Της Αναστασίας Τσερμενίδου,
Ήταν Απρίλιος 1989, όταν μια λευκή νεαρή γυναίκα, ακολουθώντας τη ρουτίνα της, αποφάσισε να φορέσει τα αθλητικά της και να πάει για τρέξιμο το βράδυ στο Central Park. Τούτη η γυναίκα βιάστηκε και ξυλοκοπήθηκε με αγριότητα και, όπως ήταν αναμενόμενο, εγκαταλείφθηκε από τον θύτη της. Παράλληλα, λίγες ώρες αργότερα και στην άλλη πλευρά του πάρκου ένα σμήνος νεαρών Αφροαμερικανών περνούσε ωραία με πλάκες και γέλια, πειράζοντας ενίοτε άλλους περαστικούς, με αποτέλεσμα δυο τρεις να προκαλέσουν αναστάτωση, που οδήγησε σε προσαγωγές και συλλήψεις. Η όλη αυτή «στιχομυθία» έμελλε να αλλάξει ριζικά τις ζωές πέντε μαύρων νεαρών και να καταδείξει την αδυναμία του αμερικανικού συστήματος να αποδώσει ορθή δικαιοσύνη.
Αυτή την τρομερή ιστορία την έμαθα εντελώς τυχαία μια μέρα, καθώς αναζητούσα κάποιο ντοκιμαντέρ-σειρά στην πλατφόρμα του Netflix (πού αλλού!). Εκείνο το βράδυ είδα και τα 4 επεισόδια της σειράς, η οποία αφύπνισε τον προβληματισμό μου και την απόγνωση μου, ας πούμε, για τη αδικία που ανευρίσκεται στους πυρήνες δικαιοπολιτικών συστημάτων, που παρά την αλματώδη ανάπτυξη των ίδιων κρατών, εκείνα βρίσκονται στο απυρόβλητο, αναδεικνύοντας -και όχι λύνοντας- ρατσιστικές τάσεις.
Η δημιουργός, λοιπόν, Ava DuVernay έγραψε και σκηνοθέτησε τη σειρά When they see us, στην οποία οι ηθοποιοί ενσαρκώνουν ιδανικά τις πέντε ανδρικές φιγούρες – θύματα.
Στην ταινία, λοιπόν, δείχνει πως η αστυνομία αθέτησε τη μία αρχή της νομιμότητας μετά την άλλη, με τόση ευκολία και ασυνειδησία, με συνέπεια οι πέντε αυτοί άντρες, ή όπως τους αποκαλούσε ο Τύπος ”Central Park Five“, να καταδικαστούν από τα Αμερικανικά Δικαστήρια σε ποινές κάθειρξης και φυλάκισης μεταξύ πέντε και δεκατριών ετών.
Στη σειρά του Netflix καταδεικνύονται οι ανέλπιδες προσπάθειες των πέντε νεαρών εφήβων, να πείσουν την Αστυνομία πως ουδεμία ανάμιξη ή ευθύνη φέρουν με το περιστατικό του βιασμού της άτυχης γυναίκας. Το δράμα ξεκινά βλέποντας τους ο θεατής να ανακρίνονται επί ώρες, να ξυλοκοπούνται από τα «όργανα της τάξης», προκειμένου να ομολογήσουν, να μην έχουν τον κηδεμόνα τους, να μην εκπροσωπούνται από συνήγορο και φυσικά, να μην τους αναγιγνώσκονται τα δικαιώματα τους ως ύποπτοι (και όχι ως κατηγορούμενοι, ναι έχει διαφορά). Η μία παραβίαση διαδέχεται την άλλη και η σύγχυση του κοινού αναβλύζει.
Η Αστυνομία, λοιπόν, παρακρατώντας στα χέρια της τους νεαρούς, φτιάχνει τον «τέλειο θύτη»! Μαύρος, φτωχός, Αφροαμερικανός. Το κλασικό τρίπτυχο που στην Αμερική αρκεί για να σε στοχοποιήσει ως θύτη. Έτσι, η ανίκανη και ανήμπορη Αστυνομία δε διεξάγει ορθά και αποτελεσματικά την έρευνα της, καθώς με εξαναγκαστικά μέσα παραπλανά τους πέντε νεαρούς, ώστε οι τελευταίοι να ομολογήσουν την εμπλοκή τους στο συμβάν και τελικά, να οδηγηθούν ενώπιον της έδρας (οι καταγεγραμμένες ομολογίες αυτές εν συνεχεία θα χρησιμοποιηθούν από τους δικηγόρους υπεράσπισης των νεαρών και θα αποδείξουν τη μεθόδευση και την καθοδήγηση των παιδιών-εφήβων σε μια παγίδα αυτοενεχοποίησης). Κανένα στοιχείο στα χέρια της Αστυνομίας (πχ δείγμα DNA), τίποτα απολύτως. Η Αστυνομία είχε πλάσει μια δική της ιστορία και έστειλε τους πέντε νεαρούς στο δικαστήριο και την φυλακή.
Τα νεαρά άτομα αντιμετώπισαν ποινές στερητικές της ελευθερίας. Μπήκαν ως ανήλικοι στη φυλακή και βγήκαν ως ενήλικοι άντρες, για να βρουν τη δικαίωση που αναζητούσαν μετά από τόσα χρόνια. Πίσω από τα κάγκελα αναγκάστηκαν να ζουν με ένα μόνιμο «γιατί», να βιώνουν την αθλιότητα των συνθηκών, ενώ παράλληλα, οι οικογένειες του κλονίστηκαν και ζούσαν αποκλεισμένες και στιγματισμένες.
Δώδεκα χρόνια μετά, ένα Λατινοαμερικανός βαρυποινίτης, καταδικασμένος και για άλλους βιασμούς, ομολόγησε πως εκείνος ήταν που βίασε την νεαρή γυναίκα στο Central Park. Ο ίδιος ποτέ δεν εξετάστηκε από κανέναν αστυνομικό, δεν ανακρίθηκε, απλώς διέφυγε κάτω από τη μύτη τους. Και διέφυγε, καθώς το χρώμα του δέρματος και η διαφορετική νοοτροπία των πέντε συλληφθέντων παιδιών αποτέλεσαν επαρκή στοιχεία για μομφές και καταδικαστική ετυμηγορία. Φυσικά, αρωγός σε όλο αυτό το φιάσκο της Αστυνομίας, στάθηκε και το Δικαστήριο και η Δημόσια Κατήγορος, Linda Fairstein, που συμμετείχε σε όλη τη δική-παρωδία και σήμερα αποτελεί μία από τις πιο μισητές γυναίκες στην Αμερική και ακόμη περισσότερο μετά την κυκλοφορία της σειράς του Netflix.
Έτσι, μετά την πολυπόθητη ομολογία του αληθινού δράστη, οι πέντε ενήλικες αποφυλακίστηκαν και επανέκτησαν την ελευθερία τους. Λίγα χρόνια αργότερα μήνυσαν την πολιτεία της Νέας Υόρκης και έλαβαν 41 εκατομμύρια δολάρια ως αποζημίωση, που αποτελεί και την μεγαλύτερη που έχει επιδικαστεί στην ιστορία της Πολιτείας. Ήταν, όμως, αυτό αρκετό ή αντισταθμιστικό των όλων όσων βίωσαν; Όχι βέβαια και νομίζω πως δικαιωμένοι 100% δεν μπορούν να νιώσουν.
Αυτή, λοιπόν, είναι η σειρά του Netflix και να πούμε κάπου εδώ πως η σειρά αυτή είναι σωστό διαμάντι. Συγκινητική, ουσιώδης και τελικά, καταφέρνει να σε λυτρώσει. Όλοι οι ηθοποιοί ξεχωρίζουν και στο τέλος η σκηνοθέτης παρουσιάζει και τα αληθινά πρόσωπα που βίωσαν αυτή την ανηθικότητα. Καλή προβολή, λοιπόν, και αν τυχόν πορωθείτε, μπορείτε να αναζητήσετε υλικό για την υπόθεση αυτή, καθώς και πληθώρα βίντεο και δημοσιευμάτων βρίσκονται αναρτημένα.