Της Αναστασίας Τσερμενίδου,
Το αποτρόπαιο περιστατικό στη Δάφνη της Αττικής, με τη φρικιαστική γυναικοκτονία που ήρθε να προστεθεί στη μαύρη λίστα των θυμάτων έμφυλης βίας του 2021, ανέδειξε ακόμη μία προβληματική που υφίσταται εδώ και χρόνια, ασχέτως που μας αρέσει να κλείνουμε μάτια και αφτιά μπροστά της: Αναφέρομαι στην ελληνική αστυνομία και στο κατά πόσο αυτή επιτελεί ορθά το έργο της.
Στο έγκλημα στη Δάφνη, το γεγονός που προσωπικά με τάραξε είναι πως πριν τελεστεί αυτή η φρίκη, υπήρξαν προειδοποιητικά σημάδια, τα οποία εάν παρατηρούνταν τη σωστή στιγμή, ίσως η κοπέλα σήμερα να ζούσε και να ήταν ασφαλής. Το ανδρόγυνο, σύμφωνα με μαρτυρίες των γειτόνων, έρχονταν συχνά σε συγκρούσεις και προστριβές που ήταν τέτοιας έντασης, ώστε μία γυναίκα να θελήσει να καταγγείλει το συμβάν στην αστυνομία, χαρακτηρίζοντάς το ως γεγονός ενδοοικογενειακής βίας. Το σώμα έστειλε δύο «όργανα της τάξης» να ελέγξουν τη φερόμενη καταγγελία, ωστόσο αρκέστηκαν σε μία επιδερμική έρευνα και έπειτα απλώς εγκατέλειψαν την περιοχή, έχοντας βεβαίως την πεποίθηση πως εκτέλεσαν σωστά το καθήκον τους. Έπειτα, ακολούθησε σιωπή…
Δεν είναι μόνο αυτό το περιστατικό που αποτελεί την αφορμή για να προβληματιστεί κανείς. Χιλιάδες παρατυπίες έχουν προηγηθεί. Ένα πρόσφατο γεγονός είναι εκείνο του αστυνομικού που εξέδιδε νεαρή κοπέλα και τελούσε ασελγείς πράξεις σε βάρος της. Λίγο νωρίτερα μέσα στη χρονιά, η αστυνομική βία που ξεπέρασε κάθε όριο και έφτασε να αποτελεί κατάχρηση εξουσίας με τις ευλογίες του νόμου. Ποιος ευθύνεται, όμως; Πράγματι, η στελέχωση της ελληνικής αστυνομίας είναι τόσο φτωχή;
Το αστυνομικό έργο ως θεσμός και έκφανση της δημοκρατίας γνωρίζει ιδιαιτερότητες, όπως και κάθε επάγγελμα. Βέβαια, από τη δική μου οπτική, οι αστυνομικοί επιτελούν ή θα έπρεπε τουλάχιστον, να επιτελούν λειτούργημα και όχι απλώς ένα ακόμη επάγγελμα. Είναι επιφορτισμένοι με καθήκοντα που πολλές φορές συνδυάζουν το «νόμιμο» και το «παράνομο» και τα όρια συχνά δεν είναι ευδιάκριτα.
Ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα του χώρου, όπως και σε όλο το φάσμα του δημόσιου τομέα, είναι η έλλειψη επιτήρησης και ελέγχου. Ναι, βεβαίως υπάρχουν οι ανώτεροι, οι οποίοι όμως -όπως αποδεικνύεται και στην πράξη- δεν έχουν «καθαρή ματιά», συγκαλύπτουν και είναι ευθυνόφοβοι. Ποιος, άραγε, τολμά να λάβει την ευθύνη και να βάλει την τζίφρα του κάτω από μία έκθεση αξιολόγησης; «Κανείς» είναι η απάντηση.
Παρακάτω, η μόνιμη δημόσια συζήτηση περί αστυνομικής βίας που αναζωπυρώνεται ξανά και ξανά. Πράγματι το μονοπώλιο της χρήσης «νόμιμης βίας» το κατέχουν οι αστυνομικοί. Είναι ο μόνος δημόσιος φορέας που του αναγνωρίζεται το δικαίωμα χρήσης βίας βάσει νόμου, εντός ορίων βέβαια. Ωστόσο, αυτά τα όρια αποτελούν ψιλά γράμματα και καταστρατηγούνται διαρκώς. Για να ενεργοποιηθεί αυτή η νόμιμη χρήση, οφείλουν οι χρήστες να τηρούν τις παραμέτρους και τις προϋποθέσεις. Πράττεται, έτσι; Ας θυμηθούμε λιγάκι τα τόσα βίαια γεγονότα σε πορείες και συναθροίσεις. Κάπου κάπου έχασαν την μπάλα οι αστυνομικοί και έχασαν και το δίκιο τους παράλληλα. Βαφτίζοντας αυτή ως άσκηση κρατικής βίας, την χρησιμοποιούν ως νομιμοποιητική βάση, καταλύοντας όμως τις αρχές και τις αξίες του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Γιατί στο περιστατικό στη Δάφνη δεν μπορούσαν οι αστυνομικοί να τηρήσουν το πρωτόκολλο; Ασχέτως με το πόσα σήματα μπορεί να έλαβαν -άλλα 5, 10, 15- όφειλαν να ενεργήσουν με σύνεση και με υπευθυνότητα απέναντι στον πολίτη από τον οποίο ζητούν την εμπιστοσύνη του. Γιατί υπάρχει σιωπή εντός της αστυνομίας και γιατί αυτοί συγκαλύπτουν; Διότι μπορούν είναι η απάντηση.
Σαφώς αναδιατυπώνεται από τους εκπροσώπους της αστυνομίας το ζήτημα της υποστελέχωσης και της ελλιπούς επάνδρωσης του σώματος από τη μία, της μηδαμινής κρατικής ενίσχυσης και οικονομικής επιχορήγησης από την άλλη. Ναι, ισχύει, παρ’ όλα αυτά υπάρχουν τομείς μεγαλύτερης ζωτικής σημασίας -βλέπε Ε.Σ.Υ.- που εκτελούν ορθά το έργο τους χωρίς δικαιολογίες.
Για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, λύσεις έστω και προσωρινές υπάρχουν. Αρχικά, οι ανώτεροι διοικητές και αξιωματικοί να ελέγχουν, να κάνουν συστάσεις και να τολμούν να θέσουν εργαζομένους σε διαθεσιμότητα, όταν οι τελευταίοι δεν πράττουν τα δέοντα. Οι αστυνομικοί, επιπλέον, θα έπρεπε να περνούν τουλάχιστον κάθε χρόνο ψυχολογικά τεστ από ανεξάρτητους φορείς και επιτροπές, και όχι από ψυχολόγους εντός της υπηρεσίας, προκειμένου να διαπιστωθεί η ψυχοπνευματική τους υγεία με τελικό σκοπό να αποφεύγονται τα κάθε είδους «παραπτώματα», που στο κάτω κάτω δεν συνάδουν και με τη φύση του επαγγέλματος. Ίσως ακόμη και μία σωστότερη εκπαίδευση εντός της σχολής, που να δίνει σημασία στις λεπτομέρειες, θα ήταν μία πιθανή λύση.
Όλα τα παραπάνω είναι σκέψεις που επανέρχονται στο προσκήνιο ξανά και ξανά. Το κρίμα είναι πως, δυστυχώς, λόγω αυτής της «κακής εικόνας» της ελληνικής αστυνομίας, τσουβαλιάζονται και άτομα που επιδεικνύουν ευθύνη απέναντι στον Έλληνα πολίτη. Η πλειοψηφία του σώματος αποτελείται από νέους ανθρώπους, μορφωμένους, καταρτισμένους, που πέρασαν στη Σχολή Αστυνομίας και δεν μπήκαν από το «παραθυράκι», όπως οι παλαιότεροι, και που η δουλειά τους χαρακτηρίζεται εξαιρετική. Ωστόσο, όταν το επάγγελμα είναι βαρύνουσας σημασίας για την ορθή λειτουργία της κοινωνίας, τα λάθη ηχούν και καταδεικνύονται.
Πολλές οι προκλήσεις, πολλές οι μεταβλητές, αυτό που, όμως, εγώ σκέφτομαι είναι πως η αστυνομία μεταξύ άλλων, αποτελεί τον καθρέφτη της κοινωνίας. Ας ελπίσουμε πως στο μέλλον οι υπάρχουσες προβληματικές θα φθίνουν σιγά σιγά και το αστυνομικό σώμα θα απασχολεί για τις επιτυχίες του και όχι για τις αποτυχίες του.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Η αστυνομία του 21ου αιώνα: Η δύσκολη πρόκληση, capital.gr, διαθέσιμο εδώ