Της Μαρίας Μπουλιέρη,
Η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων αποτελεί μία από τις ιδρυτικές αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είναι μία από τις τέσσερις βασικές ελευθερίες των πολιτών στο πλαίσιο της ενιαίας αγοράς, δηλαδή την ελευθερία κυκλοφορίας εργαζομένων, εμπορευμάτων, κεφαλαίων και υπηρεσιών. Συγκεκριμένα το άρθρο 45 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις πρώτες δύο παραγράφους του ορίζει ότι «εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων εντός της Ένωσης» και ότι «η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων συνεπάγεται την κατάργηση κάθε διακρίσεως λόγω ιθαγενείας μεταξύ των εργαζομένων των κρατών μελών, όσον αφορά την απασχόληση, την αμοιβή και τους άλλους όρους εργασίας.»
Οι πολίτες δηλαδή της Ευρωπαϊκής Ένωσης απολαμβάνουν την ελευθερία μετακίνησης, διαμονής και εργασίας σε άλλο κράτος μέλος της ένωσης, πάντα υπό το πρίσμα της ίσης μεταχείρισής τους με ημεδαπούς εργαζομένους. Τα δικαιώματα αυτά δεν τα απολαμβάνουν, όμως, μόνο οι εργαζόμενοι, αλλά και τα μέλη της οικογένειάς τους. Η Ένωση, αναγνωρίζοντας τον πρωταρχικό ρόλο και αξία της οικογένειας, δίνει το δικαίωμα στον/στη σύζυγο, τους κατιόντες κάτω των 21 ετών ή τα συντηρούμενα παιδιά και στους συντηρούμενους ανιόντες πχ γονείς, αλλά πλέον και στον/στη σύντροφο με σύμφωνο συμβίωσης (εφόσον αναγνωρίζεται η ισοδυναμία του με το γάμο από την χώρα υποδοχής) του εργαζομένου, ακόμα και αν προέρχονται από χώρες εκτός ΕΕ, το δικαίωμα διαμονής στην ίδια χώρα με τον εργαζόμενο.
Για τους πρώτους τρεις μήνες, κάθε πολίτης της ΕΕ έχει δικαίωμα διαμονής στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους χωρίς καμία προϋπόθεση πέρα από την κατοχή ταυτότητας ή διαβατηρίου εν ισχύι. Έχει δικαίωμα να αποδέχεται τυχόν προσφορά εργασίας, να κινείται ελεύθερα εντός της χώρας, να διαμένει με σκοπό την εργασία, αλλά και την αναζήτηση αυτής. Για την αναζήτηση, μάλιστα, εργασίας όταν έχει «πραγματικές πιθανότητες» εύρεσης, μπορεί να παρατείνει τη διαμονή του στους έξι μήνες, χωρίς καμία άλλη προϋπόθεση.
Προϋποθέσεις αρχίζουν να επιβάλλονται για περιόδους άνω των τριών μηνών και συγκεκριμένα σε όσους δεν είναι μισθωτοί ή αυτοαπασχολούμενοι. Αυτοί θα πρέπει να διαθέτουν ασφάλεια υγείας και επαρκείς πόρους για να διαμείνουν, ώστε να μην επιβαρύνουν το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής. Έπειτα από πέντε συνεχή έτη νόμιμης διαμονής, ο πολίτης της ΕΕ-εργαζόμενος έχει επίσης το δικαίωμα να αποκτήσει βεβαίωση μόνιμης διαμονής στο εν λόγω κράτος μέλος.
Το δικαίωμα της ίσης μεταχείρισης περιλαμβάνει την ισότητα σε σχέση με τα κοινωνικά και φορολογικά πλεονεκτήματα των πολιτών της ΕΕ που εργάζονται σε άλλο κράτος μέλος με τους ημεδαπούς εργαζομένους, την ίση μεταχείριση ως προς την άσκηση των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, την ίση πρόσβαση στη στέγαση, την παροχή όμοιας βοήθειας από την εθνική υπηρεσία εύρεσης εργασίας, την οποία απολαμβάνουν και οι πολίτες του κράτους μέλους υποδοχής. Επιπλέον, απαγορεύεται στα κράτη μέλη να εφαρμόζουν διακριτικές πρακτικές, όπως για παράδειγμα να προσφέρουν εργασία μόνο σε υπηκόους τους ή να θέτουν ως προϋπόθεση για την κάλυψη της θέσης την γνώση της γλώσσας σε επίπεδο που υπερβαίνει το εύλογο για αυτή τη θέση. Είναι λογικό για τη θέση του δασκάλου να απαιτείται ο άψογος χειρισμός της γλώσσας του κράτους υποδοχής, ωστόσο, το ίδιο δεν συμβαίνει και με τη θέση ενός προγραμματιστή.
Το άρθρο 45 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο οποίο κατοχυρώνεται η ελευθερία μετακίνησης των εργαζομένων, προβλέπει επίσης και τους εξαιρετικούς λόγους περιορισμού της ελευθερίας αυτής, οι οποίοι είναι οι ακόλουθοι: λόγοι δημοσίας τάξεως, λόγοι δημοσίας ασφαλείας και λόγοι δημοσίας υγείας. Έτσι, τα κράτη μέλη να αρνηθούν σε υπήκοο της ΕΕ την είσοδο ή τη διαμονή στο έδαφός τους, εφόσον θεμελιώσουν την απόφασή τους αυτή σε κάποιον από τους παραπάνω λόγους.
Εκτός όμως από τους λόγους αυτούς που προβλέπονται από τη Συνθήκη, περιορισμοί επιβλήθηκαν εκ των πραγμάτων, λόγω της πανδημίας COVID-19, η οποία έπληξε την ΕΕ στις αρχές του 2020. Οι εργαζόμενοι κατά το διάστημα αυτό αντιμετώπισαν και συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν περιορισμούς στην ελεύθερη κυκλοφορία τους μεταξύ των κρατών μελών και σοβαρά προβλήματα μετεγκατάστασης και υπόκεινται συχνά σε συνοριακούς ελέγχους. Τον Οκτώβριο του 2020, το Συμβούλιο εξέδωσε σύσταση που μεταξύ άλλων προέβλεπε ότι εργαζόμενοι σε θέσεις κρίσιμης σημασίας δεν θα πρέπει να υπόκεινται σε καραντίνα, ωστόσο, λόγω των νέων μεταλλάξεων τον Ιανουάριο του 2021, η Επιτροπή πρότεινε επικαιροποίηση της σύστασης αυτής, θέτοντας επί τάπητος αυστηρότερα μέτρα, όπως υποχρεωτική καραντίνα ακόμα και για ορισμένες κατηγορίες βασικών εργαζομένων που ταξιδεύουν από «σκούρες κόκκινες».
Έτσι, ενώ η ελευθερία μετακίνησης των εργαζομένων και των οικογενειών τους, αλλά και η ίση μεταχείρισή τους με τους ημεδαπούς εργαζομένους είναι κατοχυρωμένα δικαιώματα, που υπόκεινται εκ του νόμου σε πολύ αυστηρούς περιορισμούς, η πανδημία έχει φέρει κυριολεκτικά τα πάνω κάτω σε ότι αφορά τη μετακίνηση των εργαζομένων-πολιτών της ΕΕ σε άλλα κράτη μέλη. Ελπίζουμε όλοι αυτή η κατάσταση να βελτιωθεί σύντομα και να μπορούμε πλέον να ταξιδεύσουμε και να εργαστούμε ελεύθερα σε όποιο κράτος μέλος επιθυμούμε, χωρίς επιπλέον περιορισμούς.
Ενδεικτικές Πηγές
- ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ, διπλωματική της Χρυσάφη – Βακλαβά Ελένης, Ιανουάριος 2011, διαθέσιμη εδώ
- Free Movement of Workers, EU Citizenship and Access to Social Advantages, Maastricht Journal of European and Comparative Law, Vol. 14, No. 4, pp. 343-360, 2007, διαθέσιμο εδώ