησκεία και τα κοινά βάσανα που υπέφεραν υπό τον τουρκικό ζυγό, οι Έλληνες επαναστάτες επεδίωκαν να πείσουν τους ετεροδόξους ομοεθνείς τους να συμμετέχουν στις δράσεις τους.
Η αντίδραση, όμως, των καθολικών νησιωτών δεν ήταν η αναμενόμενη. Πιθανότατα, λίγο μετά την άφιξη των εν λόγω προκηρύξεων στα νησιά με έντονη παρουσία Καθολικών, εκείνοι αποφάσισαν να απέχουν από κάθε επαναστατική δράση και να τηρήσουν απόλυτη ουδετερότητα. Τη στάση τους αυτή τη δικαιολόγησαν, λέγοντας πως τους την επέβαλλε το καθεστώς γαλλικής προστασίας, που απολάμβαναν οι καθολικοί πληθυσμοί των νησιών του Αιγαίου, ήδη από την εποχή της Τουρκοκρατίας. Με τη στάση τους αυτή, οι Καθολικοί προκάλεσαν τις έντονες αντιδράσεις των Ορθοδόξων συμπατριωτών τους, καθιστώντας τεταμένο το κλίμα ανάμεσα στις δύο ομάδες.
Ωστόσο, οι προσπάθειες των επαναστατών όχι μόνο δεν σταμάτησαν, αλλά συνεχίστηκαν με αυξανόμενη ένταση και κατά τα επόμενα χρόνια της Επανάστασης. Ιδιαίτερα, μάλιστα, μετά την Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου και τον σχηματισμό των πρώτων επαναστατικών κυβερνήσεων, οι προσπάθειες προσέγγισης του καθολικού στοιχείου πύκνωσαν και εντατικοποιήθηκαν αισθητά. Στόχοι της Ελληνικής Διοίκησης ήταν, μεταξύ άλλων, ο τερματισμός της τεταμένης κατάστασης και του κλίματος διχασμού που επικρατούσε στο Αιγαίο, αλλά και η παύση του καθεστώτος αυτονομίας των καθολικών κοινοτήτων και η ένταξή τους στο νέο διοικητικό σύστημα. Όποια προσπάθεια, όμως, πραγματοποιήθηκε, συνάντησε σθεναρή αντίσταση και δεν ευοδώθηκε.
Το πρόβλημα με τους Καθολικούς του Αιγαίου, όμως, ήταν εντονότερο στην πραγματικότητα. Δεν ήταν μόνο η αδιαφορία των Καθολικών απέναντι στην Επανάσταση (ή στην ένταξή τους στο νέο σύστημα) αυτή που ανησυχούσε τις ελληνικές αρχές, αλλά οι φανερά αντεπαναστατικές και κάποτε φιλοτουρκικές ενέργειες στις οποίες αυτοί προέβαιναν. Το πρόβλημα που αντιμετώπιζαν οι Καθολικοί ήταν το εξής: όσο βρίσκονταν υπό τουρκική κατοχή, απολάμβαναν τη γαλλική προστασία και, ως εκ τούτου, ένα καθεστώς αυτονομίας. Αν η έκβαση της Ελληνικής Επανάστασης ήταν επιτυχής, τότε οι πληθυσμοί αυτοί θα εντάσσονταν στο ελληνικό κράτος και θα αποτελούσαν θρησκευτική μειονότητα (παρά τις, επίσημες ή ανεπίσημες, εγγυήσεις της ελληνικής διοίκησης περί ανεξιθρησκίας και ισότητας). Γι’ αυτό τον λόγο, συχνά δεν έμεναν σε πράξεις που τιμούσαν την ουδετερότητα, αλλά και σε ενέργειες που στρέφονταν κατά της Επανάστασης. Έτσι, όταν η ελληνική κυβέρνηση τους επέβαλλε φόρους ή όταν ζήτησε την οικονομική συνδρομή τους για την ενίσχυση του ελληνικού στόλου, εκείνοι αρνήθηκαν να ανταποκριθούν (αν και φαίνεται πως, από τα τέλη του 1823 και μετά, η στάση των Καθολικών -στην πλειονότητά τους- πάνω σε αυτό το θέμα αλλάζει, καθώς δέχονται να πληρώσουν τους φόρους που τους αναλογούν στην Ελληνική Διοίκηση).
Αυτή, όμως, δεν ήταν η μοναδική αντεπαναστατική ενέργεια των Καθολικών. Λίγο μόλις μετά την έναρξη της Επανάστασης, όταν ένα πλοίο άφησε στο νησί της Νάξου 110 Τούρκους αιχμαλώτους, οι Καθολικοί του νησιού προσπάθησαν να απελευθερώσουν και έπειτα να φυγαδεύσουν όσους περισσότερους από αυτούς μπορούσαν. Οι Τηνιακοί, από τη μεριά τους, παραχώρησαν άσυλο και έπειτα φυγάδευσαν τον Τούρκο Αγά, ενώ οι Συριανοί εξαγόραζαν Τούρκους αιχμαλώτους με τέτοια προθυμία, ώστε στο λιμάνι του νησιού αναπτύχθηκε πολύ σύντομα δουλεμπόριο. Παράλληλα, πολλοί ιστορικοί καταλογίζουν στους Καθολικούς προδοτικές πράξεις, όπως την τροφοδότηση φρουρίων πολιορκούμενων από τους Έλληνες, αλλά και την αποκάλυψη πληροφοριών στους Τούρκους, σχετικά με τις κινήσεις των επαναστατών. Άλλοτε πάλι, ειδικά όταν η Επανάσταση διερχόταν από περιόδους κρίσης και η αποτυχία της φαινόταν να είναι ένα πιθανό σενάριο, οι Καθολικοί διέδιδαν ανυπόστατες φήμες (fake news με σημερινούς όρους) σχετικά με την αποτυχία της Επανάστασης και την κατάρρευση της Διοίκησης, ώστε να κλονίσουν το ηθικό των εξεγερμένων.
Πέρα από αυτά, οι Καθολικοί των νησιών του Αιγαίου φρόντιζαν, όποτε τους δινόταν η ευκαιρία, να επιβεβαιώνουν τα αισθήματα αφοσίωσης και τη νομιμοφροσύνη τους προς τον σουλτάνο. Έτσι, κάθε φορά που ο τουρκικός στόλος εμφανιζόταν στο Αιγαίο, οι ντόπιοι Ρωμαιοκαθολικοί πρόκριτοι έσπευδαν να συναντήσουν τον Τούρκο ναύαρχο και να δείξουν έμπρακτα ότι αναγνώριζαν την τουρκική επικυριαρχία. Αυτό το πετύχαιναν και με άλλους τρόπους. Για παράδειγμα, οι Καθολικοί της Τήνου εξακολούθησαν για ένα διάστημα να πληρώνουν το χαράτσι στον σουλτάνο. Συχνά, επίσης, οι Καθολικοί λειτουργούσαν ως όργανα των τουρκικών αρχών και προσπαθούσαν να πείσουν τους συμπατριώτες τους να δηλώσουν την υποταγή τους στον σουλτάνο.
Σημαντικός ήταν ο ρόλος που έπαιζαν στις παραπάνω ενέργειες τόσο οι τοπικοί καθολικοί εκκλησιαστικοί και κοσμικοί άρχοντες όσο και οι πρόξενοι των ξένων δυνάμεων, και ιδίως της Γαλλίας. Η επίδραση που ασκούσαν οι κοινοτικές αρχές στον καθολικό πληθυσμό ήταν μεγάλη, αλλά ακόμα μεγαλύτερη ήταν αυτή των εκκλησιαστικών αρχών, που συχνά επέβαλλαν συγκεκριμένους προσανατολισμούς και ιδεολογίες στους πιστούς και τους καθοδηγούσαν. Αυτό σήμαινε πως, ακόμα και αν υπήρχαν μεμονωμένοι Καθολικοί που, πράγματι, θέλησαν να προσφέρουν τη βοήθειά τους στην Επανάσταση, η άκαμπτη στάση των τοπικών προκρίτων ή εκπροσώπων της Καθολικής Εκκλησίας τους απέτρεψε από μια τέτοια πράξη. Οι προξενικοί πράκτορες, από την άλλη, οι οποίοι κατοικούσαν στα νησιά, πρόσφεραν την κάλυψή τους στις πράξεις αυτές και εξασφάλιζαν την ξένη υποστήριξη για τον ελληνικό καθολικό πληθυσμό.
Σήμερα, αρκετοί από τους ερευνητές που ασχολούνται με αυτό το φαινόμενο, χρεώνουν στους σύγχρονους με την Επανάσταση ιστορικούς αισθήματα μισαλλοδοξίας και φανατισμού όσον αφορά τις αναφορές τους στη δράση του καθολικού στοιχείου στο πλαίσιο της Επανάστασης. Αυτή η υπόθεση είναι αρκετά πιθανή, αν λάβει κανείς υπόψη τις τεταμένες σχέσεις ανάμεσα στις δύο ομάδες, που εντάθηκαν ακόμα περισσότερο μετά την έναρξη της Επανάστασης και τη μάλλον εχθρική στάση των Καθολικών απέναντί της. Ωστόσο, είναι γεγονός πως οι Καθολικοί (και δη του Αιγαίου) δεν αντιμετώπισαν με την αναμενόμενη θέρμη την Επανάσταση, επιλέγοντας να τηρήσουν μια στάση απόλυτης ουδετερότητας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Συλλογικό έργο (2000), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους: Η ελληνική επανάσταση και η ίδρυση του ελληνικού κράτους (1821-1832), τομ. ΙΒ΄, Αθήνα: Εκδ. Αθηνών
- Frazee, C. (1987) Ορθόδοξος Εκκλησία και Ελληνική ανεξαρτησία 1821-1852, μτφρ. Ιωσήφ Ροηλίδης, Αθήνα: Εκδ. Δόμος
- Μανίκας, Κ. (2001) Σχέσεις Ορθοδοξίας και Ρωμαιοκαθολικισμού στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της Επαναστάσεως (1821–1827). Συμβολή στην Εκκλησιαστική ιστορία της Ελλάδος. Διδακτορική διατριβή. Αθήνα: Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Θεολογική Σχολή. Διαθέσιμο εδώ
- Μπουγάς, Ι.,(20/5/2021) Ο Παπαφλέσσας προωθούσε την ενότητα Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας. Διαθέσιμο εδώ
- Τρικούπης, Σ. (1888) Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμος Α’. Αθήνα: Εκ του Τυπογραφείου της «Ώρας» Διαθέσιμο εδώ