Της Αριάδνης-Παναγιώτας Φατσή,
Ο αναγνώστης που θα βρεθεί μπροστά σε αυτό το βιβλίο στην προθήκη του βιβλιοπωλείου, είναι πιθανό να απορήσει… τι θα πει, άραγε, «Εργαστήριον η Ελλάς»; Ποιου πράγματος είναι εργαστήριο η χώρα μας, και τι σχέση έχει αυτό με την εθνική παλιγγενεσία και τους θεσμούς που δοκιμάστηκαν στη χώρα μας από τότε μέχρι σήμερα; Το βιβλίο αυτό, που κυκλοφόρησε φέτος, με αφορμή τα 200 έτη από την Επανάσταση από τις Εκδόσεις Επίκεντρο, αποτελεί πρακτικά του Συνεδρίου του Κύκλου Ιδεών που έλαβε χώρα 2 έως 4 Νοεμβρίου του 2020, με συμμετοχές από εγνωσμένης αξίας ακαδημαϊκούς της χώρας.
Η επιμέλεια του βιβλίου πρακτικών έχει πραγματοποιηθεί από τους καθηγητές Ευάγγελο Βενιζέλο, Κώστα Κωστή και Ευάνθη Χατζηβασιλείου. Ο Ευάγγελος Βενιζέλος είναι ιδιαίτερα γνωστός από την πολιτική του πορεία, έχοντας χρηματίσει ως Αντιπρόεδρος Κυβερνήσεων, Υπουργός και Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ. Κι όμως, αρκετοί δε γνωρίζουν ότι έχει και μια πλούσια ακαδημαϊκή καριέρα, στην οποία τα τελευταία χρόνια έχει επιστρέψει, ως Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ο Κώστας Κωστής είναι Καθηγητής Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, με πλούσιο συγγραφικό έργο για ζητήματα που αφορούν την ιστορία του νέου ελληνικού κράτους. Τέλος, ο Ευάνθης Χατζηβασιλείου είναι Καθηγητής Ιστορίας του Μεταπολεμικού Κόσμου στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, και επίσης ενεργός στην αρθρογραφία και τη συμμετοχή σε ακαδημαϊκές δραστηριότητες.
Τι είναι, λοιπόν, το «εργαστήριον», στο οποίο μας καλούν τα πρακτικά αυτού του συνεδρίου; Όπως αναφέρει ο ίδιος ο Βενιζέλος, πρόκειται για μια παράφραση του γνωστού «Καφενείον η Ελλάς», η οποία, όμως, ταυτόχρονα είναι και αντίστιξη. Σε αντίθεση με τη χαλαρότητα του «καφενείου», το «εργαστήριο», στο οποίο μας καλούν οι επιμελητές του βιβλίου δεν έχει καμία χαλαρότητα – το αντίθετο μάλιστα, τα διακυβεύματα είναι μεγάλα και σοβαρά.
Όπως υπόσχεται το οπισθόφυλλο του βιβλίου, στόχος αυτού του απανθίσματος γνώσης και γνώμης από γνωστά ονόματα του πανεπιστημιακού χώρου είναι να αξιολογήσει την πορεία του ελληνικού κράτους, από την ίδρυσή του έως και σήμερα, και τελικά να προβεί σε μια τολμηρή διαπίστωση για το αν αυτή έχει αποτελέσει μια ιστορία επιτυχίας ή αποτυχίας. Η Ελλάδα, πράγματι, έχει αποτελέσει στην ιστορία της έναν χώρο στον οποίο δοκιμάστηκαν, άλλοτε επιτυχώς και άλλοτε ανεπιτυχώς, ιδέες, θεσμοί και πολιτικές αποφάσεις. Ένα θέμα που έρχεται ξανά και ξανά στην επιφάνεια είναι το αν και κατά πόσο η Ελλάδα παρουσιάζει μια ιστορική πρωτοτυπία ή ιδιομορφία, όπως συχνά αρέσκονται πολλοί να αναφέρουν. Ήδη από τις εισαγωγικές συζητήσεις του συνεδρίου, διαφαίνονται οι απόψεις των ομιλούντων για το πώς οι ίδιοι οι Έλληνες αντιλαμβάνονται την Ελλάδα και το πόσο σημαντικό είναι το διεθνές πλαίσιο για να κατανοηθούν όλες οι αντίρροπες δυνάμεις που σχημάτισαν το ελληνικό κράτος από το 1830 έως και σήμερα.
Στο σημείο αυτό, τον λόγο λαμβάνουν οι ομιλητές και ομιλήτριες του συνεδρίου. Σε επτά ενότητες, οι ακαδημαϊκοί καταφέρνουν να μεταφέρουν τα επιχειρήματά τους σχετικά με επτά διαφορετικές προκλήσεις που κλήθηκε να αντιμετωπίσει η Ελλάδα στην ιστορία της ανεξαρτησίας της. Κυρίαρχο είναι το μοτίβο του «εργαστηρίου», στο οποίο δοκιμάζονται νέες ιδέες, με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία. Στην πρώτη ενότητα του συνεδρίου, διαδραματίστηκαν τέσσερις ομιλίες που αφορούσαν τα κράτη της νοτιοανατολικής Ευρώπης και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα τον καιρό της ανεξαρτητοποίησης της Ελλάδας, αλλά και στη συνέχεια. Ο αναγνώστης μπορεί να παρακολουθήσει τα γεγονότα στην Ευρώπη και το πώς επηρέασαν την Ελλάδα, διατυπωμένα με εξαιρετική σαφήνεια. Η δεύτερη ενότητα φιλοξενεί εισηγήσεις γνωστών ακαδημαϊκών. Συνταγματολόγοι, όπως ο Σπυρίδων Βλαχόπουλος και ο Νίκος Αλιβιζάτος, αλλά και άλλοι εγνωσμένης αξίας καθηγητές αναλύουν τις δοκιμασίες της δημοκρατικής αρχής στην Ελλάδα και το χτίσιμο ενός θεσμικού πλαισίου. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναφορά του Σπ. Βλαχόπουλου στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά, η οποία κατά την περίοδο της πολιορκίας του Μεσολογγίου, φιλοξενούσε μαζί με τις ειδήσεις και κείμενα γνωστών ξένων νομικών της εποχής, πράγμα που αποδεικνύει ότι ακόμη και σε καιρό πολέμου, τα δημοκρατικά σπέρματα είχαν ριζώσει για τα καλά στους επαναστατημένους Έλληνες.
Η τρίτη ενότητα του βιβλίου, στην οποία ο αναγνώστης θα βρει κείμενα του Πασχάλη Κιτρομηλίδη, του Ιωάννη Κονιδάρη και του Πέτρου Βασιλειάδη, αφορά την Ελλάδα ως δοκιμαστήριο για τη θρησκευτική αυτοδιοίκηση, καθώς η εκκλησία της χώρας μας είναι αυτοκέφαλη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, και εξετάζεται υπό ένα πρίσμα σχέσης με την εθνική ανεξαρτησία, αλλά και σύγκρισης με μοντέλα άλλων χωρών. Στην τέταρτη ενότητα, γίνεται αναφορά στην Ελλάδα στο πλαίσιο των πολέμων που έλαβαν χώρα τον 20ό αιώνα, και ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να περιηγηθεί τόσο στους Βαλκανικούς Πολέμους όσο και στον Α’ και Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και στις πολιτικές εξελίξεις των εποχών αυτών, αναφορικά με τη δικτατορία στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, όπως αυτή παρουσιάζεται στην εισήγηση του Σωτήρη Ρίζα.
Η πέμπτη και έκτη ενότητα αναφέρονται στην Ελλάδα ως δοκιμαστήριο αφενός για το εθνικό φαινόμενο και αφετέρου για το ευρωατλαντικό μοντέλο θεσμών. Στην πέμπτη ενότητα, μπορεί κανείς να διαβάσει για την εξέλιξη της εθνικής ελληνικής ταυτότητας από το 1821 και ως τις μέρες μας, ενώ ενδιαφέρον έχει και η παρουσίαση της Μεγάλης Ιδέας, αλλά και η αναφορά στην προσφυγική κρίση του 1922 και τη διεθνή εμπλοκή. Η έκτη ενότητα εξετάζει τη σχέση της Ελλάδας με την Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, εμπλέκοντας τα ζητήματα της ευρωπαϊκής προστασίας δικαιωμάτων (γνωστή η αποχώρηση της Ελλάδας από την ΕΣΔΑ επί στρατιωτικής δικτατορίας), της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αλλά και του ΝΑΤΟ ως παράγοντα σταθεροποίησης, με μελέτη περίπτωσης τη νοτιοανατολική Ευρώπη.
Τέλος, η έβδομη ενότητα του βιβλίου αναφέρεται στον δανεισμό και τα πρόσφατα γεγονότα της κρίσης, που είναι βέβαιο ότι επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό τόσο την Ελλάδα όσο και την αντίληψη των πολιτών της για τη χώρα. Το ζήτημα της εξωτερικής βοήθειας σε σύζευξη με την εποπτεία παρουσιάζεται διαχρονικά, ενώ αναλύεται και το δίπολο ανάμεσα στην υποτίμηση αφενός των ξένων δυνάμεων και αφετέρου την αίτηση για τη στήριξή τους, με όσες «παρενέργειες» συνεπάγεται αυτή η δυσλειτουργική σχέση. Το βιβλίο τελειώνει με την παράθεση της στρογγυλής τράπεζας, που έλαβε χώρα στο τέλος του συνεδρίου, όπου οι ομιλούντες αντάλλαξαν απόψεις και κατέληξαν σε συμπεράσματα.
Διαβάζοντας αυτό το βιβλίο, είναι αληθές ότι ο αναγνώστης μπορεί να ξεκινήσει με μια ανασφάλεια σχετικά με το κατά πόσο θα είναι κατανοητά τα ζητήματα που πραγματεύεται. Παρόλο που οι επιστήμονες που συμμετείχαν στο συνέδριο προέρχονται από διαφορετικούς ακαδημαϊκούς χώρους, η δομή των εισηγήσεων, η σαφήνεια και η ενάργεια των επιχειρημάτων, αλλά και η ίδια η δομή και ομαδοποίηση των θεμάτων στο βιβλίο έκανε την αναγνωστική εμπειρία ευχάριστη. Μπορεί να μην είναι ένα βιβλίο που θα πάρετε μαζί σας για χαλαρωτικές διακοπές, αλλά σίγουρα είναι ένα ανάγνωσμα που θα ταίριαζε στις βιβλιοθήκες πολλών μελλοντικών και νυν επιστημόνων, καθώς προσφέρει μεμιάς τόσο την ενδιαφέρουσα ανάγνωση όσο και την επιστημονική γνώση.