Της Παναγιώτας Χριστοδουλοπούλου,
Η άφιξη του Χριστόφορου Κολόμβου στην Αμερική το 1492 σηματοδότησε την ανάδειξη μιας σειράς Ευρωπαίων εξερευνητών, οι οποίοι ήταν πεπεισμένοι πως ο «Νέος Κόσμος» διέθετε όλα αυτά που έλειπαν από την ευρωπαϊκή ήπειρο, δηλαδή κοιτάσματα χρυσού και πολύτιμα μέταλλα. Με την πάροδο των χρόνων διαφάνηκε ότι η εισβολή των Ευρωπαίων στη Νότια Αμερική είχε ως αποτέλεσμα τη σύγκρουση δύο διαμετρικά αντίθετων πολιτισμών, με τελείως διαφορετικές αξίες και ιδανικά. Παράλληλα, κατέστη φανερό ότι οι κατακτητές δεν ερμήνευαν τη μάχη αυτή ως έναν απλό αγώνα για την κυριαρχία, αλλά θεωρούσαν πως ήταν μία αποστολή με κύριο στόχο να ανακαλύψουν, εάν το άλλο άκρο του κόσμου μπορούσε να τους εξασφαλίσει τον πλούτο που η δική τους ήπειρος αδυνατούσε να τους προσφέρει.
Την περίοδο εκείνη στην Ευρώπη διαδιδόταν η φήμη ότι στη Νότια Αμερική υπήρχε το El Dorado, μία «χαμένη πόλη» γεμάτη χρυσό. Στο άκουσμα αυτής της ιστορίας, πολλοί «εξερευνητές» άρχισαν να ετοιμάζουν τα πλοία τους, προκειμένου να ανακαλύψουν αυτή τη πόλη που θα τους χάριζε πλούτο. Ο μύθος που επικρατούσε στη Νότια Αμερική σχετικά με τη «χαμένη πόλη του χρυσού», ήταν συνδεδεμένος με τους ιθαγενείς λαούς και τη φύση. Για εκείνους δεν επρόκειτο για μία περιοχή, αλλά για έναν πλούσιο κυβερνήτη, που κάθε πρωί κάλυπτε όλο του το σώμα με χρυσό και κάθε βράδυ ξεπλενόταν σε μία ιερή λίμνη.
Ύστερα από τη διεξαγωγή σχετικών ερευνών αλλά και από συνδυασμούς ιστορικών κειμένων, αποδείχθηκε ότι το «El Dorado» αφορούσε μία τελετουργία κατά την οποία ενθρονιζόταν ο νέος ηγέτης των Μουίσκα, ενός λαού που ζει στην Κολομβία ήδη από το 800 μ.Χ. έως και σήμερα. Πολλοί Ισπανοί χρονικογράφοι, που έφτασαν στη Νότια Αμερική τον 16ο αιώνα, κατέγραψαν τη συγκεκριμένη τελετουργία. Ένας από αυτούς ήταν ο Juan Rodríguez Freyle, ο οποίος στο βιβλίο του La conquista y descubrimiento del reino de la Nueva Granada, που δημοσιεύτηκε το 1636, περιγράφει το παραπάνω γεγονός. Αρχικά αναφέρει πως, όταν πέθαινε ο ηγέτης των Μουίσκα, έπρεπε να γίνει αυτή η τελετή, προκειμένου να αναδειχθεί ένας νέος αρχηγός, ο οποίος προερχόταν από τον στενό οικογενειακό κύκλο του τέως ηγέτη (συνήθως ήταν ένας ανιψιός του). Ο νέος ηγέτης της κοινότητας υποβαλλόταν σε μία μακρά διαδικασία που πραγματοποιείτο σε μία ιερή λίμνη όπως η Γκουαταβίτα στην Κεντρική Κολομβία. Εμφανιζόταν γυμνός, καλυμμένος μόνο με χρυσόσκονη και γύρω του βρίσκονταν τέσσερις ιερείς, οι οποίοι ήταν στολισμένοι με φτερά, χρυσά στέμματα και άλλα στολίδια. Ο νέος ηγέτης προσέφερε στους θεούς χρυσά αντικείμενα, σμαράγδια και άλλα πολύτιμα αγαθά ρίχνοντάς τα στη λίμνη. Η όχθη της λίμνης γέμιζε από θεατές που έπαιζαν μουσική και άναβαν φωτιές. Όταν ο ηγέτης έφτανε στο κέντρο της λίμνης, ένας από τους ιερείς ύψωνε μία σημαία σημαδεύοντας προς το πλήθος, το οποίο έκανε απόλυτη ησυχία. Εκείνη τη στιγμή όλοι ορκίζονταν πίστη και υπακοή στον νέο «χρυσό» ηγέτη.
Παρόλο που η αφήγηση του Freyle φαντάζει μυθοπλασία, αρχαιολογικές έρευνες επιβεβαιώνουν πολλά από τα παραπάνω περιστατικά, ενώ ταυτόχρονα αποδεικνύουν την ικανότητα των αρχαίων πολιτισμών της Κολομβίας να χειρίζονται και να μορφοποιούν τον χρυσό, ώστε να κατασκευάζουν κοσμήματα και άλλα αντικείμενα. Για τους Μουίσκα, ο χρυσός δεν είχε μόνο υλική σημασία αλλά και πνευματική, καθώς συνδεόταν με τις θεότητές τους αλλά ήταν και ένα μέσο διατήρησης της ισορροπίας και της αρμονίας μέσα στην κοινότητα. Σήμερα, μία μεγάλη ποσότητα χρυσού βρίσκεται στο Μουσείο Χρυσού στη Μπογκοτά (Museo del Oro), αλλά και στο Βρετανικό Μουσείο.
Ήταν δύσκολο για τους Ευρωπαίους, που έβλεπαν τον χρυσό μόνο ως μία πλουτοπαραγωγική πηγή, να κατανοήσουν ότι μία τόσο μεγάλη ποσότητα χρυσού βυθιζόταν σε μία λίμνη ή θαβόταν σε άλλα μέρη της Κολομβίας για «ιερούς σκοπούς». Δεν μπορούσαν να αντιληφθούν τη σημασία που απέδιδαν οι Μουίσκα στον χρυσό. Έτσι, λοιπόν, το 1537, ο κατακτητής Gonzalo Jiménez de Quesada, επηρεασμένος από τη φήμη για τη «χαμένη πόλη του χρυσού», συγκέντρωσε έναν στρατό που αριθμούσε 800 άνδρες και όλοι μαζί ξεκίνησαν από την Ευρώπη με σκοπό να βρουν κοιτάσματα χρυσού. Αν και κατάφεραν να φτάσουν στη γη των Μουίσκα και να εκπλαγούν από τον χρυσό και τα περίτεχνα αντικείμενα, πολλοί έχασαν τη ζωή τους στη διαδρομή και τελικά απογοητεύτηκαν, καθώς δεν βρήκαν τη «χρυσή» πόλη που περίμεναν (αφού στην πραγματικότητα ποτέ δεν υπήρξε).
Εδώ και χρόνια το ερώτημα παραμένει το ίδιο: «υπήρξε ή όχι το El Dorado;». Οι ειδικοί ύστερα από μελέτες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το El Dorado ως πόλη δεν υπήρξε στην πραγματικότητα και ότι πρόκειται απλώς για έναν μύθο. Συμπέραναν επίσης πως οι Ισπανοί κατακτητές, βλέποντας την ευχέρεια που είχαν οι Μουίσκα στη διαχείριση του χρυσού, θεώρησαν πως αυτή οφείλεται στην ύπαρξη μιας «χρυσής» πόλης, που τους προσφέρει αυτό το μέταλλο σε μεγάλες ποσότητες. Αυτό, όμως, που πράγματι υπήρξε ήταν πληθυσμοί της Κολομβίας ικανοί να δουλεύουν το χρυσό με τέτοιο τρόπο, ώστε να κατασκευάζουν οτιδήποτε επιθυμούσαν.
Εν κατακλείδι, διαφαίνεται πως το όνειρο του El Dorado, της χαμένης πόλης του χρυσού, οδήγησε πολλούς κονκισταδόρες σε άσκοπες εξερευνήσεις στα δάση και στα βουνά της Νότιας Αμερικής, που πολλές φορές δεν είχαν αίσιο τέλος. Η εύρεση του El Dorado είχε γίνει έμμονη ιδέα για τους Ευρωπαίους εξερευνητές, οι οποίοι δεν ήταν διατεθειμένοι να σταματήσουν μέχρι να πετύχουν τον στόχο τους. Αναμφισβήτητα, η συμπεριφορά των Ευρωπαίων αποδεικνύει την ακόρεστη επιθυμία του ανθρώπου να αποκτήσει όλο και περισσότερα υλικά αγαθά, αγνοώντας τις επιπτώσεις των πράξεων του.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- “La verdad detrás del mito de El Dorado” (15/01/2013), άρθρο του BBC News, . Διαθέσιμο εδώ.
- Paloma González (12/04/2021) “El Dorado: la historia detrás del mito de la ciudad perdida cubierta de oro”.Διαθέσιμο εδώ.
- Rubén Rodríguez, (23/10/2019) “¿Han encontrado El Dorado? Hallan una ciudad perdida en la selva colombiana”.Διαθέσιμο εδώ.