Του Γιώργου Σαλπιγγίδη,
Ο θρόνος της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στους 11 και πλέoν αιώνες του έχει δεχθεί ουκ ολίγους αυτοκράτορες, που άλλοτε ξεχώριζαν για την ισχυρή τους προσωπικότητα κι άλλοτε για τον αδύναμο χαρακτήρα τους, με αποτέλεσμα να καταλήγουν υποχείρια συγγενών, αξιωματούχων και στρατηγών. Μια τέτοια περίπτωση ήταν κι ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β΄ (401-450), ο αποκαλούμενος και «Μικρός», γιος του αυτοκράτορα Αρκαδίου (377-408) και της Ευδοξίας. Ο θάνατος του τελευταίου, το 408, έφερε αντιμέτωπο το Θεοδόσιο –που είχε αναγορευθεί Αύγουστος το 402, σε νηπιακή ηλικία- με την εξουσία στα επτά του χρόνια. Όντας ανήλικος, ήταν άμεση η ανάγκη διορισμού ενός επιτρόπου έως ότου ενηλικιωθεί ο διάδοχος του Αρκαδίου. Το έργο αυτό ανέλαβε για τα πρώτα χρόνια ο πατρίκιος Ανθέμιος, που κράτησε τη θέση αυτή μέχρι το 414. Αξίζει να σημειώσουμε πως με την επίβλεψή του ξεκίνησε η κατασκευή του επονομαζόμενου θεοδοσιανού τείχους. Έπειτα από αυτόν, το αξίωμα του επιτρόπου ανέλαβε η αδελφή του Θεοδοσίου, Πουλχερία (399-453).
Η κατά δύο χρόνια μεγαλύτερη αδελφή του Θεοδόσιου ήρθε στη ζωή στις 19 Ιανουαρίου του 399 και παρά τη μικρή διαφορά τους ήταν αυτή που επιφορτίστηκε σε μεγάλο βαθμό την εκπαίδευση του νεαρού αδελφού της σε σχέση με τις βασιλικές του υποχρεώσεις. Ήταν αυτή που μερίμνησε να του διδάξει, μεταξύ άλλων, το ποιος είναι ο κατάλληλος τρόπος ένδυσης, να μην αμελεί τις θρησκευτικές του υποχρεώσεις, να τιμά τους ιερείς και άλλα. Το 414, πέραν από τη θέση του επιτρόπου, είναι το έτος κατά το οποίο αναγορεύθηκε Αυγούστα, κάτι στο οποίο συνέβαλε κι ο όρκος παρθενίας (ή αγνότητας) που έδωσε, ενώ έπεισε και τις αδελφές της να ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο. Για την πράξη της αυτή έλαβε το χαρακτηρισμό «αείπαις», με τον Κωνσταντίνο Μανάσση (λόγιος του 12ου αιώνα) ν’ αναφέρει για αυτή πως «ήτις παρθένον συντηρείν αυτήν προελομένη και της αγνείας άσυλον φυλάττειν τον λειμώνα».
Ως Αυγούστα πλέον, η Πουλχερία είχε όλα τα μέσα για να ασκήσει την εξουσία, πράγμα που έκανε. Σε αυτό συνέβαλε η αδιαφορία του Θεοδόσιου για τα πολιτικά πράγματα της αυτοκρατορίας, καθώς και η αδυναμία του χαρακτήρα του, ενώ η κλίση του στις επιστήμες και τις τέχνες τον απομάκρυναν όλο και περισσότερο από το ρόλο που είχε στην πραγματικότητα. Στον αντίποδα βρισκόταν η Πουλχερία, μια δυναμική και δεσποτική φυσιογνωμία, που ξεχώριζε, ωστόσο, για την ευσέβειά της απέναντι στη χριστιανική πίστη, χαρακτηριστικό που εμφύσησε και στον αδελφό της. Την άποψη πως είχε συγκεντρώσει την εξουσία γύρω από το πρόσωπό της συμμερίζονταν και οι σύγχρονοί της, με τον εκκλησιαστικό ιστορικό Σωζόμενο να περιγράφει πως «η θεία δύναμις, επίτροπον αυτού και της ηγεμονίας κατέστησε Πουλχερίαν την αδελφήν, η δε ούπω πεντεκαιδέκατον έτος άγουσα υπέρ την ηλικίαν σοφώτατον και θείον έλαβεν νούν». Ενδεικτικό γεγονός του χαρακτηρισμού της ως σημαίνουσας προσωπικότητας και πηγή εξουσίας ήταν η ανέγερση του αδριάντα της, τον Οκτώβριο του 414, στη Σύγκλητο της Κωνσταντινούπολης, μαζί με αυτούς του Θεοδοσίου και του Ονωρίου.
Πέραν, όμως, από τις αρχηγικές τάσεις της, η Πουλχερία διαπνεόταν, όπως είδαμε, από έναν έντονο θρησκευτικό σεβασμό κι αυτό αποτυπώνεται στο έργο που διεκπεραίωσε. Έτσι, με δική της πρωτοβουλία έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη πολλά λείψανα αγίων και μαρτύρων, όπως αυτά των προφητών Ησαΐα, Ζαχαρία, Σαμουήλ, του πρωτομάρτυρα Στέφανου κι άλλα. Ίσως, μεγαλύτερη βαρύτητα να είχε η μεταφορά του σκηνώματος του Αγίου Ιωάννη του Χρυσόστομου στο Άγιο Βήμα του ναού των Αγίων Αποστόλων. Μέσα από αυτή την κίνηση, η Αυγούστα ήθελε να δηλώσει την αντίθεσή της προς το διωγμό που υπέστη ο Ιωάννης, ως πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, από τη μητέρα της Ευδοξία. Αυτή της η αγνή πράξη προς τον Άγιο κατεύνασε το θυμό των υποστηρικτών του πρώην πατριάρχη.
Επίσης, στο θρησκευτικό της αυτό καθήκον συγκαταλέγεται η επισκευή και η ανέγερση πλήθους ναών. Ιδιαίτερη σημασία είχε η ανοικοδόμηση ναών προς τιμήν της Θεοτόκου, σε μια εποχή έντονων διαφορών για τη φύση τόσο της Θεομήτορος όσο και του Ιησού. Παράλληλα με αυτές τις ενέργειες, μερίμνησε και για την κατασκευή ευαγών ιδρυμάτων, με έξοδα της αυτοκρατορίας. Ίδρυσε, λοιπόν, πτωχοκομεία για την φροντίδα των απόρων υπηκόων, πανδοχεία για τους ξένους ταξιδιώτες, αλλά και μοναστικές κοινότητες. Όλα αυτά δείχνουν πως δεν έμενε μόνο στην κατ’ όνομα τήρηση των διδαγμάτων του χριστιανισμού περί ελεημοσύνης, αλλά περνούσε και σε πράξεις.
Ένα ακόμα δείγμα της κυρίαρχης συμπεριφοράς της έναντι του Θεοδοσίου είναι η εύρεση της κατάλληλης νύφης που θα στεκόταν στο πλευρό του μικρότερου αδελφού της. Η γυναίκα αυτή ήταν η εθνική (ο όρος εθνικός την περίοδο αυτή ταυτιζόταν με αυτόν του ειδωλολάτρη) Αθηναΐδα, κόρη του φιλοσόφου των Αθηνών Λεοντίου, που είχε πάει στη βασιλεύουσα, για να διευθετήσει ορισμένες κληρονομικές υποθέσεις. Όταν τη συνάντησε η Πουλχερία, θαύμασε το κάλλος της κι αποφάσισε να την κάνει νύφη της, έτσι μερίμνησε, ώστε να συναντηθούν οι δυο νέοι, για ν΄ αναπτυχθεί το ειδύλλιο. Ο γάμος τους πλέον ήταν θέμα χρόνου, καθώς δεν υπήρχαν εμπόδια, ακόμα και το πρόβλημα της διαφορετικής θρησκείας που είχαν, υπερπηδήθηκε με την βάφτιση της Αθηναΐδας σε «Ευδοκία». Το μυστήριο του γάμου τελέστηκε με μεγαλοπρέπεια τον Ιούνιο του 421.
Μπορεί η Πουλχερία να ήταν αυτή που ώθησε τα πράγματα για τη σύναψη του παραπάνω γάμου, πιστεύοντας πως και το νέο μέλος της οικογένειας θα ήταν κάτω από τον έλεγχό της, αλλά, όπως φάνηκε τελικά, κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Η Ευδοκία δε φάνηκε πρόθυμη να υποταχθεί στις επιθυμίες της κουνιάδας της κι έτσι, ξεκίνησε ένας ακήρυχτος πόλεμος. Για κάποια χρόνια, οι δύο γυναίκες διαβιούσαν στο ίδιο παλάτι. Η τελική ρήξη στη σχέση τους ήρθε και μέσα από την στάση που κρατούσαν οι αξιωματούχοι, που υποστήριζαν την μια ή την άλλη πλευρά. Αυτός, όμως, που φαίνεται να είχε την μεγαλύτερη επίδραση και στον ίδιο τον αυτοκράτορα ήταν ο σπαθάριος και ευνούχος Χρυσάφιος, που υποδαύλισε τη σχέση των δύο γυναικών. Τελικά, πέτυχε τον σκοπό του και η Αυγούστα Πουλχερία εγκατέλειψε το παλάτι της Κωνσταντινούπολης, γύρω στο 440 κι εγκαταστάθηκε στο ανάκτορο του Εβδόμου, περίπου επτά χιλιόμετρα από την Πόλη. Ο επόμενος στόχος του Χρυσαφίου ήταν η Ευδοκία, καθώς επιθυμούσε να είναι ο μόνος που θα επηρεάζει τον άβουλο αυτοκράτορα.
Αυτό, όμως, δεν έμελλε να είναι το τέλος της αδελφής του αυτοκράτορα, αφού συνέχισε να έχει ενεργό ρόλο στα πολιτικά και θρησκευτικά πράγματα της εποχής. Θα συμμετάσχει ενεργά στην Γ΄ και Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο, ενώ θα ξεκινήσει ήδη την κατάστρωση ενός σχεδίου για την επιστροφή της στο παλάτι της Κωνσταντινούπολης…
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Συλλογικό έργο (1978) Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Ζ΄, Βυζαντινός Ελληνισμός, Πρωτοβυζαντινοί Χρόνοι, Αθήνα: Εκδ. Αθηνών
- Ostrogorsky, Georg (1978) Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τόμος Α΄, μετάφραση Ιωάννης Παναγόπουλος, Αθήνα: Ιστορικές Εκδ. Στέφανος Βασιλόπουλος
- Steven Runciman (2005) Η Βυζαντινή Θεοκρατία, μετάφραση Ιωσήφ Ροηλίδης, Αθήνα: Εκδ. Δόμος
- Κωνσταντίνος Μανάσσης (2011) Σύνοψις Χρονική, Αθήνα: Εκδ. Κανάκη
- Συλλογικό έργο, Ιστορία Εικονογραφημένη, τεύχος 610, Απρίλιος 2019