Της Μαρίας Φράγκου,
Κάθε πόλη με μακρόχρονη ιστορία έχει να διηγηθεί και μια οδυνηρή, καθοριστική εμπειρία για τον εαυτό της. Μια τέτοια πόλη, σαφώς, είναι το Λονδίνο, που όντας πλέον σε μια χώρα με οργανωμένη οικονομία και πολιτισμό, δεν έχει ξεγράψει από τη μνήμη της την καταστροφική πυρκαγιά, που ξέσπασε στο μεσαιωνικό κέντρο του Λονδίνου το 1666. Απειλώντας να κάψει τόσο τα ρωμαϊκά τείχη της πόλης όσο και την πόλη του Westminster, προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση στο μεσαιωνικό Λονδίνο των κοινωνικών ανισοτήτων και της ετοιμόρροπης δόμησης. Πώς προκλήθηκε, όμως, αυτή η πυρκαγιά και τι συνέπειες έφερε στους Άγγλους πολίτες της εποχής εκείνης;
Αρχικά, χρειάζεται να επισημανθεί πως όπως όλες οι μεσαιωνικές πόλεις έτσι και το Λονδίνο ήταν αρκετά εύφλεκτο και ετοιμόρροπο, μιας και βασικό υλικό κατασκευής των κτιρίων τους υπήρξε το άχυρο και το ξύλο. Δεδομένης αυτής της δόμησης, αλλά και της φωτιάς του 1123, που κόντεψε να κάψει ολοσχερώς το Λονδίνο, τα κεντρικά γραφεία και η διοίκηση της πόλης είχαν τοποθετηθεί στο Whitehall, δηλαδή λίγο πιο έξω από τα τείχη της πόλης. Εκτός αυτού, τα χυτήρια αλλά και τα σιδηρουργεία και οι βιοτεχνίες είχε προταθεί να απομακρυνθούν από το “London City”, ιδέα που, όμως, δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Η παράλειψη αυτή, σε συνδυασμό με τον συνωστισμό, αλλά και την πυκνοκατοικημένη δόμηση, καθιστούσε το μεσαιωνικό Λονδίνο αρκετά εκτεθειμένο στην περίπτωση μιας πυρκαγιάς.
Πράγματι, παρά την πεποίθηση των πολιτών και των αρχών πως η πόλη δεν κινδύνευε λόγω της γεωγραφικής της θέσης, δίπλα στον ποταμό Τάμεση, οι κατοικίες των πολιτών στις όχθες του ποταμού θα εμπόδιζαν αναμφισβήτητα την κατάσβεση μιας πιθανής φωτιάς. Επιπλέον, η πολιτοφυλακή, που λειτουργούσε ως αστυνομία, είχε επινοήσει ως πρόχειρη λύση την κατεδάφιση κτιρίων για να δημιουργήσει ένα τείχος εναντίον της φωτιάς. Ωστόσο, φαίνεται πως οι βρετανικές αρχές δεν συντονίστηκαν επαρκώς, ώστε να αντιμετωπίσουν επιτυχώς τον πύρινο εχθρό.
Η ασυνεννοησία των αρχών φάνηκε ήδη από το 1661, όταν ο βασιλιάς της Αγγλίας Κάρολος Β΄ ζήτησε από τον λόρδο και δήμαρχο του Λονδίνου Thomas Bloodworth να κατεδαφίσει κτίρια, ώστε να είναι προετοιμασμένοι για την αντιμετώπιση της φωτιάς. Ο δήμαρχος, όμως, δεν έδωσε καμία σημασία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, όταν ξέσπασε η φωτιά της Κυριακής 2 Σεπτεμβρίου 1666, σε ένα αρτοποιείο της οδού Patning Lane στα βόρεια της Γέφυρας του Λονδίνου, τις πρωινές ώρες, η πόλη να παλεύει απροετοίμαστη με τον επικίνδυνο εχθρό.
Πιο συγκεκριμένα, ο δήμαρχος της πόλης αποφάσισε να περιμένει πρώτα τον εντοπισμό των ιδιοκτητών και ύστερα να τα κατεδαφίσει, απόφαση που τελικά αποδείχθηκε μοιραία, μιας και χάθηκε πολύτιμος χρόνος. Η φωτιά εξαπλώθηκε ραγδαία προς τα δυτικά της πόλης. Μάλιστα, ο συγγραφέας Samuel Peeps, που δούλευε εκείνη την περίοδο στην Επιτροπή Ναυτικού, περιγράφει με λεπτομέρειες τη ραγδαία εξάπλωση των φλογών, την ισοπέδωση των ¾ του Λονδίνου εξαιτίας τους, αλλά και την παρ’ ολίγον εξάπλωση της φωτιάς ως την ανατολική πλευρά της πόλης. Ευτυχώς, κάτι τέτοιο δεν συνέβη, μιας και ο Peeps συνάντησε τον αδερφό του βασιλιά, Δούκα του York, στο Whitehall κι, εν τέλει, αποφασίστηκε η κατεδάφιση όσων κτιρίων χρειαζόταν, προκειμένου να παύσει η ανεξέλεγκτη πορεία της φωτιάς. Ωστόσο, η πυρκαγιά έληξε την Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου, έχοντας καταστρέψει στο πέρασμά της ακόμη και τον ναό του Αγίου Παύλου.
Αξίζει, ωστόσο, να εξεταστεί η φωτιά από επιστημονική σκοπιά: η φωτιά, είναι αποτέλεσμα ισχυρών και πολύπλοκων χημικών αντιδράσεων. Οι αντιδράσεις αυτές προκαλούνται από εύφλεκτα καύσιμα, οξυγόνο, αέρα και παρόμοιες ουσίες. Η κύρια χημική αντίδραση που προκαλεί την πυρκαγιά, γίνεται μεταξύ καυσίμου-οξυγόνου, πράγμα που σημαίνει πως μόνο με την εξάλειψη ενός εκ των δύο συστατικών, η φωτιά θα μπορούσε να εξαλειφθεί. Γενικά, η κατάσβεση είναι η πιο σωτήρια λύση, μιας και η φωτιά είναι ανεξέλεγκτος παράγοντας, που μπορεί να προκληθεί από ισχυρό άνεμο, και να σβήσει από μεγάλη καταιγίδα, προτού προλάβει να παρασύρει τα πάντα στο πέρασμά της.
Οι οδυνηρές συνέπειες του απρόσμενου αυτού γεγονότος δεν άργησαν να φανούν. Πλήθος κτιρίων καταστράφηκαν, η περιοχή “Fleet Street” των δυτικών προαστίων κάηκε ολοσχερώς, ενώ δεν ήταν λίγοι οι θάνατοι, αλλά και οι άστεγοι που προέκυψαν. Τέλος, δεν άργησε να ξεσπάσει δημόσια κατακραυγή εναντίον Ολλανδών και Γάλλων, που θεωρήθηκαν υπεύθυνοι της τραγωδίας, κυρίως λόγω των πολέμων που είχαν οι χώρες τους με την Αγγλία. Η εξέλιξη αυτή δεν μας κάνει ιδιαίτερη εντύπωση, αν αναλογιστεί κανείς την ανάγκη των μαζών να βρουν έναν αποδιοπομπαίο τράγο σε τέτοιες δύσκολες στιγμές, ώστε να εκτονώσουν επάνω του τον πόνο και την απόγνωσή τους. Για τον λόγο αυτό, ο βασιλιάς έβγαλε λόγο στον λαό της πόλης, τονίζοντας πως κανένας Γάλλος, Ολλανδός ή γενικά, καθολικός δεν θα ήθελε να τους προξενήσει τόση δυστυχία. Με σκοπό, μάλιστα, να κατευνάσει τη λαϊκή κατακραυγή, κάλεσε στην πόλη τον Lord Kelyng, τον αρχηγό της βρετανικής δικαιοσύνης, ώστε να επιληφθεί της υπόθεσης, εξετάζοντας μαρτυρίες, προκειμένου να αποδειχθεί πως δεν επρόκειτο για εμπρησμό.
Καταλήγοντας, η φωτιά είναι από τους ισχυρότερος εχθρούς μιας κοινωνίας, αφού μπορεί στο διάβα της να καταστρέψει, να αποδιοργανώσει και να προκαλέσει αναρίθμητες απώλειες τόσο στις κοινωνικές δομές όσο και στην ανθρώπινη επιβίωση. Μάλιστα, όταν αυτή λαμβάνει χώρα στο μεσαιωνικό Λονδίνο, που δεν έχει ακόμη οργανώσει επίσημο σύστημα πυρόσβεσης, τα πράγματα είναι ακόμη πιο επικίνδυνα για την επιβίωση και τη μετέπειτα πορεία της πόλης, που ευτυχώς σήμερα δεσπόζει σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο. Επομένως, οι αρχές κάθε πόλης οφείλουν να δίνουν μεγάλη σημασία στη δόμησή της, ώστε να μην υπάρχει ούτε ως ενδεχόμενο, η ιδέα μιας τόσο απειλητικής περιπέτειας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Μηχανή του Χρόνου, Γιατί το Λονδίνο ήταν η πιο «εύφλεκτη» πόλη του Μεσαίωνα και οι πυρκαγιές εξαφάνιζαν τις περισσότερες συνοικίες. Οι πυροσβέστες για να δημιουργήσουν αντιπυρικές ζώνες αναγκάζονταν να κατεδαφίζουν ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα… Διαθέσιμο εδώ
- Hanson, Neil (2002) The Great Fire of London, New Jersey: John Wiley and Sons
- Walter, George Bell (2016) The Great Fire of London in 1666, Endeavor Press Ltd