Του Χριστόφορου Σωτηρίου,
Η γεωγραφική θέση της Κρήτης ήταν τέτοια, που ήδη από την αρχαιότητα την καθιστούσε σημαντικό σταυροδρόμι εμπορικών και στρατιωτικών θαλάσσιων δρόμων. Την ελληνιστική ιστορία της Κρήτης σφράγισαν δυο σημαντικές εξελίξεις που έλαβαν χώρα στα τέλη της κλασικής εποχής: η επικράτηση των Μακεδόνων στη Μικρά Ασία και ο θάνατος του Μεγάλου Αλεξάνδρου το 323 π. Χ., καθώς και οι κοινωνικές εξελίξεις στην ίδια την Κρήτη. Λόγω αυτών των αλυσιδωτών αντιδράσεων που προϋπήρξαν, ήταν αναπόφευκτο να δημιουργηθούν νέες εξελίξεις στην κοινωνία, στο πολίτευμα, στην οικονομία και τον πολιτισμό της Κρήτης.
Οι πόλεις – κράτη της Κρήτης είχαν αντιπαραθέσεις μεταξύ τους και οι αφορμές συνήθως ήταν, οι εξής: πρώτον, τα σύνορα των πόλεων (γι’ αυτό τον λόγο δημιουργούσαν τείχη, που τους διασφάλιζαν την ασφάλεια των συνόρων τους, αλλά είχαν και συμβολική λειτουργία, καθώς θεωρούνταν ως σημάδι πολιτισμού αλλά και ως ένα στολίδι για την πόλη), και δεύτερον: ο έλεγχος των διαφόρων λιμανιών. Παρά τις συγκρούσεις που είχαν οι πόλεις μεταξύ τους, προσπαθούσαν να αυξήσουν την επικράτεια τους, και αυτό συνήθως γινόταν με μεταξύ τους επιγαμίες, αλλά συχνά αναζητούσαν βοήθεια και από δυνάμεις εκτός Κρήτης. Επίσης, η Κρήτη ήταν ένα νησί όπου οι πιο πολλές πόλεις κατά βάση ασχολούνταν με την πειρατεία για διάφορους οικονομικούς λόγους.
Οι Κρήτες μισθοφόροι, άρτια καταρτισμένοι τοξότες και περιζήτητοι για να πάρουν μέρος σε εκστρατείες, πήγαιναν στην εκστρατεία με το σκεπτικό πως, αν έπαιρναν μέρος, θα πληρώνονταν καλά. Οι μισθοφόροι που συμμετείχαν στην εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ασία κατέληξαν πειρατές, αφού ο βασιλιάς πέθανε και η εκστρατεία τέλειωσε.
Η πειρατεία ήταν ένα φαινόμενο ευρέως διαδεδομένο στη Μεσόγειο. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας της Μεσογείου υπήρχε ένας συνεχής αγώνας μεταξύ του ειρηνικού εμπορίου, που χρησιμοποιούσε τους δρόμους που προϋπήρχαν, και των πειρατών, που ανέκοπταν τις διαδρομές που έπρεπε να ακολουθεί το εμπόριο. Ένας λόγος για τον οποίο οι κάτοικοι της Μεσογείου στράφηκαν σε αυτό το επάγγελμα είναι επειδή οι ακτές της Μεσογείου είναι ιδιαιτέρως ευνοϊκές για την ανάπτυξη της πειρατείας. Μεγάλο μέρος της ακτογραμμής είναι βραχώδες και άγονο και δεν μπορεί να υποστηρίξει έναν μεγάλο πληθυσμό. Τα χαρακτηριστικά των μεσογειακών εδαφών είναι τέτοια, που κάνουν τη δουλειά του πειρατή να είναι ιδιαίτερα κερδοφόρα. Τα μικρά νησιά της Μεσογείου είχαν ιδιαιτερότητες για τους πειρατές, που τα χρησιμοποιούσαν είτε ως κρυψώνα για να πιάσουν εμπόρους, είτε ως βάση για να λεηλατήσουν την απέναντι ηπειρωτική χώρα. Η δράση των πειρατών γινόταν συνήθως τη νύχτα σε χωριά και κατοικίες κοντά στην ακτή, και, κάνοντας επιδρομές, μετέφεραν ό,τι εύρημα μπορούσαν να πάρουν. Επίσης, σε κάποια νησιά είχαν βάσεις, ώστε να έχουν σχέσεις με άλλα κράτη, που θα μπορούσαν να απασχολούν μισθοφόρους ή να χρησιμοποιούν τους πειρατές. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, οι πειρατές (παρά σε σπάνιες περιπτώσεις) δεν μπορούσαν να δουλέψουν λόγω των καιρικών συνθηκών, αλλά μπορούσαν να συντηρήσουν τα πλοία τους και να εκπαιδεύσουν πλήρωμα.
Η πειρατεία ήταν μια μορφή εργασίας, με την οποία ασχολούνταν οι Κρήτες μισθοφόροι. Σύμφωνα με τον ιστορικό de Souza, την εικόνα αυτή για τους πειρατές υποστήριξε και ίδιος ο Οδυσσέας. Ένα παράδειγμα πειρατικής πόλης είναι η Ιεράπυτνα, στο ανατολικό κομμάτι του νησιού. Στην Κρήτη, οι κάτοικοι εκπαιδεύονταν στη ναυτιλία και έτσι, γνώριζαν τους εμπορικούς δρόμους, κάτι που διευκόλυνε αυτούς που μετέπειτα έγιναν πειρατές, επειδή είχαν γνώση των δρομολογίων και των περιόδων που γίνονταν οι ανταλλαγές εμπορευμάτων, και συνεπώς, μπορούσαν να το εκμεταλλευτούν προς όφελος τους.
Οι επιπτώσεις της δράσης των πειρατών ήταν ποικίλες. Ορισμένες πόλεις έφταναν ακόμα και στο άνοιγμα αγορών και λιμανιών για να επιτρέψουν στους πειρατές να εκφορτώσουν το φορτίο τους, χωρίς οι ίδιες οι πόλεις να διατρέξουν κίνδυνο. Επίσης, χάρη στους πειρατές, τα νομίσματα της ελληνιστικής εποχής εξαπλώνονταν γοργά σε όλη την επικράτεια που κάλυπτε η ελληνιστική περίοδος και με αυτόν τον τρόπο, μπορούμε να έχουμε στη διάθεσή μας νομίσματα που απεικονίζουν τον Μέγα Αλέξανδρο και τους επιγόνους του, καθώς και ελληνικές πόλεις.
Μια άλλη δραστηριότητα με την οποία ασχολούνταν οι πειρατές ήταν το σκλαβοπάζαρο. Η δουλεία λόγω της πειρατείας ήταν αυξημένη κατά την ελληνιστική περίοδο. Εκτός από την πώληση στην αγορά, οι πειρατές είχαν μια άλλη επιλογή για κέρδος από τους αιχμαλωτισμένους ανθρώπους. Διαπραγματεύονταν λύτρα με φίλους και οικογένειες ελεύθερων ανθρώπων που είχαν συλληφθεί και οι οικογένειες, αλλά και οι φίλοι ενός συλληφθέντα πολίτη ήταν πρόθυμοι να πληρώσουν ένα πολύ μεγαλύτερο ποσό από την τιμή αγοράς.
Η πειρατεία και το δουλεμπόριο θεωρούνταν καθημερινή ασχολία, από τα τέλη του 4ου έως στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. και αυτό διατηρήθηκε για ολόκληρη την ελληνιστική ιστορία. Η ελληνιστική περίοδος γνώρισε πολλές αναταραχές με στάσεις απέναντι στη συγκεκριμένη μέθοδο απόκτησης σκλάβων. Επιπλέον, η πειρατική απόκτηση σκλάβων πλέον έπρεπε να γίνεται έξω από πόλεμους, για χάρη του προσωπικού κέρδους ή για να μην μπορούν να εμποδίσουν συμφωνίες ειρήνης. Οι πειρατές εκτιμήθηκαν τόσο για την ικανότητά τους ως ναυτικοί όσο και ως πολεμιστές. Επιπρόσθετα, τους επιτρεπόταν να ευδοκιμήσουν σε συγκρουόμενες πολιτικές και οικονομικές δυνάμεις που επιθυμούσαν να βλάψουν η μία την άλλη ή, αν ήθελαν, μπορούσαν να απασχολούνται ενεργά ως μισθοφόροι.
Στο επίπεδο των εξωτερικών σχέσεων, το νησί συνδέθηκε με ξένες δυνάμεις, δεδομένου ότι η Κρήτη απέκτησε σημαντική στρατηγική θέση στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι κρητικές πόλεις ήταν εσωστρεφείς, γιατί καθόριζαν τις επιλογές τους με βάση τα τοπικά συμφέροντα τους. Όμως, οι εξωτερικές σχέσεις ήταν μονόδρομος και έτσι, αναγκάστηκαν να στραφούν προς ξένες δυνάμεις. Μια τέτοια δύναμη ήταν οι Αιτωλοί, με τους οποίους κρητικές πόλεις συνήψαν συνθήκη ισοπολιτείας και παραχωρούσαν αμοιβαία πολιτικά δικαιώματα σε όσους πολίτες επιθυμούσαν να πολιτογραφηθούν στην ισοπολίτιδα πόλη. Οι Κρήτες και οι Αιτωλοί, πέρα από σημαντικοί μισθοφόροι, ήταν και οι πιο φημισμένοι πειρατές της ελληνιστικής περιόδου και συνεργάζονταν μεταξύ τους από τις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. κυρίως σε πειρατικές δραστηριότητες, όπως οι επιδρομές, καθώς και στην πώληση αιχμαλώτων. Οι Αιτωλοί διαδραμάτισαν ενεργό ρόλο και στον πόλεμο της Λύττου (221 – 219 π. Χ.), υποστηρίζοντας την Κνωσό. Παρά τη συνεργασία που είχαν ανάμεσα τους, δημιουργούνταν αντιπαραθέσεις για το ποιος θα κατείχε τις πιο πολλές αγορές για δούλους, ενώ οι αγορές ήταν κυρίως στην Κρήτη. Σημαντικό είναι πως οι Κρήτες αλλά και οι Αιτωλοί χρησιμοποιούνταν αποτελεσματικά από μονάρχες, για να παρενοχλούν την εξουσία και την οικονομία ενός εχθρού. Ανάμεσα σε Αιτωλούς και Κρήτες γίνονταν επιγαμίες που τους επέτρεπαν να αυξήσουν και άλλο τη δύναμη τους, αλλά και να έχουν ένα σύμμαχο σε περίπτωση που τον χρειάζονταν. Μεταξύ των δυο δυνάμεων υπήρχαν πολλές ομοιότητες. Τα κοινά των δύο δυνάμεων συνέβαλαν στην αύξηση των λαφύρων πολέμου, στο εμπόριο και στα οικονομικά κέρδη που προήλθαν από την πειρατεία.
Η νοοτροπία της επιδρομής των πειρατών είχε επίδραση από την αρχαϊκή μέχρι την ελληνιστική περίοδο και η βία θεωρούνταν ως μια φυσιολογική μέθοδος απόκτησης υλικών αγαθών και δούλων. Συνοψίζοντας, σύμφωνα με τον ιστορικό Michael Austin, η ελληνιστική περίοδος θα μπορούσε να ονομαστεί «Χρυσή Εποχή» της αρχαίας πειρατείας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Παναγιωτάκης, Ν. (1987), Κρήτη: Ιστορία και Πολιτισμός, Σύνδεσμος Δήμων & Κοινοτήτων Κρήτης.
- Austin, M. (2006), The Hellenistic World from Alexander to the Roman Conquest.
- Karafotias, A. (January 1997), Crete and International Relationships in the Hellenistic Period, Liverpool: University of Liverpool.
- Ormerod, H. A. (1997), Piracy in the Ancient World, Liverpool, The University Press of Liverpool Ltd/ London: Hodder And Stoughton Ltd.
- Spyridakis, S. V. (1992), Cretica Studies on Ancient Crete.
- De Soza, P. (1999), Piracy in the Graeco-Roman World, New York, N. Y., USA: Cambridge University Press.