Του Μάριου-Πέτρου Δελατόλα,
Ένα από τα κορυφαία θέματα της επικαιρότητας και των ημερών είναι η συζήτηση για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και η «εξίσωση» των πτυχίων από τα ιδιωτικά κολέγια με εκείνα από τα δημόσια ΑΕΙ.
Αρχικά, οφείλω να διαλύσω κάποιες φήμες περί της περιβόητης «δωρεάν» ελληνικής εκπαίδευσης. Καθένας που έχει τελειώσει πρόσφατα το λύκειο και γνωρίζει την ελληνική εκπαιδευτική πραγματικότητα μπορεί να καταλάβει πως η εκπαίδευση δεν είναι δωρεάν ούτε η εισαγωγή στο πανεπιστήμιο είναι δωρεάν. Το παραπάνω είναι, δυστυχώς, ένας από τους πιο καλοδιατηρημένους μύθους στην χώρα.
Η εκπαίδευση και εισαγωγή στο πανεπιστήμιο είναι μόνο νομικά και συνταγματικά δωρεάν. Στην πράξη έχει πληρωθεί αναδρομικά, με πολύ μεγάλο κόστος, χρηματικό και πνευματικό. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ξεκινώντας, στο λύκειο η συντριπτική πλειοψηφία των μαθητών εγγράφεται σε φροντιστήρια, τα οποία πληρώνει με σκοπό να καλύψουν τα κενά της δημόσιας εκπαίδευσης, η οποία είναι από καιρό αιχμάλωτη αναχρονιστικών πρακτικών και υπερβάλλουσας προσφοράς μαθητών για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, επειδή για κάποιον λόγο έχουμε απαξιώσει σαν χώρα τα τεχνικά επαγγέλματα. Προφανώς και υπάρχουν μαθητές που καθ’ όλη την διάρκεια των μαθητικών τους χρόνων δεν πήγαν σε φροντιστήρια, όμως, πλέον αποτελούν εξαίρεση.
Γιατί πηγαίνουν τα παιδιά στα φροντιστήρια; Ένα ερώτημα που έχει ακουστεί σε πολλές τάξεις και θρανία και είναι ώρα να απαντηθεί. Όταν με τα χρόνια, η ζήτηση των εισακτέων από τα ελληνικά ΑΕΙ παραμένει σχετικά σταθερή και η προσφορά των μαθητών που θέλουν να εισαχθούν ολοένα και μεγαλώνει, τότε είναι επόμενο το γεγονός της διαρκώς αυξανόμενης δυσκολίας των θεμάτων από την πλευρά των επιτροπών, που τα επιλέγουν, στα πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα, με σκοπό να γίνει καλύτερη διάκριση στο διάβασμα που έχουν κάνει οι υποψήφιοι σε αυτά τα μαθήματα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο οι μαθητές σιγά σιγά στράφηκαν στα φροντιστήρια, διότι οι ώρες της δημόσιας εκπαίδευσης δεν ήταν δυνατόν να καλύψουν την λεπτομέρεια που απαιτούνταν για τις πανελλαδικές εξετάσεις. Είναι αυτή η μοναδική αιτία; Προφανώς και όχι. Ανεπάρκεια του καθηγητικού προσωπικού, μειωμένη αποδοτικότητά του, που δημιουργείται λόγω της έλλειψης πραγματικής αξιολόγησης, αναχρονιστικές εκπαιδευτικές πρακτικές, υποχρηματοδότηση και άλλα πολλά έχουν συμβάλλει στην υποβάθμιση της δημόσιας -κυρίως δευτεροβάθμιας- εκπαίδευσης.
Υπό αυτό, λοιπόν, το πρίσμα, ένας υποψήφιος μπορεί να πηγαίνει φροντιστήριο από την Α’ λυκείου, επειδή έτσι θεωρεί πως θα καταφέρει να ανταπεξέλθει στις πανελλαδικές εξετάσεις. Έτσι, η οικογένειά του έχει ξοδέψει χιλιάδες ευρώ και του έχει δημιουργηθεί πιθανόν πρόβλημα άγχους από την απώλεια ποιοτικού ελεύθερου χρόνου, όπως καταγγέλλουν πολλοί υποψήφιοι μετά τις πανελλαδικές, χωρίς αυτό να συνεπάγεται ότι θα περάσει κάπου σίγουρα.
Το αν είναι σωστή ή λανθασμένη αυτή η εξέλιξη με τα φροντιστήρια, καθώς και το πώς αντιμετωπίζεται είναι θέμα που απαιτεί μεγάλη ανάλυση. Προσωπικά, το θεωρώ ως νομοτελειακό αποτέλεσμα των παραγόντων που αναφέρθηκαν παραπάνω.
Διαβάζοντας κάποιος αυτό το κείμενο μπορεί να κατάλαβε ότι προωθώ το μήνυμα οι υποψήφιοι να μην προσπαθούν να εισαχθούν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση μέσω πανελληνίων, αλλά να το επιχειρούν μόνο μέσω των κολεγίων για «σίγουρη» εισαγωγή. Ένα τέτοιο συμπέρασμα θα ήταν και λανθασμένο αλλά και επικίνδυνο για την αντίληψη που έχουμε περί των πανεπιστημίων μας. Τα περισσότερα ελληνικά πανεπιστήμια -παρά την τρομακτικής υποχρηματοδότηση που έχουν υποστεί- επιτελούν τεράστιο έργο για την κατάρτιση κορυφαίων επιστημόνων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, γεγονός που σε γενικές γραμμές αναγνωρίζεται από όλους. Ας φανταστούμε τι θα γινόταν αν υπήρχε και η πρέπουσα χρηματοδότηση.
Μέσω της εν τοις πράγμασι ισοδυναμίας ΑΕΙ και κολεγίων οι υποψήφιοι κερδίζουν μια εναλλακτική για τον δρόμο που θα θέλουν εκείνοι να ακολουθήσουν, όσον αφορά την τριτοβάθμια εκπαίδευσή τους. Ένας ακόμη μύθος, τον οποίον οφείλουμε να διαλύσουμε, είναι εκείνος της πεποίθησης ότι στα κολλέγια φοιτούν μόνο παιδιά εύπορων οικογενειών. Μάλιστα, αυτό συνήθως λέγεται και με έναν έντονα υποτιμητικό τόνο. Αξίζει να αναφέρουμε σε αυτό το σημείο πως αν θέλουν αυτές οι οικογένειες να αποφύγουν τις πανελλαδικές, θα στείλουν τα παιδιά τους να σπουδάσουν σε ιδιωτικά πανεπιστήμια και κολέγια του εξωτερικού, όπως εξάλλου γίνεται τόσο καιρό. Όσο για τις εισοδηματικές ανισότητες, είναι κάτι δεδομένο που πάντα θα υπάρχει. Μια εισοδηματικά αταξική κοινωνία κινείται στο πλαίσιο της ουτοπίας. Δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε το φαινόμενο κατά το οποίο ένας υποψήφιος που μπορεί να μην επιθυμεί να δώσει πανελλαδικές έχει τη δυνατότητα να δουλέψει, να βγάλει κάποια χρήματα και να επιλέξει να φοιτήσει σε ένα κολλέγιο, επειδή πολύ απλά δεν του ταιριάζει ο δρόμος των πανελλαδικών εξετάσεων, με σκοπό εν τέλει να μπορέσει να πραγματοποιήσει το όνειρό του.
Επιπρόσθετα, υπάρχουν πάρα πολλοί υποψήφιοι που επειδή δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στο σύστημα των πανελληνίων, λόγω άγχους και πίεσης χωρίς αυτό να αντικατοπτρίζει την προσπάθειά τους, μένουν εκτός της εκπαιδευτικής διαδικασίας ή αναγκαστικά σπουδάζουν πάνω σε ένα αντικείμενο που δεν τους εκφράζει. Αυτά τα παιδιά πλέον έχουν μία εναλλακτική, η οποία βέβαια απαιτεί χρήματα, αλλά παραμένει εναλλακτική.
Θα ήταν, πράγματι, διαφωτιστικό να γίνει μια έρευνα, όσον αφορά τα τελευταία 5 χρόνια, η οποία θα μας δείχνει των αριθμό των φοιτητών που εισήχθησαν στα κορυφαία πανεπιστημιακά τμήματα της χώρας χωρίς να έχουν πάει προηγουμένως σε φροντιστήριο. Τα αποτελέσματα πιστεύω θα δικαιώσουν πλήρως τα παραπάνω λεγόμενα και θα αποδείξουν τη φύση της ελληνικής δευτεροβάθμιας εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Θα πρέπει να αναρωτηθούμε πραγματικά αν όλοι εκείνοι που γράφουν περί δημόσιας και δωρεάν εκπαίδευσης πιστεύουν στα αλήθεια αυτά που γράφουν, θα πρέπει να αναρωτηθούμε για την εικόνα που έχουν για την εκπαιδευτική πραγματικότητα της χώρας.
Σχετικά με την εκπαιδευτική επάρκεια των κολεγίων δεν θεωρώ πως υπάρχει γενική πρακτική για όλα. Όσον αφορά τις πρακτικές διαφθοράς, πρέπει να καταλάβουμε πως υπάρχουν κάλλιστα και σε δημόσια ΑΕΙ, δεν είναι ιδιωτικό φαινόμενο. Ναι, τα κολλέγια απαιτούν χρήματα για τα δίδακτρα αλλά το ίδιο συμβαίνει για τα δημόσια πανεπιστήμια, για να γίνει η εισαγωγή μέσω των πανελλαδικών εξετάσεων, στις περισσότερες των περιπτώσεων.
Τέλος, ένας υποψήφιος ο οποίος δεν επιθυμεί να φύγει από την γενέτειρα του και την πόλη που μεγάλωσε, έχει πλέον την δυνατότητα να σπουδάσει στην περιοχή που ζει τόσο καιρό. Το κόστος πολλών οικογενειών για να στείλουν τα παιδιά τους να σπουδάσουν μπορεί πολλές φορές να φτάσει και το ύψος των διδάκτρων των κολεγίων, ακόμα και να το ξεπεράσει με επιπρόσθετο, όμως, ψυχολογικό κόστος στην πρώτη περίπτωση για πολλούς γονείς και φοιτητές.
Το κράτος, για να μπορεί να επιτελέσει σωστά τον ρόλο του, οφείλει να βελτιώσει αρκετά την δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ακόμα και με μια ολική αναδιαμόρφωση καθώς και να βελτιώσει τα πανεπιστήμια από πλευράς ασφάλειας -αναμένουμε να δούμε αν θα υπάρξουν βελτιώσεις στο συγκεκριμένο θέμα από τον Σεπτέμβριο μέσω της πανεπιστημιακής αστυνομίας- υποδομών και επάρκειας εκπαιδευτικού προσωπικού.
Τα δημόσια πανεπιστήμιά μας δεν θα απαξιωθούν από τα κολέγια, απαξιώνονταν καθημερινά -όσο ήταν ανοιχτά- από πρακτικές που δεν συνάδουν σε χώρα με κράτος δικαίου, καθώς και με την ελλιπή χρηματοδότηση που λαμβάνουν από το κεντρικό κράτος εδώ και τόσες δεκαετίες. Πρακτικές τρομοκρατίας φοιτητών για τα πολιτικά τους «πιστεύω», κλοπές, οπλοφορία, εμπόριο ναρκωτικών, τραμπουκισμοί καθηγητών και καταστροφή του εκπαιδευτικού υλικού είναι οι κυριότεροι παράγοντες υποβάθμισης των ελληνικών ΑΕΙ. Όλοι μας οφείλουμε με σύνεση και νηφαλιότητα να διακρίνουμε την πραγματική αιτία ενός προβλήματος από τον λαϊκισμό.
Η φιλελεύθερη αστική δημοκρατία και το κράτος δικαίου, όπως εκφράζεται σε όλες τις χώρες του λεγόμενου Δυτικού κόσμου, που μάλιστα αποτελεί πρότυπο και για τις υπόλοιπες, οφείλει να συμβαδίζει με πρακτικές που αυξάνουν τις επιλογές των ατόμων και ενισχύουν την άσκηση του ανταγωνισμού, όχι όμως μέσα σε ένα ανεξέλεγκτο πλαίσιο. Ναι, το κράτος με σχετικές διατάξεις οφείλει να ελέγχει την δημιουργία των κολλεγίων (υπάρχουν σχετικές διατάξεις) και να εξασφαλίζει στον βαθμό που είναι ανθρωπίνως δυνατό ότι φαινόμενα διαφθοράς θα ελαχιστοποιούνται. Το ίδιο πρόβλημα, όμως, υπάρχει και στα δημόσια ΑΕΙ και χρήζει αντιμετώπισης.
Το αν η κυβέρνηση έχει «ντιλάρει», για να χρησιμοποιήσω τη λέξη του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Αλέξη Τσίπρα, στην Βουλή είναι πραγματικά σχετικό και πολλά επιχειρήματα έχουν ακουστεί εκατέρωθεν. Αυτό που, όμως, είναι άξιο απορίας είναι αν ο ίδιος «ντίλαρε», όταν κατά την διάρκεια της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ σε πολλές προκηρύξεις θέσεων του δημοσίου τομέα η ισοδυναμία των κολλεγίων με τα δημόσια ΑΕΙ αναγνωρίστηκε κανονικά και απόφοιτοι κολεγίων μπορούσαν να κάνουν κανονικά την αίτησή τους για τις συγκεκριμένες θέσεις. Τι συνέβη τότε; Το 2019, κι ενώ πλησίαζαν οι εκλογές, με διάταξη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ οι απόφοιτοι κολεγίων αποκλείστηκαν από τις συγκεκριμένες προκηρύξεις, αλλά μόνο όσον αφορά τους εκπαιδευτικούς.
Οφείλουμε να καταλάβουμε ότι το πραγματικό πρόβλημα έγκειται στην δομή του δευτεροβάθμιου εκπαιδευτικού συστήματος που επιζητά αλλαγή καθώς και στα χρόνια προβλήματα εντός των πανεπιστημίων, που η κυβέρνηση προσπαθεί να αντιμετωπίσει. Το πρόβλημα δεν είναι τα κολέγια, δεν είναι, όμως, και η λύση, απλώς αποτελούν μια δίοδο, μια εναλλακτική. Το πραγματικό πρόβλημα είναι εδώ και όλοι μας, ως μέλη της εκπαιδευτικής κοινότητας έχουμε χρέος να καταθέσουμε προτάσεις και να γίνουμε μέρος της διαβούλευσης, με σκοπό να βρεθεί κάποια στιγμή βιώσιμη λύση, μακριά από λαϊκισμούς και αναχρονιστικές πρακτικές.