Της Δέσποινας Βλάχου,
Το Εκουαδόρ, επίσημα η Δημοκρατία του Ισημερινού, είναι χώρα της βορειοδυτικής Νότιας Αμερικής. Συνορεύει με την Κολομβία στα βόρεια, το Περού στα ανατολικά, και βρέχεται από τον Ειρηνικό Ωκεανό στα δυτικά. Το Εκουαδόρ περιλαμβάνει επίσης τα νησιά Galápagos στον Ειρηνικό, περίπου 1.000 χιλιόμετρα δυτικά της ηπειρωτικής χώρας. Το όνομα οφείλεται στην ισπανική λέξη Ecuador που σημαίνει Ισημερινός, επειδή ο τελευταίος διέρχεται από το κράτος αυτό. Έχει έκταση 283.560 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Η πρωτεύουσα και η μεγαλύτερη πόλη είναι το Quito. Επίσης, ως χώρα συμμετέχει σε διάφορους παγκόσμιους και περιφερειακούς οργανισμούς: είναι ιδρυτικό μέλος του ΟΗΕ και συμμετέχει σε πολλά από τα εξειδικευμένα όργανά του. Είναι επίσης μέλος του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών (OAS), καθώς και πολλών περιφερειακών ομάδων, όπως η Ομάδα Ρίο, το Οικονομικό Σύστημα Λατινικής Αμερικής, ο Οργανισμός Ενέργειας της Λατινικής Αμερικής, ενώ μέχρι το 2020 ήταν μέλος του Οργανισμού Εξαγωγών Πετρελαιοπαραγωγών Χωρών.
Ο πληθυσμός του ανέρχεται στα 17,6 εκατομμύρια. Τα ισπανικά είναι η επίσημη γλώσσα του κράτους, ενώ υπάρχουν και διάφορες ισπανικές διάλεκτοι που χρησιμοποιούνται κατά τόπους. Επιπλέον, υπάρχουν και άλλες γλώσσες που χρησιμοποιούνται από τους ιθαγενείς της χώρας. Περισσότερες από 10 αυτόχθονες γλώσσες υπάρχουν στον Εκουαδόρ, και πολλές από αυτές πιθανότατα θα παραμείνουν ως μητρικές. Οι κύριες εθνοτικές ομάδες του Εκουαδόρ περιλαμβάνουν έναν αριθμό γηγενών γλωσσόφωνων πληθυσμών (“Amerindians”) και των ισπανόφωνων mestizos (άτομα «μεικτών» ιθαγενών με ευρωπαϊκή καταγωγή). Η εθνικότητα στο Εκουαδόρ θεωρείται θέμα αυτοπροσδιορισμού. Πολλοί πολίτες θεωρούν τον εαυτό τους mestizo και τείνουν να ταυτίζονται με την περιοχή γέννησης τους. Πρόσφατοι μετανάστες από ποικίλες χώρες, όπως ο Λίβανος, η Κίνα, η Κορέα, η Ιαπωνία, η Ιταλία και η Γερμανία, αποτελούν το υπόλοιπο κομμάτι της πληθυσμιακής σύστασης της χώρας. Ο πληθυσμός του Εκουαδόρ είναι, στην συντριπτική του πλειοψηφία, Ρωμαιοκαθολικός. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην εκπαίδευση και τις κοινωνικές υπηρεσίες. Ο προτεσταντισμός συνεχίζει να αναπτύσσεται ραγδαία, ιδιαίτερα μεταξύ των μειονεκτούντων.
Ο Ισημερινός έχει μια πλούσια πολιτιστική κληρονομιά. Πολλές από τις εκτάσεις που υπάγονται αυτή τη στιγμή στο Εκουαδόρ, αποτελούσαν κάποτε κομμάτι της αυτοκρατορίας των Incas, τη μεγαλύτερη πολιτική μονάδα της προκολομβιανής Αμερικής. Το Εκουαδόρ αποτελούσε μέρος της βόρειας αυτοκρατορίας των Ίνκας έως την ισπανική κατάκτηση το 1533. Το Quito έγινε έδρα της ισπανικής αποικιακής κυβέρνησης το 1563 και μέρος του Viceroyalty της Νέας Γρανάδας το 1717. Τα εδάφη του Viceroyalty – Νέα Γρανάδα (Κολομβία), Βενεζουέλα και Quito – απέκτησαν την ανεξαρτησία τους μεταξύ 1819 και 1822 και σχημάτισαν μια ομοσπονδία γνωστή ως Gran Colombia.
To Quito αποσύρθηκε από την ομοσπονδία το 1830, και μετονομάστηκε σε «Δημοκρατία του Ισημερινού». Μεταξύ 1904 και 1942, το Εκουαδόρ έχασε εδάφη σε μια σειρά συγκρούσεων με τους γείτονές του. Ένας πόλεμος στα σύνορα με το Περού, που ξέσπασε το 1995 επιλύθηκε, το 1999. Μέχρι το 2004, το Εκουαδόρ βυθίστηκε στην πολιτική αστάθεια και στις κοινωνικές συγκρούσεις. Οι συνεχείς διαμαρτυρίες στην πρωτεύουσα, συνέβαλλαν στην μεσοπρόθεσμη απομάκρυνση τριών εκ των τεσσάρων τελευταίων δημοκρατικά εκλεγμένων Προέδρων. Στα τέλη του 2008, οι πολίτες ενέκριναν ένα νέο σύνταγμα, το 20ο του Ισημερινού από τότε που απέκτησε την ανεξαρτησία του. Η τελευταία εκλογική αναμέτρηση πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 2017, οπότε και επικράτησε ο σημερινός Πρόεδρος της χώρας, Lenin Moreno.
Οικονομία:
Το Εκουαδόρ είναι μία χώρα με πολλές οικονομικές δυνατότητες. Η οικονομική ανάπτυξη έχει επικεντρωθεί κυρίως στους τομείς της γεωργίας, στους θαλάσσιους και ορυκτούς πόρους, με τη βιομηχανία να έχει πιο περιορισμένο ρόλο. Η εξόρυξη και η εξαγωγή πετρελαίου έχουν διαδραματίσει κυρίαρχο ρόλο στην οικονομία της χώρας από τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Οι πετρελαϊκοί του πόροι αντιπροσωπεύουν περίπου το ένα τρίτο των εσόδων από τις εξαγωγές της χώρας το 2017. Τα τελευταία χρόνια η οικονομία του Ισημερινού εξαρτάται ολοένα και περισσότερο από την εξαγωγή κακάο και μπανανών, εκ των οποίων ο Ισημερινός είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας στον κόσμο και εδώ και αρκετές δεκαετίες. Η χώρα εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από έντονες ανισότητες πλούτου και ευημερίας.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, το Εκουαδόρ γνώρισε τη χειρότερη οικονομική του καταστροφή. Όχι μόνο η χώρα έπρεπε να αντιμετωπίσει φυσικές καταστροφές, αλλά και η απότομη πτώση των παγκόσμιων τιμών πετρελαίου οδήγησε την οικονομία σε ελεύθερη πτώση το 1999. Το πραγματικό ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά περισσότερο από 6%, με τις ελλείψεις σε αγαθά να επιδεινώνονται σημαντικά. Η αξία του τοπικού νομίσματος μειώθηκε κατά περίπου 70% το 1999, οδηγώντας την κυβέρνηση Mahaud να υιοθετήσει το δολάριο ως επίσημο νόμισμα. Ωστόσο, ένα πραξικόπημα ανέτρεψε τον Mahaud από το αξίωμα του στις αρχές του 2000 και μετά από μια σύντομη χούντα που απέτυχε να συγκεντρώσει στρατιωτική υποστήριξη, ο Gustavo Noboa ανέλαβε την προεδρία. Η δολαριοποίηση σταθεροποίησε την οικονομία και η θετική ανάπτυξη επέστρεψε τα χρόνια που ακολούθησαν.
Η οικονομία έφτασε σε ρυθμό ανάπτυξης 6,4% το 2008, λόγω των υψηλών παγκόσμιων τιμών πετρελαίου και της αύξησης των επενδύσεων του δημόσιου τομέα. Όμως, με την πτώση των τιμών του πετρελαίου κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας ύφεσης, τον Δεκέμβριο του 2008, το Εκουαδόρ δεν ήταν σε θέση να αποπληρώνει τα τοκοχρεολύσια του δημοσίου χρέους του, το οποίο ανερχόταν περίπου 3,2 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ. Τον Μάιο του 2009, το Εκουαδόρ εξαγόρασε τα περισσότερα από τα «χρεοκοπημένα» ομόλογα του κατά μέσο όρο στο 35% της ονομαστικής τους αξίας. Η Κίνα έχει γίνει ο μεγαλύτερος ξένος δανειστής του Ισημερινού από το 2008 και τώρα αντιπροσωπεύει το 77,7% του διμερούς χρέους του Εκουαδόρ.
Διάφορες οικονομικές πολιτικές κατά την διάρκεια της διακυβέρνησης του Delgado, δημιούργησαν οικονομική αβεβαιότητα και αποθάρρυναν τις ιδιωτικές επενδύσεις. Αντιμέτωποι με το εμπορικό έλλειμμα του 2013 ύψους 1,1 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ο Ισημερινός επέβαλε δασμολογικές επιβαρύνσεις από 5% σε 45% σε περίπου 32% των εισαγωγών. Η οικονομία του Ισημερινού έπεσε σε ύφεση το 2015 και παρέμεινε σε ύφεση το 2016. Η πτώση των τιμών και των εξαγωγών πετρελαίου ανάγκασε τον Πρόεδρο Delgado να μειώσει τις κυβερνητικές δαπάνες. Οι ξένες επενδύσεις στον Ισημερινό είναι χαμηλές λόγω του ασταθούς ρυθμιστικού περιβάλλοντος και του αδύναμου κράτους δικαίου.
Τον Απρίλιο του 2016, ένας καταστροφικός σεισμός προκάλεσε τεράστιες ζημιές και οικονομικές απώλειες. Η ζημιά στην υποδομή έπληξε πολλές βιομηχανίες, όπως τον τουρισμό και την παραγωγή γαρίδας. Το συνολικό κόστος της ανάκαμψης ήταν κοντά στα 2 δισεκατομμύρια δολάρια. Για να πληρώσει για αυτό, η κυβέρνηση επέβαλε πρόσθετους φόρους κληρονομιάς, υπεραξίας και παραγωγής (ΦΠΑ). Η μεταβολή του ΑΕΠ από το 2015 έως το 2016 ήταν -1,6%, κυρίως λόγω του καταστροφικού σεισμού. Ένα χρόνο αργότερα, την εξουσία αναλαμβάνει ο Lenin Moreno, μετά από εκλογές. Η μεγαλύτερη πρόκληση που είχε να αντιμετωπίσει ήταν να επαναπροσδιορίσει τον ιδιωτικό τομέα για να βελτιώσει τις ταμειακές ροές στη χώρα. Η οικονομία του Εκουαδόρ επέστρεψε σε θετική, αλλά αργή, ανάπτυξη. Στις αρχές του 2018, η κυβέρνηση Moreno διεξήγαγε δημοψήφισμα για επτά οικονομικά και πολιτικά ζητήματα, σχετικά τη μείωση της διαφθοράς, την ενίσχυση της δημοκρατίας και την αναζωογόνηση της απασχόλησης και της οικονομίας. Το δημοψήφισμα είχε ως αποτέλεσμα την κατάργηση των φόρων που σχετίζονται με την ανάκαμψη του σεισμού καθώς και αρκετές πολιτικές μεταρρυθμίσεις.
Σε ένα γενικό πλαίσιο, το Εκουαδόρ σημείωσε σημαντικά οικονομικά και κοινωνικά οφέλη κατά την περίοδο 2001-2014, αν αναλογιστούμε ότι πρόκειται για αναπτυσσόμενη χώρα. Ο ετήσιος ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ ήταν κατά μέσο όρο 4,5% μεταξύ 2001 και 2014, πολύ υψηλότερος από τον περιφερειακό μέσο όρο του 3,3%. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 43%. Όπως διαφαίνεται και στο παρακάτω γράφημα, από την δεκαετία του 2000 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ βρίσκεται σε ανοδική πορεία. Ειδικότερα, το 2000 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν περίπου 1.445 USD, ενώ μέχρι το 2014 είχε φτάσει τα 6.124 USD. Ωστόσο, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, ο καταστροφικός σεισμός το 2016 είχε ως αποτέλεσμα μία πτώση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ, με την προσπάθεια ανάκαμψης να αποκόπτεται από την πανδημική κρίση του COVID-19.
Στον τομέα της υγείας, ενώ οι εξελίξεις στην υγειονομική περίθαλψη στο Εκουαδόρ έχουν βελτιώσει τη γενική ευημερία της χώρας, υπάρχει ακόμη ανάγκη για πρόοδο. Ιστορικά, το Εκουαδόρ αγωνίστηκε για να βρει ένα μοντέλο υγειονομικής περίθαλψης που να είναι αποτελεσματικό και διαθέσιμο σε όλους τους πολίτες. Πριν το 2006, το σύστημα υγειονομικής περίθαλψης του Εκουαδόρ είχε καταρρεύσει, λόγω της επικρατούσας πολιτικής αστάθειας. Ταυτόχρονα, η χρηματοδότηση της υγειονομικής περίθαλψης μειώθηκε σημαντικά. Το 2008, το νέο Σύνταγμα που υιοθετήθηκε αναφέρει την πρόσβαση στην υγεία ως δικαίωμα, επιτρέποντας έτσι την καθολική υγειονομική περίθαλψη για όλους, ειδικά για όσους βρίσκονται σε φτωχές περιοχές. Παράλληλα, την ίδια περίοδο, διορίστηκε νέα διοίκηση στο Υπουργείο Υγείας της χώρας, με ευθύνη για την ανάπτυξη και τη διατήρηση ενός καθολικού συστήματος δημόσιας υγείας.
Υπάρχουν 3 κύριοι τομείς υγειονομικής περίθαλψης στη χώρα: 1) το δημόσιο σύστημα υγείας, το οποίο είναι δωρεάν για όλους, 2) ένα κοινωνικό σύστημα ασφάλισης, που είναι διαθέσιμο για τους εργαζόμενους και τις οικογένειες τους, και 3) ένα ιδιωτικό σύστημα υγείας, που χρησιμοποιείται περίπου από το 3% των πολιτών. Παρόλες αυτές τις μεταρρυθμίσεις, μόνο ένα μικρό μέρος του συνολικού εθνικού προϋπολογισμού διατίθεται για τη δημόσια υγεία, γεγονός που καθιστά τις συνθήκες υγείας στις αγροτικές περιοχές να είναι αρκετά δύσκολες. Η συνεχιζόμενη έλλειψη ιατρικού προσωπικού, εξοπλισμού και φαρμάκων, έχει μειώσει τα γενικά πρότυπα για ιατρική περίθαλψη στο Εκουαδόρ. Όπως διαφαίνεται και από το παρακάτω διάγραμμα, οι συνολικές δαπάνες της κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ εμφανίζουν αυξητικές τάσεις. Για το 2018, οι συνολικές δαπάνες της κυβέρνησης για την υγεία ως ποσοστό του ΑΕΠ διαμορφώθηκαν στο 8,1%.
Όσον αφορά το ζήτημα της μόρφωσης, το δίκτυο της δημόσιας εκπαίδευσης έχει επεκταθεί σε μεγάλο βαθμό για την προώθηση του στόχου της καθολικής παιδείας. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, το εκπαιδευτικό σύστημα του Εκουαδόρ βρισκόταν σε καταστροφική κατάσταση. Το Εκουαδόρ ήταν η μόνη χώρα στη Λατινική Αμερική, όπου οι κυβερνητικές δαπάνες για την παιδεία μειώθηκαν, την περίοδο 1990-2000. Το 2006, υπήρξε καταλυτικό έτος και για τον τομέα της εκπαίδευσης, καθώς εισήχθη ένα δεκαετές πλάνο για την εκπαίδευση (“Plan Decenal de Educación”). Το πρόγραμμα αυτό περιείχε 8 στόχους-πολιτικές, με τους εξής βασικούς πυλώνες: καθολική βασική εκπαίδευση, αύξηση της εγγραφής ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στο 75%, εξάλειψη του αναλφαβητισμού, βελτίωση της εκπαίδευσης ενηλίκων, βελτίωση της υποδομής και του εξοπλισμού, βελτίωση της ποιότητας και της ισότητας της εκπαίδευσης, καθώς και μια δέσμευση για αύξηση των δαπανών για την εκπαίδευση κατά 0,5% του ΑΕΠ ετησίως.
Σήμερα, η πρωτοβάθμια εκπαίδευση είναι δωρεάν και υποχρεωτική για έξι χρόνια ξεκινώντας από την ηλικία των έξι ετών. Ο Ισημερινός έχει σημειώσει πρόοδο στη διάθεση της εκπαίδευσης σε μειονεκτούσες τάξεις και εθνοτικές ομάδες και στις γυναίκες. Τα θρησκευτικά και μη εθνικολογικά ιδιωτικά σχολεία διαδραματίζουν επίσης σημαντικό ρόλο. Ωστόσο, η αύξηση του πληθυσμού και η περιορισμένη χρηματοδότηση άσκησαν μεγάλες πιέσεις στο εκπαιδευτικό σύστημα. Μέχρι και σήμερα καταβάλλονται προσπάθειες για την προσαρμογή του προγράμματος σπουδών στην πολιτισμική πολυμορφία του Εκουαδόρ.
Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση ποικίλλει από δημόσια ιδρύματα έως ελίτ ιδιωτικά ιδρύματα, δίνοντας έμφαση στη δίγλωσση εκπαίδευση στα αγγλικά, γαλλικά ή γερμανικά. Πολλά πανεπιστήμια ειδικεύονται σε συγκεκριμένους τομείς, αν και το πανεπιστημιακό σύστημα γενικά έχει δεχτεί περιορισμένη χρηματοδότηση και έχει επηρεαστεί από την πολιτική αναταραχή. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, οι κρατικές δαπάνες για την εκπαίδευση ως ποσοστό του ΑΕΠ βρίσκονταν στο 5% για το 2015. Το υψηλότερο ποσοστό δαπανών σημειώθηκε το 1986 (6,8%), ενώ το χαμηλότερο σημειώθηκε το 2000 (1,1% του ΑΕΠ).
Τέλος, σημαντική παράμετρος για την ανάπτυξη μίας χώρας είναι και ο Δείκτης Ανθρώπινης Ανάπτυξης (HDI Index). Η τιμή του HDI για το Εκουαδόρ για το 2019 είναι 0.759, θέτοντας τη χώρα στην υψηλή κατηγορία ανθρώπινης ανάπτυξης, στην 86η από τις 189 χώρες. Μεταξύ 1990 και 2019, η τιμή HDI του Εκουαδόρ αυξήθηκε από 0.648 σε 0.779, μία αύξηση της τάξης του 20%. Μεταξύ 1990 και 2019, το προσδόκιμο ζωής του Εκουαδόρ κατά τη γέννηση αυξήθηκε κατά 8.1 έτη, τα μέσα έτη σχολικής ηλικίας αυξήθηκαν κατά 2.3 έτη και τα αναμενόμενα έτη σχολικής εκπαίδευσης αυξήθηκαν κατά 2.7 έτη.
Το HDI 2019 του Ισημερινού (0.759) είναι πάνω από το μέσο όρο των 0.753 για την ομάδα χωρών με υψηλή ανθρώπινη ανάπτυξη και κάτω του μέσου όρου 0.766 για την ομάδα χωρών της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής. Επιπλέον, το Εκουαδόρ έχει τιμή GII (Gender Inequality Index) 0.384, και βρίσκεται στην 86η θέση από τις 162 χώρες για το 2019. Στο Εκουαδόρ, το 38% των κοινοβουλευτικών εδρών κατέχουν γυναίκες και το 52.5% των ενήλικων γυναικών έχουν φτάσει τουλάχιστον σε δευτεροβάθμιο επίπεδο εκπαίδευσης σε σύγκριση με το 53.3% των ανδρών. Τέλος, σχετικά με το ζήτημα της πολυδιάστατης φτώχειας, τα πιο πρόσφατα δεδομένα για το Εκουαδόρ αναφέρονται στο 2013-2014. Στο Εκουαδόρ, το 4.6% του πληθυσμού είναι πολυδιάστατα φτωχοί ενώ περίπου το 7.6% κατατάσσονται ως ευάλωτοι στην πολυδιάστατη φτώχεια.
Εν κατακλείδι, η ιστορία της χώρας χαρακτηρίστηκε από πολιτικές και οικονομικές προκλήσεις, όπως μεγάλες περιόδους στρατιωτικής κυριαρχίας, οικονομικούς κύκλους άνθισης και αποτυχίας και αδικαιολόγητες κατανομές πλούτου. Η κρίση που προκάλεσε η πανδημία COVID-19, οδήγησε σε μια βαθιά ύφεση, με αποτέλεσμα την επάνοδο της φτώχειας. Παρά το γεγονός ότι έχει καταβάλει προσπάθειες για την εξισορρόπηση της οικονομίας του, το Εκουαδόρ πρέπει ακόμη να εξισορροπήσει τα δημόσια οικονομικά του για να αποφύγει μια μη βιώσιμη αύξηση του χρέους, ενισχύοντας παράλληλα την εμπιστοσύνη στη μακροοικονομική σταθερότητα. Τέλος, η ανάπτυξη και η δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας θα μπορούσαν να ευνοηθούν με τη συστηματική βελτίωση του επενδυτικού περιβάλλοντος.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Bruns B, Estarellas P. C., Schneider B. R., The Politics of Transforming Education in Ecuador: Confrontation and Continuity, 2006–17, διαθέσιμο εδώ
- Human Development Report 2020-Ecuador, UNDP, διαθέσιμο εδώ
- Ecuador, Britannica, διαθέσιμο εδώ
- Aldulaimi S., Mora F. E., A Primary Care System to Improve Health Care Efficiency: Lessons from Ecuador, διαθέσιμο εδώ
- World Bank, The World Bank In Ecuador, διαθέσιμο εδώ
- Moody’s Analytics, Ecuador – Economic Indicators, διαθέσιμο εδώ