Της Κωνσταντίνας Καλλέργη,
Ήταν 30 Οκτωβρίου του 1896, όταν γεννήθηκε στην Τρίπολη το δεύτερο παιδί της οικογένειας του Γεώργιου Καρυωτάκη και της Κατερίνας Σκάγιαννη· ο Κώστας Καρυωτάκης (Τάκης, όπως ήταν το χαϊδευτικό του), θα γινόταν μία από τις σημαντικότερες μορφές της σύγχρονης λυρικής ποίησης, εισάγοντας, με το προσωπικό στυλ του στην ποιητική, στοιχεία που θα σηματοδοτούσαν την έναρξη του ρεύματος του μοντερνισμού και θα επηρέαζαν τις επόμενες γενιές ποιητών.
Οι «περιπλανήσεις» κι οι συνεχείς μετακινήσεις, αποτελούσαν από νωρίς ένα μέρος της ζωής του Καρυωτάκη, καθώς λόγω της εργασίας του πατέρα του ως νομομηχανικού, αλλά και της πολιτικής αστάθειας που χαρακτήριζε τη χώρα εκείνα τα χρόνια, οι μεταθέσεις ήταν συχνό φαινόμενο. Ο ίδιος, είχε από νεαρή κιόλας ηλικία, εκφράσει κάποιες καλλιτεχνικές ανησυχίες, αφ’ ενός με τη ζωγραφική –ένα χόμπι που δεν εγκατέλειψε ως και το τέλος της ζωής του– κι αφ’ ετέρου με τη συγγραφή, δημοσιεύοντας κάποια ποιήματα αλλά και πεζογραφήματα, σε παιδικά περιοδικά και λογοτεχνικούς διαγωνισμούς.
Η θάλασσα εφούσκωσε κι εθέριεψε το κύμα,
στο πεζοδρόμι η βροχή χτυπάει ρυθμικά
και του διαβάτη βιαστικό ακούγεται το βήμα.
Σε μία από τις πολλές μεταθέσεις του πατέρα του, στην Κρήτη, όπου η οικογένεια παρέμεινε για τουλάχιστον δύο χρόνια, ο 17χρονος τότε Κώστας Καρυωτάκης, ερωτεύεται την Άννα Σκορδύλη, ο δεσμός του με την οποία, αλλά κι η άδοξη κατάληξή του, θα επηρεάσουν τον ψυχισμό του αλλά και τον τρόπο διαχείρισης της ερωτικής του ζωής στο μέλλον.
Σε ηλικία 18 χρονών, ο Καρυωτάκης ξεκινά να φοιτά στη Νομική Σχολή Αθηνών, ενώ παράλληλα εξακολουθεί να ασχολείται με τη συγγραφή και να δημοσιεύει ποιήματά του σε περιοδικά κι εφημερίδες, ώσπου το 1919, εκδίδει την πρώτη ποιητική του συλλογή, με τίτλο «Ο πόνος του ανθρώπου και των πραμάτων», την οποία η λογοτεχνική κοινότητα δεν υποδέχτηκε με ιδιαίτερα καλές κριτικές. Αδυνατώντας να εξασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου, και μετά την απαλλαγή του από τα στρατιωτικά του καθήκοντα, για λόγους υγείας, διορίστηκε τελικά ως δημόσιος υπάλληλος, με τη γραφειοκρατία και τις μεταθέσεις από τη μία υπηρεσία στην άλλη, να ενισχύουν την άποψή του για την κενότητα και την υποκρισία της κοινωνίας, την οποία ειρωνευόταν συνεχώς μέσα από τα γραπτά του. Χαρακτηριστικό τέτοιο εγχείρημα ήταν και το σατυρικό περιοδικό «Γάμπα», το οποίο εξέδωσε παρέα με φίλους του και γράφοντας με ψευδώνυμο, η κυκλοφορία του οποίου απαγορεύτηκε, έπειτα από έξι τεύχη.
Μαυροντυμένοι απόψε, φίλοι ωχροί,
ελάτε στο δικό μου περιβόλι,
μ’ έναν παλμό το βράδυ το βαρύ
για ναν το ζήσουμ’ όλοι.
Μέσα στη σκληρή πραγματικότητα της εποχής που ζούσε και μεγάλωσε –τους Βαλκανικούς πολέμους, το εθνικιστικό κίνημα, τη Μεγάλη Ιδέα, τη Μικρασιατική καταστροφή– και σε συνδυασμό με την ανιαρή καθημερινή του ζωή και τη δυσαρέσκειά του από την εργασία του, ο Καρυωτάκης έβρισκε στην ποίηση το καταφύγιο που χρειαζόταν, ένα μέρος όπου δεν υπήρχε λόγος να υποκρίνεται και μπορούσε να εκφράζει την καυστική του αποστροφή για την κοινωνία και την υποκρισία της. Ο Καρυωτάκης και οι σύγχρονοί του, διαφοροποιήθηκαν από τους προδρόμους τους στην ποίηση, και δε θέλησαν να υψώσουν και να κολακεύσουν κανένα εθνικό αίσθημα, «συνέθεσαν ποιήματα απαισιοδοξίας και ήττας σε μια εποχή εθνικής έξαρσης και νικηφόρων Βαλκανικών πολέμων […] Οι ποιητές που κάνουν την εμφάνισή τους ανάμεσα στα 1910 και στα 1920 χωρίς να έχουν απόλυτη ομοιογένεια εμφανίζουν κοινά γνωρίσματα ώστε να δημιουργούν σχολή: την αθηναϊκή σχολή του νεορομαντισμού και του νεοσυμβολισμού» (Σεφεριάδου, 2018).
Με το βάρος της ιστορίας στους ώμους τους, οι ποιητές αυτοί θέλησαν «να ταράξουν την ορθοδοξία της παράδοσης, ανακατεύοντας τα μέτρα και τους ρυθμούς, σπάζοντας την ως εκείνη τη στιγμή λογοκρατική αντίληψη και προετοιμάζοντας έτσι το έδαφος για τις νέες τάσεις και τη μεγάλη στροφή που έμελλε ν’ ακολουθήσει» (Στεργιόπουλος, 1980). Στο πλαίσιο αυτό, και ο Καρυωτάκης ενέταξε στην ποίησή του στοιχεία νεωτερικά –από επικριτές του θεωρούμενα και ως αντιποιητικά– και έστρεψε την προσοχή της ποιητικής του, από τη «μεγαλειότητα» του εθνικισμού και της ανάπτυξης ισχυρής εθνικής ταυτότητας, στη «μικρότητα» της ανθρώπινης ζωής και της κοινωνίας, της ευαλωτότητας της ανθρώπινης ύπαρξης, μπροστά σε όλα εκείνα τα «μεγάλα», που την ξεπερνούν.
Η δεύτερη ποιητική συλλογή του, «Νηπενθή», εκδόθηκε το 1921, με φανερή την επιρροή του Καρυωτάκη από τους «καταραμένους ποιητές» και το στοιχείο της μελαγχολίας στην ποίησή του, η οποία είχε πλέον αρχίσει να συζητιέται περισσότερο και να κερδίζει την εκτίμηση κάποιων ομοτέχνων του.
Δικά μου οι Στίχοι, απ’ το αίμα μου, παιδιά,
Μιλούνε, μα τα λόγια σαν κομμάτια
τα δίνω από την ίδια μου καρδιά,
σα δάκρυα τους τα δίνω από τα μάτια.
Ένα χρόνο αργότερα, με το διορισμό του στη νομαρχία Αττικής, γνωρίζει και ερωτεύεται τη συνάδελφό του, και επίσης ποιήτρια, Μαρία Πολυδούρη. Ο Καρυωτάκης, μετά την απογοήτευσή του από το δεσμό του με την Άννα Σκορδύλη, ήταν αμήχανος και διστακτικός στην ερωτική του ζωή -ένα αίσθημα που ξόρκιζε με τις τακτικές συνευρέσεις του με «κοινές γυναίκες», με τις οποίες ένιωθε πως δεν εκτιθόταν συναισθηματικά- ενώ και η σχέση του με τη Μαρία Πολυδούρη δεν έτυχε πολύ καλύτερης μοίρας από τον εφηβικό του έρωτα. Το καλοκαίρι του ’22, ο Καρυωτάκης μαθαίνει πως πάσχει από σύφιλη και ζητά από την Πολυδούρη να διακόψουν τις επαφές τους. Όταν της εκμυστηρεύεται το λόγο κι εκείνη δηλώνει πρόθυμη να τον παντρευτεί, χωρίς να αποκτήσουν παιδιά, η περηφάνια του Καρυωτάκη δεν του επιτρέπει να καταδικάσει τη γυναίκα που αγαπά σε συμβίωση με έναν άνθρωπο του οποίου η κατάσταση θα γίνεται στο εξής μόνο χειρότερη.
Ο έρωτας και η σύντομη, αλλά δυνατή, σχέση των δύο νέων, σημάδεψε όχι μόνο τη ζωή, αλλά και την ποίησή τους· στα ποιήματα και τις συλλογές και των δύο, συναντάμε το στοιχείο της μελαγχολίας, της απαισιοδοξίας, αλλά και της απογοήτευσης για τον ανεκπλήρωτο έρωτά τους, ενώ η καλλιτεχνική δημιουργία του ενός είναι για χρόνια συνδεδεμένη με αυτήν του άλλου. Στην τελευταία, μάλιστα, συλλογή του, «Ελεγεία και Σάτιρες», που κυκλοφόρησε το 1927, ο Καρυωτάκης αφιερώνει ένα ποίημα στην πάσχουσα από φυματίωση τότε, παλιά του αγαπημένη.
Ένα σπιτάκι απόμερο, στο δείλι, στον ελαιώνα,
μια καμαρούλα φτωχική, μια βαθειά πολυθρόνα,
μια κόρη που στοχαστικά τον ουρανό κοιτάει,
ω, μια ζωή που χάνεται και με τον ήλιο πάει!
Η ασθένειά του, πέρα από τη σχέση του με την Πολυδούρη, επηρέασε κι όλη τη ζωή και την καθημερινότητά του, αλλά και την καλλιτεχνική του δημιουργία. Λόγω του ανίατου της ασθένειάς του εκείνη την εποχή, αλλά και του μεγάλου κοινωνικού στίγματος που σημάδευε τους συφιλιδικούς, ο Καρυωτάκης γίνεται ακόμα πιο μελαγχολικός με τον καιρό, αντικρίζοντας τη ματαιότητα στην οποία είναι καταδικασμένος, αφού, πέρα από την ποίηση -«το μόνο καταφύγιο που φθονούμε»- δε βρίσκει ενδιαφέρον σε τίποτα άλλο, καθώς η δουλειά του τον δυσαρεστεί όλο και περισσότερο με τα χρόνια, ενώ η προσωπική του ζωή περιορίζεται στη συντροφιά λιγοστών φίλων, σε μερικά ταξίδια και στις τακτικές επισκέψεις του στα «καφέ σαντάν» και τα διάφορα «σπίτια» που λειτουργούσαν στην Αθήνα αλλά και σε άλλες περιοχές.
Η σχέση του Καρυωτάκη με τις λεγόμενες «κοινές» γυναίκες, ήταν ιδιαίτερη καθώς από νεαρή κιόλας ηλικία κατέφευγε στις «υπηρεσίες» τους, και συχνά τις προσέγγιζε με ένα ενδιαφέρον, με μια ρομαντική περιέργεια για όλα αυτά τα πλάσματα που χάριζαν την αγκαλιά τους σε πολλούς νέους της εποχής, τις «δουλεύτρες της αμαρτίας», όπως της αποκαλούσε, που συχνά αποτελούσαν και πηγή έμπνευσης για τα ποιήματά του. Κοντά τους ένιωθε ότι μπορούσε να είναι ένας άλλος άνθρωπος, διαφορετικός απ’ ό,τι προσδοκούσε η κοινωνία για έναν νέο της τάξης του, της μόρφωσής του, του επαγγέλματός του, κι εξακολούθησε να αποζητά τις υπηρεσίες τους και μετά τη διάγνωσή του με σύφιλη, αγνοώντας πως ο τρόπος ζωής του θα γινόταν πάτημα για σφοδρή κριτική εναντίον του. Το 1923, δημοσιεύει το «Τραγούδι παραφροσύνης», γνωστό πλέον με τον τίτλο «Ωχρά Σπειροχαίτη», με τον οποίο και συμπεριλήφθηκε στην τελευταία συλλογή του, κι αποτελεί ως και σήμερα την πιο ανοιχτή παραδοχή του ποιητή για την κατάστασή του.
…Κι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίλη,
στο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος, όταν,
γελώντας αινιγματικά, μας έδινε τα χείλη
κι έβλεπε το ενδεχόμενο, την άβυσσο που ερχόταν.
Η συνδικαλιστική δράση του στην υπηρεσία του, τον καθιστούσε ενοχλητικό για κάποιους ανώτερούς του, ενώ με βάση τη ζωή του και τη συνήθειά του να επισκέπτεται τα πορνεία, λέγεται πως είχαν σχηματιστεί εναντίον του κατηγορίες για μαστροπεία. Ο χαρακτηρισμός του ως «ανεπιθύμητου» στην υπηρεσία, αλλά και η απροθυμία του να αφιερωθεί σε μια δουλειά που περιφρονούσε, οδηγούσε σε συνεχείς μεταθέσεις, με τελευταία αυτή στην κωμόπολη της Πρέβεζας, όπου –από αλληλογραφία με φίλους και οικογένεια– φαίνεται πως ο ποιητής ένιωθε απελπισμένος μέσα στα στενά πλαίσια του συντηρητισμού και της μικρότητας της τοπικής κοινωνίας.
Το μεσημέρι της 21ης Ιουλίου 1928, σε ηλικία 32 ετών, ο Κώστας Καρυωτάκης, κάθισε σε ένα παραλιακό καφενείο της περιοχής, όπου, αφού ήπιε μια βυσσινάδα, ζήτησε μολύβι και χαρτί για να γράψει την τελευταία επιστολή της ζωής του, η οποία βρέθηκε στην τσέπη του σακακιού του αργότερα, όταν εντοπίστηκε νεκρός στο Βαθύ της Μαργαρώνας, έχοντας πυροβολήσει τον εαυτό του στην καρδιά, με ένα πιστόλι που είχε αγοράσει την προηγούμενη μέρα.
Στο σημείο της αυτοκτονίας του, τοποθετήθηκε αργότερα μαρμάρινη επιγραφή, ενώ η κωμόπολη της Πρέβεζας εν γένει, έχει συνδεθεί με τον ποιητή, καθώς είναι ο τόπος όπου έζησε το τελευταίο διάστημα της ζωής του, κι έγραψε κάποιες απ’ τις τελευταίες συμβολές του έργου.
Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία…
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.
Ο θάνατος του ποιητή δημιούργησε πολλά ερωτηματικά, σχετικά με τα κίνητρά του και τους λόγους που τον οδήγησαν στην αυτοκτονία, αν και ως επικρατέστερη παρουσιάζεται η εκδοχή ο ποιητής να ήθελε να γλιτώσει από το σταδιακό εκφυλισμό της νόσου του, που θα οδηγούσε στον εγκλεισμό του σε κάποια ψυχιατρική κλινική. Η ζωή του και το ύφος της ποίησής του ενέπνευσαν το ρεύμα του «Καρυωτακισμού» που επηρέασε πολλούς μεταγενέστερους ποιητές και καθόρισε τον χαρακτήρα της νεότερης ελληνικής ποίησης, ενώ πληθώρα των ποιημάτων του έχουν μελοποιηθεί από Έλληνες συνθέτες και τραγουδοποιούς.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
-
Κώστα Γ. Καρυωτάκης, «Άπαντα», Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, γ’ έκδοση, 2012, Αθήνα
- Διπλωματική εργασία, «Ο Καρυωτάκης και το είδωλο του εθνικού ποιητή», Σεφεριάδου Κ., Φιλοσοφική σχολή, Τμήμα Φιλολογία, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη, 2018, διαθέσιμη εδώ
- Κώστας Καρυωτάκης-Βιογραφία, sansimera.gr, διαθέσιμο εδώ
- Κώστας Καρυωτάκης (1896-1928)- Ο κυριότερος εκφραστής της σύγχρονης λυρικής ποίησης, ellines.com, διαθέσιμο εδώ
- Ο Κώστας Καρυωτάκης αυτοκτονεί. Οι λόγοι παραμένουν μέχρι και σήμερα μυστηριώδεις., lifo.gr, διαθέσιμο εδώ