19.7 C
Athens
Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου, 2024
Αρχική1821-2021: 200 Χρόνια Ανεξαρτησίας και ΜνήμηςΟι τρόποι τιμωρίας και παραδειγματισμού της Οθωμανικής διοίκησης

Οι τρόποι τιμωρίας και παραδειγματισμού της Οθωμανικής διοίκησης


Της Ιωάννας Μπάκουλη,

Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία επικεφαλής του κρατικού μηχανισμού και της κοινωνίας ήταν, φυσικά, ο Σουλτάνος, ενώ, μέσα στα καθήκοντά του ήταν και οι δικαστικές αρμοδιότητες, όπως η τήρηση του Ιερού Νόμου. Συγκεκριμένα, η εκτελεστική εξουσία που κατείχε ο Σουλτάνος εξωτερικεύοταν με την θέσπιση οργάνων στη διοικητική του περιφέρεια, με σκοπό να εκδικάζουν υποθέσεις όπως το επέβαλλε το Κοράνι, η Σαρία και ο Κανών (Κανούν στα τουρκικά), ένα νομικό σύστημα κοσμικού τύπου, που συνυπήρχε με το θρησκευτικό δίκαιο της Σαρία. Ο θρησκευτικός νόμος έπρεπε να γίνεται δεκτός από τους υπηκόους της Αυτοκρατορίας, τους ραγιάδες (raya). Η ίδια η Σαρία, μάλιστα, είχε αναπτυχθεί από ένα συνδυασμό του Κορανίου, του Χαντίθ, των λόγων του προφήτη Μωάμεθ, της Ίμα, ή συναίνεσης των μελών της μουσουλμανικής κοινότητας, του Κίγιας, ενός συστήματος αναλογικής συλλογιστικής από το παρελθόν και των τοπικών εθίμων.

Στο οθωμανικό σύστημα δικαιοσύνης, τα εκτελεστικά όργανα της επαρχιακής διοίκησης ήταν οι πολιτικο-στρατιωτικοί, δηλαδή οι κοσμικοί, οι αξιωματούχοι και ο ιεροδικαστής, που ήταν εκπρόσωπος του μουσουλμανικού θρησκευτικο-πνευματικού κατεστημένου. Οι δύο αυτοί άξονες είχαν την δική τους αυτονομία, αλλά το εξουσιαστικό τους πεδίο ήταν οριοθετημένο.

Χριστιανοί αιχμάλωτοι οδηγούνται από Τούρκους σε σκλαβοπάζαρο, από το βιβλίο του Γιώργη Καλογεράκη “Τέσσερις Μάρτυρες”, Έκδοση Ιερού Ενοριακού Ναού Αγίων Τεσσάρων Μαρτύρων Ρεθύμνου. Πηγή εικόνας: ipy.gr

Ο ιεροδίκης ή καδής (kadi) είχε ένα βαθμό ανεξαρτησίας στο δικαιοδοτικό του έργο ως νομομαθής (ulema) που ενσάρκωνε τις κοινωνικές αντιλήψεις του Ισλάμ, όμως ήταν πάντα εξαρτημένος από την πολιτική διοίκηση. Το ιεροδικείο ασχολείτο με διοικητικές πράξεις ή παράτυπες δημοσιονομικές δραστηριότητες, καθώς ο ιεροδίκης όχι μόνο μπορούσε να απευθύνεται απευθείας στον αυτοκράτορα, αλλά και να αναλαμβάνει διαμεσολαβητικό ρόλο ανάμεσα στους ραγιάδες και στον σουλτάνο. Έδρα του ήταν ο καγάς (kaya), μια μικρή γεωγραφική ζώνη.

Όπως σε κάθε δικανικό σύστημα, έτσι και στο νομικό σύστημα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η επιβολή ποινών είχε ως σκοπό την παγίωση του αισθήματος της τάξης και της ασφάλειας, τον παραδειγματισμό της κοινωνίας και την αναμόρφωση του αδικούντος. Το Κράτος κρατούσε μια μη ανεκτική στάση απέναντι στις παρανομίες και έθετε σαφείς οδηγίες στους καδήδες να μην γίνεται ανεχτή κάθε άδικη πράξη.

Το βασανιστήριο του φάλαγγα, από το βιβλίο του Γιώργη Καλογεράκη “Τέσσερις Μάρτυρες”, Έκδοση Ιερού Ενοριακού Ναού Αγίων Τεσσάρων Μαρτύρων Ρεθύμνου. Πηγή εικόνας: ipy.gr

Η ισλαμική ποινική δικαιοσύνη ήταν αρμόδια για εγκλήματα θρησκευτικής φύσεως, απειθαρχίας προς την Υψηλή Πύλη, αλλά και για εγκλήματα μίσους. Με τη σειρά τους, αυτά χωρίζονταν σε εγκλήματα που τιμωρούνταν με βάση ανθρώπινα κριτήρια ή το Κοράνι. Τα ποινικά αδικήματα που σχετίζονται με σωματικές βλάβες κυρίως εμπίπτουν στο δίκαιο του ανθρώπου (haḳḳ adamı), με ποινές όπως η diya (στον πληθυντικό diyat) και η ḳiṣāṣ, οι οποίες επιβάλλονταν σε περιπτώσεις σωματικής βλάβης και ανθρωποκτονίας. Πρόκειται για τη χρηματική αποζημίωση ή όπως αλλιώς ονομάζεται την καταβολή του «φόρου αίματος» και την αντεκδίκηση αντίστοιχα.

Στα εγκλήματα κατά της θρησκείας, τα οποία ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα με τους κανόνες της ισλαμικής αντίληψης περί ηθικής, συμπεριλαμβάνονταν: α) οι παράνομες σεξουαλικές πράξεις-μοιχεία (zinā), β) η ψευδής κατηγορία για μοιχεία (ḳadhf), γ) η κατανάλωση αλκοόλ (shrub al-khamr), δ) η κλεψιά (sarika), ε) η ληστεία σε οδική αρτηρία (ḳaṭʽ al- ṭarīḳ) και στ) ο στασιασμός (hirābah). Σε αυτά τα παραπτώματα οι ποινές ήταν οι ḥudūd (ḥadd στον ενικό). Συγκεκριμένα, επιβάλλονταν: ο θάνατος διά λιθοβολισμού για τη (zinā), 80 μαστιγώματα (για οινοποσία και ψευδή κατηγορία για μοιχεία), η σταύρωση ή η θανάτωση με σπαθί (για ληστεία σε οδική αρτηρία που συνοδευόταν με δολοφονία), και ο ακρωτηριασμός (για ληστεία σε οδική αρτηρία χωρίς δολοφονία και την κλοπή). Η διοίκηση δεν μετέβαλλε της ποινές, παρά μόνο σε περιπτώσεις ισχυρής αμφιβολίας. Τα αδικήματα και οι ποινές που δεν εμπεριέχονται στο Κοράνι, στα ḥadīth, ή δεν αναφέρεται κάποια συγκεκριμένη ποινή, τιμωρούνταν με τις ποινές taʽzīr. Οι ποινές αυτές ήταν λίγο πιο ήπιες, αποτελούμενες από επιπλήξεις του καδή στον κατηγορούμενο, εξορία, φάλαγγα, χρηματικά πρόστιμα, αποζημιώσεις και/ή φυλάκιση. Η εξορία, ειδικότερα, είναι η ποινή που επιβαλλόταν σε αυτούς που ναι μεν είχαν πρόθεση για κλοπή ή φόνο, τραβώντας το σπαθί από το θηκάρι, αλλά τελικά δεν προβαίνουν στην τέλεση του κακουργήματος. Για μικρότερα εγκλήματα προβλεπόταν ξυλοδαρμός ή πρόστιμο.

Διαπόμπευση γυναίκας σε υποζύγιο, από το βιβλίο του Γιώργη Καλογεράκη “Τέσσερις Μάρτυρες”, Έκδοση Ιερού Ενοριακού Ναού Αγίων Τεσσάρων Μαρτύρων Ρεθύμνου. Πηγή εικόνας: ipy.gr

Όσον αφορά την εκδίκαση μιας ποινικής δίκης, ήταν αποτέλεσμα κοινοτικής ή ιδιωτικής πρωτοβουλίας και γινόταν, φυσικά, με βάση το Κοράνι. Αρχικά, τα άμεσα ενδιαφερόμενα πρόσωπα όφειλαν να ενημερώσουν τις αρχές. Στις υποθέσεις εκείνες που το αδίκημα δεν είχε θύματα, όπως η παραβίαση της ηθικής και της τάξης και η προσβολή της θρησκείας, οι ενάγοντες ήταν οι κάτοικοι της περιοχής. Έπειτα, μπορούσε να διαταχθεί από τον καδή να γίνει έρευνα επί της υποθέσεως. Μπορούσε, όμως , να γίνει και από διοικητικό υπάλληλο , όπως ο σούμπασης ή ο ίδιος ο διοικητής. Αφού ολοκληρωνόταν η έρευνα με την παρουσία αστυνομικού οργάνου και η ανάκριση των γειτόνων για τον ύποπτο, μπορούσε να ξεκινήσει η ακροαματική διαδικασία. Οι διάδικοι αντιπροσωπεύονταν από τον βεκίλη, έναν συγγενή ή ευυπόληπτο πολίτη, πράγμα που προκαλούσε εντάσεις, καθώς προσωπικά οφέλη μείωναν την αντικειμενικότητα της δίκης. Στη συνέχεια, οι διάδικοι και οι μάρτυρες κατέθεταν στο δικαστήριο. Η διαδικασία αυτή καταγραφόταν από τους υπαλλήλους του ιεροδικείου. Εκτός από τους ιεροδικαστικούς κώδικες , στην εξαγωγή της απόφασης βοηθούσαν και οι fetwa (φετφάδες), νομικές/θρησκευτικές συμβουλές/γνωμοδοτήσεις. Τέλος, αφού έβγαινε η απόφαση με βάση πάντοτε τον Ιερό Νόμο με την βοήθεια των μούφτηδων (ειδικοί στην ερμηνεία του Ιερού Νόμου), οι ακροατές (suhud ul-hal) υπέγραφαν τις αποφάσεις για την πιστοποίησή τους.

Γνωρίζοντας, ωστόσο, πως στην οριζόντια δομή της οθωμανικής κοινωνίας η διάκριση γινόταν με θρησκευτικά κριτήρια, θα πρέπει να εξετάσουμε την επιβολή ποινών και κυρώσεων ανάμεσα στους μουσουλμάνους και τους Χριστιανούς. Η ανώτερη κοινωνική τάξη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν βεβαίως οι μουσουλμάνοι. Οι κατώτερες τάξεις δεν ήταν δούλοι, αλλά οργανικό μέρος της πολυεθνικής αυτής αυτοκρατορίας (άλλωστε κάποιοι έπρεπε να πληρώνουν φόρους για τη συντήρηση του κράτους), αλλά ζούσαν καταπιεσμένα. Εκτός από την βαρύτερη φορολογία και τη μη λήψη των περισσότερων δημοσίων αξιωμάτων, η καταπίεση γινόταν εμφανής στις δικαστικές διαμάχες και στις επιβολές των ποινών.

Το βασανιστήριο του διαμελισμού με άλογα ή γαλέρες, από το βιβλίο του Γιώργη Καλογεράκη “Τέσσερις Μάρτυρες”, Έκδοση Ιερού Ενοριακού Ναού Αγίων Τεσσάρων Μαρτύρων Ρεθύμνου. Πηγή εικόνας: ipy.gr

Οι υπήκοοι της Αυτοκρατορίας όφειλαν να αποδέχονται την ανωτερότητα του Ισλάμ, έτσι σε μία αντιδικία ο μουσουλμάνος είχε τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο. Προφανώς, τα δικαστήρια ήταν στελεχωμένα από μουσουλμάνους και το δίκαιο διέφερε για τους χριστιανούς. Ήταν σκληρότερο, καθώς για αδικήματα που σε έναν μουσουλμάνο θα αναλογούσε βαριά σωματική ποινή, ο χριστιανός κινδύνευε να του καταλογιστεί θανατική ποινή. Ωστόσο, υπάρχει και η εντελώς αντίθετη άποψη πως η Σαρία αντιμετώπιζε ίσα τον κάθε υπήκοο και πως τα ιεροδικεία ήταν αντικειμενικά δομημένα.

Τον 19ο αιώνα, το οθωμανικό νομικό σύστημα υπέστη μία σημαντική αλλαγή με το Χάτι Σερίφ (Διάταγμα) του Γκιουλχανέ, το 1839 και με το Χάτι Χουμαγιούν, το 1856. Αυτή η διαδικασία του νομικού εκσυγχρονισμού μέσω μεταρρυθμίσεων έμεινε γνωστή στην Ιστορία ως «Τανζιμάτ», αποσκοπώντας στη «δίκαιη και δημόσια δίκη όλων των κατηγορουμένων ανεξαρτήτως θρησκείας», τη δημιουργία ενός συστήματος «ξεχωριστών αρμοδιοτήτων, θρησκευτικών και πολιτικών» και τη νομιμοποίηση της μαρτυρίας των μη μουσουλμάνων. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις βασίστηκαν αρκετά στα γαλλικά πρότυπα και ομαλοποίησαν το δίκαιο από το αυστηρά θεοκρατικό και απαρχαιωμένο προηγούμενο νομικό καθεστώς.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Παπασταματίου, Δημήτριος-Κοτζαγεώργης, Φωκίων (2015) Ιστορία του Νέου Ελληνισμού κατά τη διάρκεια της οθωμανικής πολιτικής κυριαρχίας, Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών «Κάλλιπος». Διαθέσιμο ΕΔΩ
  • Πεγνιόγλου, Ευμορφία (2016) Η θανατική ποινή και η θανατηφόρα βία στην οθωμανική κοινωνία με βάση οθωμανικές δικαστικές πηγές (17ος – 18ος αι.), ΑΠΘ: Φιλοσοφική σχολή, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας. Διαθέσιμο ΕΔΩ
  • Γκαρά, Ελένη- Τζεδόπουλος  Γιώργος (2015)  , Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία : Θεσμικό πλαίσιο και κοινωνικές δυναμικές, Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλίων «Κάλλιπος». Διαθέσιμο ΕΔΩ
  • Γκάρα, Ελένη-Αναστασόπουλος, Αντώνης (1999) Οθωμανικές Αντιλήψεις περί εγκλήματος και τιμωρίας, Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού. Διαθέσιμο ΕΔΩ
  • Καρδακάρη Δήμητρα (s.d.),  Ακρωτηρίαζαν, εκτελούσαν ή ανασκολόπιζαν τους ενόχους. Το οθωμανικό δίκαιο, που αν δε βρισκόταν ο ένοχος, τιμωρούσε όλη την κοινότητα. Τι διαφορά είχαν οι μουσουλμάνοι με τους χριστιανούς…Διαθέσιμο ΕΔΩ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ιωάννα Μπάκουλη
Ιωάννα Μπάκουλη
Γεννήθηκε το 2001 στην Αθήνα, με καταγωγή από την Κόρινθο. Είναι φοιτήτρια της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στον ελεύθερο χρόνο της επιλέγει την ενασχόληση με την ιστορία και την λογοτεχνία, την παρακολούθηση σεμιναρίων και τις εκδρομές.