Της Μαρίας Μπουλιέρη,
Την ώρα που η χώρα υποφέρει από τις φονικές πυρκαγιές, με τραγικό απολογισμό μέχρι ώρας ήδη έναν νεκρό εθελοντή πυροσβέστη, εκατοντάδες ζώα, αμέτρητες δασικές εκτάσεις και σπίτια συμπολιτών μας, το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να συνδράμουμε σε πρώτη φάση είτε με προσφορά ειδών πρώτης ανάγκης, είτε οικονομικά, είτε όπως μπορεί ο καθένας στους άμεσα πληγέντες. Όσο περνάνε οι ώρες, τόσο ξεκαθαρίζει το τοπίο ή καλύτερα αρχίζει να συζητείται ευθέως και από κρατικούς φορείς ότι σε πάρα πολλά –αν όχι όλα– τα μέτωπα οι πυρκαγιές ήταν αποτέλεσμα εμπρησμού. Σαφώς, όπως και όταν δολοφονείται ένας άνθρωπος, η τιμωρία του δράστη δεν φέρνει πίσω το θύμα, έτσι και η τιμωρία του εμπρηστή δεν θα φέρει πίσω όλη τη χλωρίδα και τη πανίδα που έγιναν στάχτη. Είναι, όμως, τουλάχιστον εγκληματικό ο εμπρηστής μεγάλης δασικής έκτασης, ακόμα και αν δεν υπάρχουν ανθρώπινες απώλειες, να μην τιμωρείται με την αντίστοιχη ποινή που επιβάλλεται στον δολοφόνο.
Το άρθρο 265 περί εμπρησμού δάσους βρίσκεται στο δέκατο τρίτο κεφάλαιο του Ποινικού μας Κώδικα και ανήκει στην κατηγορία των χαρακτηριζομένων ως κοινώς επικίνδυνων εγκλημάτων. Είναι ένα από τα πολλά άρθρα που τροποποίησε ο νέος Ποινικός Κώδικας το 2019 (Νόμος 4619/2019). Το άρθρο 265 του παλιού Ποινικού Κώδικα προέβλεπε ότι όποιος με πρόθεση προξενεί πυρκαγιά σε δάσος ή δασική έκταση ή σε έκταση που έχει κηρυχθεί δασωτέα τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 έτη και με χρηματική ποινή από 15.000€ ως 147.000€. Η ποινή αυτή, μάλιστα, δεν ήταν επιδεκτική μετατροπής ή αναστολής και η έφεση κατά της αποφάσεως που την επέβαλε δεν μπορούσε να έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. Προβλεπόταν, επίσης, η ποινή της κάθειρξης δηλαδή 5-20 έτη, σύμφωνα με τον τότε ισχύοντα νόμο (πλέον η κάθειρξη είναι 5-15 έτη) αν η πράξη είχε ως επακόλουθο να εξαπλωθεί η φωτιά σε μεγάλη έκταση. Το ίδιο άρθρο, στην συνέχεια του, προέβλεπε ακόμα ότι αν η πράξη τελέστηκε από ιδιοτέλεια ή κακοβουλία ή η έκταση που κάηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, η κάθειρξη έπρεπε να είναι από 10 έτη και πάνω, ενώ εάν κάποιος προέβαινε σε οποιαδήποτε προπαρασκευαστική ενέργεια για το έγκλημα αυτό, θα τιμωρείτο με φυλάκιση τουλάχιστον 1 έτους, επίσης χωρίς δυνατότητα μετατροπής ή αναστολής της ποινής ή ανασταλτικό αποτέλεσμα της εφέσεως.
Σήμερα, μετά την τροποποίηση του άρθρου αυτού στον Ποινικό Κώδικα, η τιμωρία για το έγκλημα του εμπρησμού δάσους δεν ξεκινάει με την ποινή της κάθειρξης μέχρι 10 έτη, αλλά με απλή φυλάκιση τουλάχιστον 3 ετών και χρηματική ποινή. Η ποινή της καθείρξεως έως 10 έτη επιβάλλεται πλέον μόνο ένα υπήρξε κίνδυνος για άνθρωπο. Επιπλέον, προβλέπεται κάθειρξη 5-15 έτη εάν προκλήθηκε σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας ή είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου ή η φωτιά εξαπλώθηκε σε μεγάλη έκταση. Τέλος, στη περίπτωση που προκλήθηκε και θάνατος ανθρώπου η ποινή είναι αυτή της καθείρξεως από 10 ως 15 έτη, ενώ αν προέκυψε θάνατος μεγάλου αριθμού ατόμων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη, δηλαδή 16 χρόνια στη φυλακή. Εκείνος που προξένησε πυρκαγιά σε δάσος από αμέλεια τιμωρείται με φυλάκιση, που χρονικά αντιστοιχεί σε διάστημα 10 ημερών έως 5 ετών, ενώ δεν υπάρχει κάποια αντιστοιχία για την τιμωρία εκείνου που συλλαμβάνεται για τέλεση προπαρασκευαστικών πράξεων π.χ. που ετοίμαζε κάποιον εμπρηστικό μηχανισμό, κουβάλαγε εύφλεκτα υλικά στο σημείο κοκ.
Το άρθρο για την τιμωρία του εμπρησμού και οι πρόσφατες τροποποιήσεις του το 2019, είναι θέμα που έχει συζητηθεί εντόνως, ιδιαίτερα τις τελευταίες μέρες μετά από την ανεξέλεγκτη τροπή των πυρκαγιών στη χώρα. Σύμφωνα με τα προσφάτως λεχθέντα, σε δημόσια διαβούλευση μέσα στον Αύγουστο θα βγει η νέα διάταξη για την τιμωρία των εμπρηστών δάσους. Συζήτηση για την αυστηροποίηση των περιβαλλοντικών εγκλημάτων έχει ήδη περάσει από το υπουργικό Συμβούλιο. Το νέο νομοσχέδιο για τις τροποποιήσεις στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προβλέπει σε γενικές γραμμές τη διεύρυνση των αξιόποινων περιπτώσεων και τη κάθειρξη σε περίπτωση εμπρησμού δάσους που είχε επιβαρυντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.
Σε κάθε περίπτωση, στόχος είναι αφενός να μην φτάνουμε στο σημείο να χρειάζεται η τιμωρία και αφετέρου να μην φτάνουμε στο σημείο τέλεσης του εγκλήματος. Εάν όμως αυτό δεν είναι εφικτό, η τιμωρία για ένα τέτοιο έγκλημα θα πρέπει να είναι βαρύτατη, όχι μόνο για την εξουδετέρωση του δράστη αυτή καθ΄ εαυτή, αλλά για να επιτελεί και η ποινή πραγματικά τον πρωταρχικό της ρόλο που είναι αυτός της αποτροπής τέλεσης της αξιόποινης πράξης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Συγκριτικός πίνακας προηγούμενου Ποινικού Κώδικα και Νέου, διαθέσιμος εδώ