Του Γιώργου Γαλανάκη,
Κατά τα τελευταία χρόνια της δυναστείας των Αγγέλων και λόγω της αισχρής δημοσιονομικής πολιτικής που ακολουθούσε την περίοδο αυτή το Βυζάντιο, μερικοί από τους αριστοκράτες των επαρχιών έβρισκαν ευκαιρία να ανεξαρτητοποιηθούν και να δυναμώσουν τις ηγεμονίες τους. Το φαινόμενο αυτό έγινε περισσότερο αισθητό στην Νότια Ελλάδα και ιδίως στην Πελοπόννησο. Εκεί, ο Λέων Σγουρός μετά τον θάνατο του πατέρα του Θεοδώρου, ανέλαβε συνεχιστής του οίκου ως άρχων Ναυπλίας, έχοντας μεγαλεπήβολα σχέδια. Σύντομα, από το 1200 ως το 1204, θα εκμεταλλευόταν τις αδυναμίες επιβολής της κεντρικής εξουσίας, τις εσωτερικές έριδες στην Κωνσταντινούπολη και τους πεινασμένους για πλούτη σταυροφόρους, που θα κατευθύνονταν προς την πρωτεύουσα.
Η μέθοδος με την οποία πετύχαινε η επεκτατική πολιτική του Λέοντος δεν ήταν, όμως, η ενδεδειγμένη για να επιτευχθεί εσωτερική ειρήνη στην ηγεμονία του. Όπως και οι περισσότεροι δυνατοί, ο Σγουρός δε δίσταζε να προβεί σε υπερφορολογήσεις κατά των πιο αδύναμων κατοίκων. Έτσι, ο διανοούμενος μητροπολίτης Αθηνών, Μιχαήλ Χωνιάτης, κατηγορούσε τους δυνατούς και ολιγάρχες για αρπαγές περιουσιών και εξανδραποδισμούς περιοχών, που αποτελούσαν στρατηγικές τοποθεσίες. Χαρακτηριστικότερη περίπτωση ήταν ο Λέοντας Σγουρός, ο οποίος γρήγορα θα ανέπτυσσε έχθρα εναντίον και όποιου κληρικού δε δεχόταν να υποταχθεί στην εξουσία του. Ο Μιχαήλ Χωνιάτης, έχοντας κλασική μόρφωση, αποκαλούσε νέους «Ξέρξες» και «Τριάκοντα Τυράννους» όσους υπερφορολογούσαν τον λαό, δήθεν για χάρη του κράτους.
Από το 1197, ο Λέων με τον πατέρα του αποσπούσαν τεράστια ποσά για την κεντρική εξουσία αρχικά, αλλά και για τις προσωπικές τους φιλοδοξίες. Τις παραμονές της άλωσης της Πόλης, ο Σγουρός εφάρμοζε τα σχέδια εξάπλωσής του, κατακτώντας τις ευρύτερες περιοχές του Άργους και της Κορίνθου (μεταξύ 1202 και 1203). Ο επίσκοπος Κορίνθου είχε αναπτύξει ανταγωνισμό με τον Σγουρό και αρνούμενος να υπακούσει, αφού απώλεσε τη θέση του, τυφλώθηκε από τον Λέοντα και κατακρημνίστηκε από την Ακροναυπλία. Ο επίσκοπος Άργους επίσης υπέφερε στα χέρια του φιλόδοξου ηγεμόνα.
Έπειτα από την επιβολή του Σγουρού στη βορειοανατολική Πελοπόννησο συνέβη το δυστυχές γεγονός της πρώτης Άλωσης της Κωνσταντινούπολης. Ο άρχων Αργοναυπλίας και Κορίνθου επωφελήθηκε του κενού στην κεντρική εξουσία και προχώρησε πέρα από τον Μοριά, κατευθύνοντας τον στρατό του βορειοανατολικά, προς την Αττική. Ο Χωνιάτης, ανέμενε τις κινήσεις του Σγουρού, έχοντας προετοιμαστεί για κάθε ενδεχόμενο. Ο Σγουρός απέκλεισε τον Πειραιά με τον στόλο του και προχώρησε σε πολιορκία της ακρόπολης των Αθηνών. Ο Χωνιάτης επιχείρησε να τον μεταπείσει, καθώς το Βυζάντιο κατακερματιζόταν και ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο να γίνεται εμφύλιος, ενώ οι Σταυροφόροι επέλαυναν, κατακτώντας τα εδάφη της Ρωμανίας. Η επίθεση του Σγουρού, όμως, ήταν λυσσαλέα και ο μητροπολίτης αμυνόταν πεισματικά. Προκειμένου να μη χρονοτριβήσει, ο Σγουρός προχώρησε σε επιδρομές στην Αττική και έλυσε την πολιορκία της Αθήνας, αφού είχε ουσιαστικά κυριαρχήσει στην ευρύτερη περιοχή. Έπειτα, προχώρησε βορειότερα, προς τη Θήβα, την οποία κατέκτησε τάχιστα με αιφνιδιασμό. Ευρύτερα εδάφη ενσωμάτωσε πέραν της Βοιωτίας, στη Φωκίδα και στην Εύβοια. Ύστερα, περνώντας από τις Θερμοπύλες, πήγε στη Λάρισα, όπου και συναντήθηκε με τον φυγά αυτοκράτορα Αλέξιο Γ’ Άγγελο.
Στη θεσσαλική πόλη ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τον Αλέξιο, ο οποίος κινούμενος από πόλη σε πόλη προσπαθούσε να βρει έρεισμα για να αντεπιτεθεί στους αμφισβητίες της εξουσίας του, Δυτικούς και Βυζαντινούς. Ο Σγουρός του προσέφερε την κατάλληλη ευκαιρία κι έτσι, ο έκπτωτος αυτοκράτωρ του παραχώρησε το χέρι της κόρης του Ευδοκίας, μαζί με τον τίτλο του δεσπότη. Ο φέρων τον υψηλότατο αυτό τίτλο, αυτομάτως γινόταν και επίδοξος μνηστήρας του θρόνου, έχοντας επιπλέον την πολυπόθητη νομιμότητα της αναγνώρισης από τον αυτοκράτορα. Οι Σταυροφόροι, όμως, πλησίαζαν, για να ολοκληρώσουν το διαμελισμό της Ρωμανίας. Ο Αλέξιος δε μπορούσε να του προσφέρει τίποτα επιπλέον, κι έτσι εγκαταλείφθηκε στη Θεσσαλία, όπου και συνελήφθη στον Αλμυρό από τον στρατάρχη των Λατίνων, Βονιφάτιο.
Ανιχνεύοντας το σταυροφορικό στράτευμα, ο Λέων διαπίστωσε πως ήταν μάταιο να σταθεί στη Θεσσαλία κι έτσι, στρατοπέδευσε στις Θερμοπύλες. Εκεί αντιλήφθηκε πως δεν είχε τον χρόνο να οχυρωθεί. Έτσι, κατέληξε στην ασφαλέστερη επιλογή, όπου θα μπορούσε να προβάλλει αντίσταση και να αποκρούσει το ορμητικό σταυροφορικό ιππικό· την περιοχή της Κορίνθου. Εκεί θα μπορούσε να εφοδιάζεται επαρκώς από θάλασσα και ξηρά. Επίσης, προσδοκούσε να τους ανακόψει στον Ισθμό, όπου είχε οχυρωθεί, καθότι ο τόπος θα δυσκόλευε τους ελιγμούς και την έφοδο των Σταυροφόρων. Στον δρόμο προς την Κόρινθο, οι Σταυροφόροι καταλάμβαναν όλες τις πρόσκαιρες κτήσεις του κράτους του Σγουρού. Η τραγική φήμη των γεγονότων της Άλωσης και η άκαμπτη επέλαση του Βονιφατίου και των άλλων Λατίνων στον βόρειο και κεντρικό ελλαδικό χώρο, έκαναν τους περισσότερους από τους τοπικούς Έλληνες άρχοντες να προτιμούν την παράδοση από τον βέβαιο θάνατο μιας αντίστασης με τον ήδη παρηκμασμένο στρατό τους.
Παρά την άνωθεν διαμορφωθείσα κατάσταση, ο Λέοντας Σγουρός, όντας αποφασισμένος να κυριαρχήσει και ασυμβίβαστος, στάθηκε περισσότερο πεισματικά από κάθε άλλον μπροστά στην ορμητικότητα των Σταυροφόρων κατά τα πρώτα έτη της «Κουγκέστας». Το στράτευμά του στον Ισθμό διαλύθηκε, τρεπόμενο σε άτακτη φυγή. Ο Σγουρός, όμως, είχε καταφύγει στην Κόρινθο. Οι Λατίνοι κατέλαβαν σχετικά εύκολα και την πόλη και ο Σγουρός περιέσωσε όσους μπορούσε και κλείστηκε στον οχυρώτατο Ακροκόρινθο μαζί τους, όπου θα αντιστεκόταν μέχρις εσχάτων. Ακόμα και ο Λατίνος ιστορικός, Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος, παραδεχόταν πως ο Ακροκόρινθος μαζί με το Ναύπλιο ήταν εκ των κορυφαίων οχυρών θέσεων στον τότε κόσμο. Ο Γουλιέλμος Σαμπλίττης, που είχε αναλάβει την κατάκτηση της Πελοποννήσου, απαίτησε την παράδοση των βάσεων του Σγουρού, όμως ο Έλληνας ηγεμόνας πρόβαλε ισχυρή αντίσταση, ταλαιπωρώντας τον Σαμπλίττη. Ο τελευταίος αποφάσισε να διαιρέσει τα στρατεύματα, προκειμένου να δώσει προτεραιότητα στον αποκλεισμό του Σγουρού από την επικοινωνία με την Αργοναυπλία. Έτσι, κατέλαβε γρήγορα το φρούριο του Αγιονορίου και συνέχισε πολιορκώντας το Ναύπλιο. Το Άργος καταλήφθηκε σχετικά εύκολα από στρατιές του Βονιφατίου και του Βιλλεαρδουίνου (ανιψιού του ιστορικού).
Μόλις αντιλήφθηκε, όμως, ο Λέων πως οι Λατίνοι χώρισαν τις στρατιές τους και κατάλαβε πως μπορούσε να κάνει έφοδο, ένα χάραμα επιχείρησε να τους αιφνιδιάσει, προκαλώντας βαρύτατες απώλειες στις δυνάμεις τους. Για να δυσκολεύσουν τις νέες εξορμήσεις του Σγουρού, οι Λατίνοι έχτισαν νοτιοδυτικά του Ακροκορίνθου ένα φρούριο, σε ύψωμα, που ονόμασαν Montescovee (1205), όπου και θα κατέφευγαν σε περίπτωση νέας ορμητικής εξόδου του Λέοντος. Αδυνατώντας να καταβάλουν τον Σγουρό, οι Βιλλεαρδουίνος και Σαμπλίττης αποφάσισαν να κινηθούν προς τη Δυτική Πελοπόννησο, για να κυριεύσουν τα εύφορα εδάφη της. Ο στόχος επετεύχθη σχετικά σύντομα, αφού ακόμα και η αντίσταση του κατά τα άλλα κραταιού άρχοντα της Ηπείρου, Μιχαήλ Δούκα Κομνηνού, στη Μεσσηνία αποδείχθηκε μάταιη.
Στο μεταξύ, η πολιορκία του Ακροκορίνθου συνεχιζόταν ατελέσφορη, αφού ο Σγουρός κατόρθωνε να εφοδιάζεται τα αναγκαία από τον Μιχαήλ της Ηπείρου με πλοία, που αγκυροβολούσαν από τη Ναύπακτο στο Λέχαιο. Έτσι, καθώς οι δυνάμεις των Λατίνων εξαντλούνταν, ο Όθων ντε λα Ρος, που είχε αναλάβει τη διοίκηση των εκεί Σταυροφόρων, έχτισε έναν πύργο δίπλα σε λόφο στο Λέχαιο, αποκλείοντας το λιμάνι. Σταδιακά στον Ακροκόρινθο έλειπαν όλο και περισσότερο απαραίτητα προϊόντα, ώστε ο Σγουρός θα έχανε την κυριαρχία στην περιοχή του, η οποία περνούσε στη δικαιοδοσία του Μιχαήλ Δούκα. Ο Σγουρός, θεωρώντας πως η αντίσταση είχε αποβεί μάταιη πια, αποφάσισε από το να ζήσει την παράδοση, τον θάνατο σε μια ανέλπιστη έξοδο ή τη λιμοκτονία, να αυτοκτονήσει. Έτσι, το 1208 ιππεύοντας, έπεσε με το άλογό του από μία πλαγιά του Ακροκορίνθου, ώστε η σφοδρότατη πτώση του προκάλεσε τον ακαριαίο του θάνατο. Η προσωπικότητα του επιφανούς αυτού και ασυμβίβαστου ηγεμόνα, με την περηφάνια και τα μεγάλα οράματα για κυριαρχία, δεν ήταν δυνατόν να συμβιβαστεί με την τραγική κατάσταση, που είχε περιέλθει. Η Κόρινθος και η Αργοναυπλία, ουσιαστικά κάτω από την ηγεμονία του Μιχαήλ, θα άντεχαν για ένα μικρό χρονικό διάστημα, ώσπου παραδόθηκαν και αυτά τα μεγάλα οχυρά, ανοίγοντας τον δρόμο για ολοκληρωτική κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Λατίνους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Ακροπολίτης, Γεώργιος (2004) Χρονική Συγγραφή: Η βυζαντινή ιστορία της λατινοκρατίας (1204-1261), μτφρ. Σπύρος Η. Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη: Εκδ. Ζήτρος
- Χωνιάτης, Νικήτας (1975) Nicetae Choniatae Historia, Berlin: Corpus Fontium Historiae Byzantinae [C.F.H.B.]
- Villehardouin, Geoffroy (1955) History: Memoirs of the Crusades, transl. sir F. Marzials, London & NY: Εveryman’s Library Publishers
- Βλαχοπούλου, Φωτεινή (2002) Λέων Σγουρός, Αθήνα: Εκδ. Ηρόδοτος
- Δοανίδου, Σοφία Ι. (1989) Το πριγκιπάτο της Αχαΐας(1205-1460), Αθήνα: Εκδ. Σύλλογος προς διάδοσιν ωφέλιμων βιβλίων
- Κατσαφάνας, Δημήτρης (2003) Το πριγκιπάτο του Μορέως, Σπάρτη: Εκδ. Ιδιομορφή
- Κορδώσης, Μιχάλης (2017) Η κατάκτηση της νότιας Ελλάδας από τους Φράγκους: Ιστορικά και Τοπογραφικά προβλήματα, Αθήνα: Εκδ. Παπαδήμα
- Σαββίδης, Αλέξιος Γ. Κ. (2018) Ο κόσμος του βυζαντινού φορολογούμενου, Αθήνα: Εκδ. Κανάκη
- Συλλογικό (Νικολούδης, Ν. Γ.) (2010) Λεξικόν της Βυζαντινής Πελοποννήσου, Αθήνα: Εκδ. Μυρμιδόνες
- Miller, W. (2017) Ιστορία της Φραγκοκρατίας εν Ελλάδι (1204-1566), μτφρ. Σ. Π. Λάμπρου, Αθήνα: Εκδ. Ηρόδοτος
- Miller, William (1993) Οι Φράγκοι εν Πελοποννήσω, μτφρ. Σ. Π. Λάμπρου, Αθήνα: Εκδ. Ελεύθερη Σκέψις
- Setton, Kenneth M. (Ed.)(1969), A History of the Crusades(vol. II), THE Madison, Milwaukee, and London: University of Winconsin Press
- Setton, Kenneth M. (1975), Athens in the Middle Ages, London: Variorum Reprints