Της Αναστασίας Τράκα,
Ο Ιωάννης Μεταξάς αποτελεί μία από τις σημαντικότερες πολιτικές φυσιογνωμίες του 20ου αιώνα στην Ελλάδα. Το πρόσωπό του συνδέεται στενά με το γνωστό ΟΧΙ κατά των Ιταλών και την εμπλοκή της χώρας στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ωστόσο, τόσο ο ίδιος όσο και η οικογένειά του διέθεταν ένα ιστορικό υπόβαθρο, ήδη από τα βυζαντινά χρόνια, σε κρίσιμες κρατικές θέσεις εξουσίας. Αυτό σε κάποιο βαθμό βοήθησε τον Ιωάννη Μεταξά να ανέλθει στην εξουσία σταδιακά, πάντα, όμως, σε συνδυασμό με την προσωπικότητά του και τον στενό του κύκλο. Ας μην λησμονούμε, εξάλλου, το γεγονός πως όλοι οι μεγάλοι άντρες της ιστορίας πέρασαν από τα κατώτατα αξιώματα σε υψηλόβαθμες θέσεις λόγω των ικανοτήτων τους, αλλά και με την πολύτιμη βοήθεια των κατάλληλων και έμπιστων συνεργατών. Η πορεία του Μεταξά στην εξουσία μέχρι την επιβολή της δικτατορίας του ίδιου ακολουθεί αυτή την εξελικτική πορεία και περιγράφεται παρακάτω συνοπτικά.
Αξίζει να αναφερθεί ότι αρκετά άτομα από την οικογένεια των Μεταξάδων είχαν υπηρετήσει την πατρίδα από διάφορες θέσεις, σε διαφορετικές εκφάνσεις της ιστορίας. Το γεγονός αυτό τονιζόταν από τον Ιωάννη Μεταξά, όποτε του δίνονταν η κατάλληλη ευκαιρία, τονίζοντας ότι είχε την ηθική υποχρέωση να «εκπροσωπήσω την πατρίδα του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος του έθνους». Αναφορές, δηλαδή, που στην ουσία τονίζουν ότι τα αξιώματα δόθηκαν στην οικογένεια του και στον ίδιο εξαιτίας του αγώνα στο όνομα του Έθνους. Εξετάζοντας τις πηγές, διαπιστώνουμε πως ο Μεταξάς ήταν ένας άριστος μαθητής, ο οποίος εισήλθε στην Σχολή Ευέλπιδων το 1885, όπου και ολοκλήρωσε τις σπουδές του με βαθμό άριστα ως ανθυπολοχαγός μηχανικού. Οι στρατιωτικές του ικανότητες φάνηκαν πολύ γρήγορα στους καθηγητές του. Αμέσως ανέλαβε καθήκοντα μηχανικού σε διάφορες περιοχές, όπως η Κέρκυρα και το Ναύπλιο.
Πολύ σύντομα ενδιαφέρθηκε για την εσωτερική πολιτική της χώρας και την κυρίαρχη ιδεολογία επί εποχής Τρικούπη: την Μεγάλη Ιδέα. Παράλληλα, συμμετέχει στην Εθνική Εταιρία με παθιασμένες ομιλίες υπέρ του αγώνα για τα αλύτρωτα εδάφη, λέγοντας: «Εάν πρόκειται να χάσωμεν την Κρήτη, τότε ας χαθούμε και ημείς, και ας παρασύρωμεν την Ευρώπη εις πόλεμο». Στις ομιλίες του στρεφόταν καθαρά εναντίον των Μεγάλων Δυνάμεων και της πολιτικής γραμμής που ακολουθούσαν στις μικρότερες χώρες, ασκώντας μάλιστα έντονη κριτική. Κατά το έτος 1897 (χρονιά του Ατυχούς Πολέμου με τους Οθωμανούς Τούρκους) παίρνει μετάθεση στην Αθήνα, αλλά ζητάει μετάθεση για τα σύνορα. Έτσι, στέλνεται στην Λάρισα, έχοντας μια αποστολή, να συμβάλει στην οχύρωση του ελληνικού στρατού. Κατά την παραμονή του εκεί θα γνωρίσει και τον διάδοχο Κωνσταντίνο.
Μετά τον πόλεμο, ακολούθησαν διάφορες κατηγορίες εναντίον του διαδόχου για την ταπεινωτική ήττα. Γι’ αυτόν τον λόγο συστάθηκε μια ομάδα, η οποία ήταν υπεύθυνη να απαντήσει στις κατηγορίες κατά του διαδόχου Κωνσταντίνου. Σ’ αυτήν έλαβε μέρος και ο Μεταξάς. Εξαιτίας της επιτυχημένης απολογίας του, ο διάδοχος του πρότεινε να μεταβεί στη Γερμανία για να σπουδάσει στην Πολεμική Ακαδημία του Βερολίνου, κάτι που ο ίδιος δέχτηκε με μεγάλη προθυμία. Παρά τις ικανότητές του, δεν είχε καταφέρει να πάρει προαγωγή, λόγω της κυριαρχίας των πελατειακών σχέσεων στην πολιτική. Αυτό το γεγονός τον έκανε από νωρίς να στραφεί κατά του κοινοβουλευτικού θεσμού. Στην ακαδημία ήρθε σε επαφή με επιφανείς αξιωματικούς του Κάιζερ, αλλά και του Χίτλερ, καταφέρνοντας να διακριθεί με πολύ καλές αποδόσεις για άλλη μια φορά. Μάλιστα, αποφοίτησε από την Ακαδημία πρώτος σε όλα τα μαθήματα, τα οποία ήταν παραπάνω από απαιτητικά. Ήταν σίγουρα μία ιδιαίτερη εμπειρία γι’ αυτόν, καθώς τον εξέλιξε ως άνθρωπο και ως στρατιωτικό-πολιτικό.
Μόλις επέστρεψε στην Ελλάδα, τοποθετήθηκε στην Γενική Διοίκηση του Στρατού, όπου ήταν επικεφαλής ο διάδοχος Κωνσταντίνος. Μετά το κίνημα στο Γουδί (ή -πιο σωστά- Γουδή), το 1909, αξιωματικοί από τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο στράφηκαν κατά του Κωνσταντίνου και των συνεργατών του, προωθώντας τον Βενιζέλο στην εξουσία. Εξαιτίας αυτού, ο Ιωάννης Μεταξάς μετατέθηκε στην Λάρισα ως μηχανικός. Ο Βενιζέλος, όμως, στάθμισε σωστά τα προσόντα του Μεταξά και ζήτησε τη βοήθειά του για την ανόρθωση του στρατού στο Υπουργείο Στρατιωτικών. Ο δεύτερος δέχτηκε αμέσως, όπως αναφέρει: «δεν είχα το δικαίωμα να αρνηθώ την αίτηση της συνδρομής μου εις τον πρωθυπουργό, προς σωτηρίαν του στρατού».
Ωστόσο, κατά τη θητεία του, ήρθε ανοιχτά σε ρήξη με τον Βενιζέλο. Αιτία ήταν η έλευση γαλλικής αποστολής στην Ελλάδα, η οποία είχε στόχο την αναδιοργάνωση του στρατού. Είναι βέβαιο ότι ο Μεταξάς διέθετε τις απαιτούμενες ικανότητες για να το πράξει αυτό, αλλά ο Βενιζέλος, κάτω από την πίεση του Στρατιωτικού Συνδέσμου, έπρεπε να ακολουθήσει μια πολιτική φιλικά διακείμενη προς τις Μεγάλες δυνάμεις. Ο πρώτος πίστευε πως η Ελλάδα έπρεπε να βασιστεί στις δικές της δυνάμεις κι ενέργειες όπως οι παραπάνω δεν βοηθούσαν. Χαρακτηριστικά, αναφέρει στο ημερολόγιο του: «…Ως να είμαστε προτεκτοράτο της Κεντρικής Αφρικής».
Η εμπιστοσύνη του Βενιζέλου προς το πρόσωπο του Μεταξά ήταν απεριόριστη, παρά τις διαφωνίες τους. Γι’ αυτό τον λόγο, του ανέθεσε τις διαπραγματεύσεις της κρυφής ελληνοβουλγαρικής συμμαχίας, αναλαμβάνοντας αυτή την φορά χρέη διπλωμάτη. Από το 1910 μέχρι το 1912, ο Μεταξάς κατείχε την θέση-κλειδί του υπασπιστή του Βενιζέλου, γι’ αυτό και συμμετείχε στις διαβουλεύσεις για την συμμαχία. Όταν επέστρεψε από τη Σόφια, κινήθηκε απευθείας προς την Λάρισα, καθώς ο πόλεμος μαίνονταν. Οι βαλκανικές χώρες στράφηκαν εναντίον των Οθωμανών, γεγονός που σήμανε την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων. Η συμμετοχή του σε αυτούς ήταν καταλυτικής σημασίας, καθώς η επιτυχής έκβαση του πολέμου έδειξε στην πράξη τις στρατιωτικές ικανότητες του Μεταξά.
Κατά την διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και στο πλαίσιο του Εθνικού Διχασμού, ο Μεταξάς θα σταθεί στο πλευρό του βασιλιά Κωνσταντίνου ως γερμανόφιλος και θα έρθει αντιμέτωπος με τους βενιζελικούς. Η ρήξη του με τον Βενιζέλο τον οδήγησε σε παραίτηση από το επιτελείο του στρατού και ανέλαβε ρόλο διοικητή στην Σχολή Λοχαγών. Μετά την απομάκρυνση του Βασιλιά από τον θρόνο, ο Μεταξάς ήταν από τα πρόσωπα που οδηγήθηκαν στην εξορία. Κατέφυγε στην Γαλλία και μετά στην Ιταλία, παρακολουθώντας στενά τις εξελίξεις στην Ελλάδα. Επί κυβέρνησης Δημήτριου Γούναρη, το 1920, επέστρεψε στην χώρα ως υποστράτηγος, παρακολουθώντας τα γεγονότα της Μικρασιατικής καταστροφής από μια απόσταση ως θεατής.
Το 1922 αποφάσισε να ιδρύσει το κόμμα Ελευθεροφρόνων, διαφοροποιώντας σθεναρά την θέση του από τα άλλα πολιτικά πρόσωπα της εποχής. Το κόμμα του διαλύθηκε το 1924 από τους βενιζελικούς. Το 1926 αναλαμβάνει το Υπουργείο Συγκοινωνίας επί κυβέρνησης Ζαΐμη. Το κόμμα των Ελευθεροφρόνων ανασυστάθηκε και συμμετείχε στις επόμενες εκλογές με περιορισμένες ψήφους. Εκτός αυτού, ο Μεταξάς ανέλαβε την θέση υπουργού Εσωτερικών στην κυβέρνηση Τσαλδάρη. Στις εκλογές του 1936, κανένα κόμμα δεν κατάφερε να σχηματίσει κυβέρνηση κι έτσι, διορίστηκε από τον βασιλιά ο Κωνσταντίνος Δεμερτζής, με αντιπρόεδρο και υπουργό στρατιωτικών τον Ιωάννη Μεταξά. Ο πρώτος, όμως, πέθανε ξαφνικά ένα μήνα μετά και ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ διόρισε ως πρωθυπουργό τον Μεταξά. Ο ίδιος, εκμεταλλευόμενος μια κομμουνιστική εξέγερση που είχε ξεσπάσει, επέβαλε δικτατορία, καταλύοντας τους δημοκρατικούς θεσμούς. Πολύ χαρακτηριστική είναι η φράση σε ομιλία του το 1937, «ημείς επρολάβαμεν», κάτι που αποδεικνύει ότι ο Μεταξάς πήρε την εξουσία για να μην περάσει στα χέρια των κομμουνιστών, λόγω της ασταθούς εσωτερικής κατάστασης.
Δύσκολα μπορεί να αμφισβητήσει κάποιος το γεγονός ότι ο Ιωάννης Μεταξάς αφιέρωσε την ζωή του στην πατρίδα και το ελληνικό έθνος. Ήταν βαθιά εθνιστής και αυτό φαίνεται έμπρακτα μέσα από την πορεία που ακολούθησε. Η ηθική του υπόσταση τον έκανε να γίνει αντικείμενο έντονων συζητήσεων με αμφιλεγόμενες απόψεις (απέναντι στον Βενιζέλο) και να δημιουργηθεί μία μεγάλη βιβλιογραφική παραγωγή γύρω από το όνομά του.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Πλεύρης, Κωνσταντίνος (1975), Ιωάννης Μεταξάς βιογραφία, Αθήνα: Εκδ. Κόκκινη Μηλιά
- Μεταξάς, Ιωάννης (1969), Λόγοι και Σκέψεις, Α΄ και Β΄ τόμος, Αθήνα: Εκδ. Γκοβόστη
- Σιφναίος, Παναγιώτης (1964), Μεταξάς: Το προσωπικό του ημερολόγιο, Αθήνα: Εκδ. Ίκαρος
- Μεταξάς, Ιωάννης (2007), Η ιστορία του Εθνικού Διχασμού και της Μικρασιατικής Καταστροφής, Αθήνα: Εκδ. Εκάτη