Του Γιώργου Κυριακού,
Ο ωφελιμισμός είναι ένα ηθικό-φιλοσοφικό ρεύμα που επηρέασε την πορεία της οικονομικής σκέψης, ξεκινώντας από την Αγγλία, στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα. Κύριοι εκφραστές του είναι ο Jeremy Bentham (1748-1832) και ο John Stuart Mill (1806-1873).
Ο Bentham, γεννημένος σχεδόν μισό αιώνα νωρίτερα από τον Mill, θεωρείται ο θεμελιωτής της θεωρίας του ωφελιμισμού και το κυριότερο έργο του είναι το: “Introduction to the Principles Of Morals and Legislations”. Θεωρούσε πως οι κύριες κινητήριες δυνάμεις των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων ήταν η αποφυγή του πόνου και η αναζήτηση της ηδονής. Σύμφωνα με τη θεωρία του ωφελιμισμού, θα πρέπει στην οικονομική ζωή αλλά και γενικότερα στην κοινωνική να πράττουμε εκείνο που θα αποφέρει την περισσότερη ευχαρίστηση και τον λιγότερο πόνο στο μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ατόμων – στην πλειοψηφία.
Με άλλα λόγια, σε μία κοινωνία που οδηγείται από την «ωφελιμιστική» προσέγγιση, οι νομοθέτες μπορούν να τακτοποιήσουν τις συγκρούσεις των ατομικών συμφερόντων, καθόσον θα έχουν στόχο τη μεγαλύτερη διάδοση της ικανοποίησης σε περισσότερους ανθρώπους. Είναι το καλύτερο να είναι όλοι ευτυχισμένοι, αλλά στην περίπτωση που μπορεί να γίνει επιλογή, προτιμότερο είναι να ικανοποιηθεί η πλειοψηφία.
Ο ωφελιμισμός αναφέρεται συχνά και ως συνεπειοκρατία. Διότι εξετάζονται οι συνέπειες των πράξεων μας και πράττουμε σύμφωνα με την λογική που αναφέρθηκε παραπάνω. Η συνεπειοκρατία αξιολογεί μια πράξη μόνο σύμφωνα με τα αποτελέσματα που αυτή θα επιφέρει.
«Ο Bentham δεν επιδίωκε τη διατύπωση άλλης μιας θεωρίας, αλλά επιθυμούσε σφοδρά να οικοδομήσει ένα νέο, σταθερό και πάγιο ηθικό σύστημα, το οποίο θα αποτελούσε έναν ηθικό γνώμονα βάσει του οποίου θα μπορούσε κάποιος να αξιολογήσει μια πράξη, είτε όταν αυτή έχει επιτελεστεί και γνωρίζουμε ήδη τις αρνητικές και θετικές της συνέπειες, είτε όταν αυτή δεν έχει επιτελεστεί, οπότε και καλούμαστε να υπολογίσουμε με υποθετικό τρόπο τα αποτελέσματα μιας πράξης.».
Ουσιαστικά, ο Bentham πρότεινε μια μέθοδο για την ποσοτικοποίηση της απόλαυσης και του πόνου, θέτοντας τα θεμέλια μιας επιστήμης της ανθρώπινης ευτυχίας, μιας επιστήμης που διαθέτει μαθηματική ακρίβεια, όπως και η φυσική.
Ο Bentham επιδιώκει να ποσοτικοποιήσει τις πιθανές ηδονές που είναι σε θέση να αποκομίσουν οι άνθρωποι και οι οποίες χονδρικά, όπως σημειώνουμε εδώ, καθορίζονται από επτά συντελεστές: την ένταση, τη διάρκεια, τη βεβαιότητα, τη γειτνίαση, την γονιμότητα, την καθαρότητα και την έκταση των ηδονών. Όλη αυτή η διαδικασία που περιλαμβάνεται στο πλούσιο συγγραφικό υλικό του φέρει το όνομα «ηδονιστικός λογισμός».
Όσον φορά τον Mill, που θίξαμε στην αρχή σαν τον δεύτερο βασικό ωφελιμιστή, αυτός είναι ο νεότερος συνεχιστής θα λέγαμε του συγκεκριμένου ρεύματος και μάλιστα αντάλλασσε πλήθος επιστολών με τον Bentham σε διαλόγους περί ηθικής φιλοσοφίας και κατ’ επέκταση σε σχέση με την οικονομική ζωή και τα οικονομούντα άτομα. Κατέληξαν ότι τα άτομα είναι εγωιστικά όντα και ότι θα κάνουν τα πάντα για την μεγιστοποίηση της ατομικής τους ευημερίας και ειδικότερα της χρησιμότητας, όπως λέγεται στα οικονομικά, δηλαδή της ευχαρίστησης που λαμβάνουν από την κατανάλωση των οικονομικών αγαθών (προϊόντων και υπηρεσιών).
Μια βασική διαφορά μεταξύ των δύο στοχαστών είναι ότι ο Mill φέρνει στο προσκήνιο για πρώτη φορά τα ποιοτικά κριτήρια των ηδονών, χωρίς να υποτιμά την ποσοτική τους υπόσταση, βάσει των επτά παραγόντων που αναφέραμε προηγουμένως. Επίσης, διαχωρίζει τις ηδονές σε σωματικές και πνευματικές και αναγνωρίζει παράλληλα το δικαίωμα κάθε ανθρώπου να επιλέξει μεταξύ «υψηλότερων» και «χαμηλότερων» ηδονών, για να επιτύχει την ευδαιμονία. Σαν να λέμε: «διάλεξε εσύ τον τρόπο που θα περάσεις το βράδυ σου απόψε, όμως επειδή είσαι εντός του ωφελιμιστικού πλαισίου, είναι σίγουρο πως θα παλέψεις για την περισσότερη δυνατή σου ευτυχία, και αυτό είναι που μετράει τελικά». Το παράδειγμα, αν και απτό, θεωρώ πως είναι ιδιαίτερα κατατοπιστικό.
Ο ωφελιμισμός δέχτηκε δριμεία κριτική. Πρώτον, διότι δεν υπάρχει η δυνατότητα να διαχωρίσουμε και να μετρήσουμε την ευχαρίστηση που προσφέρουν οι ηδονές. Δεύτερον, επειδή η αρχή της μεγιστοποίησης που περιγράψαμε σαν μέτρο για το τι θα πράξουμε συλλογικά σαν κοινωνία, παραγκωνίζει κατά πολλούς τις εκάστοτε μειονότητες που υπάρχουν μέσα στην κοινωνία, γιατί είπαμε πως λαμβάνεται τελικά να πραχθεί εκείνο π.χ. από την κυβέρνηση που θα προκαλέσει την ωφέλεια του περισσότερου δυνατού τμήματος της κοινωνίας. Άρα, δεν εκπροσωπείται η θέληση των μειονοτήτων.
Παρά τα ερωτηματικά και τα προβλήματα της θεωρίας που έχουν επισημανθεί, το ρεύμα του ωφελιμισμού αποτέλεσε το υπόβαθρο της θεωρίας του κλασικού φιλελευθερισμού. Αξίζει, λοιπόν, να σταθούμε και να αφουγκραστούμε τον παλμό του ρεύματος αυτού, για να κατανοήσουμε τη σύνδεση στην διάρκεια της ιστορίας της οικονομικής σκέψης αυτού με τα υπόλοιπα ρεύματα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Δρ. Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Αθηνών, Παναγιώτης Αποστολόπουλος Πέρρος, Ο Ωφελιμισμός του Jeremy Bentham, Διαθέσιμο εδώ.
- Screpanti Ernesto, Zamagni Stefano, εκδόσεις Τυποθητώ 2004, Η ιστορία της οικονομικής σκέψης.