Του Γιώργου Πασσά,
Είναι γνωστό τοις πάσι πως η ελληνική πολιτική σκηνή διαχρονικά στραβά αρμενίζει. Ανάμεσα όμως στα ρουσφέτια, τις μικροπολιτικές και τους λαϊκισμούς, που είναι βούτυρο στο ψωμί των τόσο cult πολιτικών φιγούρων της χώρας, υπάρχει ένα ακόμα χαρακτηριστικό ιδίωμα που επιδεικνύουν συχνότατα, εξίσου σπουδαίο: το πόσο πολύ ιδεολογικά μετέωροι είναι.
Δυσκολεύομαι να κατανοήσω εάν αυτό προκύπτει από μία αδιαφορία για κάθε πολιτική, ηθική ή και άλλη επιταγή, δεδομένου κιόλας πως με περίσσεια ευθύτητα, σχεδόν με υπερηφάνεια, προωθείται αυτός ακριβώς ο ιδεολογικός και πολιτικός τυχοδιωκτισμός. Πιθανώς, από την άλλη, να είναι μία ξεκάθαρη, ντόμπρα αντιμετώπιση, μία ατόφια απόδειξη ειλικρίνειας σχετικά με το ποιόν τους. Όπως και να έχει, η έκπληξή μου με όσα βλέπω, από αφέλεια μάλλον, συνεχίζει αμείωτη. Και κυρίως γιατί μου φαίνεται κωμικό όχι μόνο το περιεχόμενο τέτοιων τοποθετήσεων, αλλά εξίσου και η δικαιολόγησή τους, στοιχεία που δημιουργούν έναν αξιοπρόσεκτο συνδυασμό που αντιβαίνει σε κάθε μορφής εντιμότητα και ηθική ακεραιότητα.
Σαφώς, αποδέχομαι απολύτως πως οι συναινέσεις είναι μονόδρομος, η από κοινού διακομματική κυβέρνηση ίσως να ήταν ένα ιδανικό σενάριο, πως ο συγκερασμός θετικών στοιχείων και ιδεολογικών τάσεων από εδώ και από εκεί αποτελεί μία καλή συνταγή για την επιδίωξη μίας κοινωνικοπολιτικής αρμονίας.
Αρνούμαι, όμως, να δεχθώ την προσχηματική ταύτιση αναγκών, την καμουφλαρισμένη εξουσιολαγνία, την αδίστακτη ισοπέδωση κάθε ιδεολογικής διαφοροποίησης χάριν μίας κάλπικης «ενότητας».
Διαβάζοντας το πρόσφατο κείμενο του πρώην υπουργού Ν. Τόσκα στην Αυγή, είδα συμπυκνωμένα σε ένα κείμενο μερικών εκατοντάδων λέξεων τα όσα πάνε λάθος στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, ίσως και παλαιότερα. Ξεκινώντας από ορισμένες μυθοπλαστικές αναφορές περί Δον Κιχώτη, συνεχίζοντας με τον Άρη, ο πρώην υπουργός δηλώνει ευθαρσώς πως αντιτίθεται, για παράδειγμα, στην εκκαθάριση της αστυνομίας από προβληματικούς εκτελεστές του νόμου, ενώ, ίσως και δίχως να το καταλαβαίνει, δημιουργεί το εξής ιδεολογικό κατασκεύασμα: στόχος είναι (για τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α.) να ξεπεράσουμε τη Ν.Δ. στις επόμενες εκλογές (προφανώς λόγω διαφωνιών ως προς τη διαχείριση των ζητημάτων και εξαιτίας σημαντικών ιδεολογικών αποκλίσεων;) και προκειμένου να το κάνουμε αυτό δεν αποδεχόμαστε απλώς, αλλά επιδιώκουμε (!) την προσέλκυση οπαδών της (ακρο)δεξιάς, ακόμα και αν αυτοί είναι «συντηρητικοί, θρησκευόμενοι, εθνικιστές». Και, λες και ουδεμία σχέση ή αλληλεπίδραση εντοπίζεται μεταξύ ανάγκης–ιδεολογικής τοποθέτησης, «δεν θα υιοθετήσουμε τις απόψεις τους, θα υιοθετήσουμε και θα στηρίξουμε, όμως, τις ανάγκες τους». Εντυπωσιακό.
Με τέτοιες τοποθετήσεις το δίλημμα: «προτιμώ να παραμείνω στην άγνοια ή να μάθω την αλήθεια, όσο ανησυχητική και αν είναι αυτή;», αποκτά νέα διάσταση. Εύλογα μπορεί να αναρωτηθεί κανείς, πώς μπορείς να ελπίζεις σε ταύτιση λόγων και έργων από κάποιους οι οποίοι είναι διατεθειμένοι να απαρνηθούν όλο τους το ιδεολογικό είναι, όλα όσα δηλαδή τους κάνουν αυτό που (λένε ότι) είναι; Μιας και, κακά τα ψέματα, μόνο κάποιος παράλογος θα θεωρούσε πως, όντας ο ίδιος αριστερός ή κεντροαριστερός, θα βρει ευκολότερα κοινό τόπο με κάποιον εθνικιστή ή/και ακροδεξιό. Ή ίσως ολωσδιόλου παράλογος, αλλά απολύτως λογικός και μεθοδικός, απλώς με διαφορετική ιεράρχηση των προτεραιότητών του. Με κορυφαία όλων την αρχή «ψήφος να ‘ναι κι ό,τι να ‘ναι», επειδή ακριβώς όσο και αν παρουσιάζει εαυτόν ως ειλικρινή, ιδεολόγο, προοδευτικό, Μεσσία κ.ο.κ., ο στόχος είναι μονάχα ένας και απίστευτα ρηχός, όπως και απεχθής, για να διατυμπανίζεται ευθαρσώς: η κατάληψη της εξουσίας. Και αυτή ως αυτοσκοπός. Αλλά, επαναλαμβάνω, αφελής η έκπληξή μου. Ούτως ή άλλως, είμαστε θεατές ενός έργου που ανεβαίνει πάνω κάτω ίδιο και απαράλλαχτο τα τελευταία έτη. Απλώς άλλοτε ως τραγωδία, άλλοτε ως κωμωδία, άλλοτε ως επιστημονικής φαντασίας.
Πάντως, για να αποδίδουμε Caesari quae sunt Caesaris, συμφωνώ απολύτως με μία πρόταση του γράφοντος, κατόπιν βέβαια μίας βολικής, πλην απαραίτητης, αποκοπής από το υπόλοιπο νόημα και περιεχόμενο: «η ιδιοτέλεια γίνεται άμεσα αντιληπτή».