Της Συμέλας Θεοδοσιάδου,
Σε συνέχεια προηγούμενων συναφών άρθρων θα παρουσιαστούν συνοπτικά δύο αποφάσεις των Ανωτάτων Ακυρωτικών Δικαστηρίων της χώρας, ήτοι του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου, οι οποίες εκδόθηκαν κατόπιν ασκήσεως των απαιτούμενων ενδίκων μέσων, αναλόγως τη δικαιοδοσία. Πιο συγκεκριμένα πρόκειται για τις εξής αποφάσεις:
Ολομ ΣτΕ 377/2021: Σε παλαιότερο άρθρο, (διαθέσιμο εδώ), είχε παρουσιαστεί ο θεσμός της πρότυπης/πιλοτικής δίκης. Στην προκειμένη απόφαση, η Ολομέλεια απεφάνθη σε δίκη-πιλότο που εισήχθη ενώπιόν της σχετικά με την εισαγωγή σε Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα αθλητών που έχουν διακριθεί. Πιο συγκεκριμένα, ο αιτών προέβαλε με την υπό κρίση αίτηση ότι η εισαγωγή υποψηφίων με αθλητικές διακρίσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 34 του ν. 2725/1999, καθ’ υπέρβαση του προβλεπόμενου αριθμού εισακτέων στις σχολές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης της προτίμησής τους – άρα σε θέσεις που μπορούν να εξυπηρετηθούν από τα Α.Ε.Ι. της χώρας – αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 16 παρ. 2 και 5, 5 παρ. 1 και 4 παρ. 1 του Συντάγματος. Τούτο δε, διότι, κατά τον προβαλλόμενο λόγο ακυρώσεως, οι εν λόγω διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 34 του ν. 2725/1999 και μετά την ως άνω τροποποίησή τους με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 75 του ν. 4589/2019 (ΦΕΚ Α’ 13/29.1.2019), αντίκεινται στις συνταγματικές αρχές της ισότητας, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, της αξιοκρατίας και της σταδιοδρομίας εκάστου κατά λόγο της προσωπικής του αξίας, οι οποίες απορρέουν από το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς και της ορθολογικής οργανώσεως της παρεχόμενης εκπαιδεύσεως που απορρέει από το άρθρο 16 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας μέτρου-σκοπού.
Ωστόσο, ο αιτών συγκέντρωσε συνολικά λιγότερα μόρια στη βαθμολογία του από τα μόρια που συγκέντρωσαν όλοι οι αθλητές, οι οποίοι εισήλθαν κατά το ακαδημαϊκό έτος 2019-2020 στις σχολές της προτίμησής του, πριν από την προσαύξηση της βαθμολογίας τους βάσει των ανωτέρω διατάξεων, των οποίων αμφισβητείται η συνταγματικότητα. Επομένως, το δικαστήριο έκρινε ότι ο αιτών στερείται εννόμου συμφέροντος, γιατί σε κάθε περίπτωση οι εισαχθέντες στις σχολές της προτίμησής του αθλητές συγκέντρωσαν χωρίς προσαύξηση περισσότερα μόρια από αυτόν, με αποτέλεσμα -υπό την εκδοχή ότι οι ανωτέρω διατάξεις που προβλέπουν την ευνοϊκή μεταχείριση των διακριθέντων αθλητών είναι αντίθετες στο Σύνταγμα και συνεπώς τα επιπλέον μόρια που χορηγήθηκαν στους εισαχθέντες αθλητές λόγω των αντισυνταγματικών διατάξεων δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη- κανένας υποψήφιος από την κατηγορία των αθλητών να μην εισαχθεί στις επίμαχες σχολές, στις οποίες επιδιώκει την εισαγωγή του και ο αιτών, με συνολική βαθμολογία, αποκλειστικά βάσει των επιδόσεών του κατά τις γραπτές εξετάσεις, χαμηλότερη από εκείνην του αιτούντος.
Το Δικαστήριο, λοιπόν, απείχε από την απάντηση στα υπόλοιπα δύο προδικαστικά ερωτήματα που ετέθησαν, διότι η επίλυση του ζητήματος της συνταγματικότητας των επίμαχων διατάξεων αποβαίνει αλυσιτελής, ήτοι υπό το κρίσιμο νομικό και πραγματικό καθεστώς η προσβαλλόμενη πράξη δεν μπορούσε να έχει διαφορετικό περιεχόμενο που να αποφέρει κάποια ωφέλεια στον αναιρεσείοντα, αφού η αίτηση ακυρώσεως είναι απορριπτέα λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος του αιτούντος. Το ΣτΕ, λοιπόν, απέρριψε την προκειμένη αίτηση αναιρέσεως.
ΑΠ τμ.Δ’ 379/2021: Το Δικαστήριο εν προκειμένω απεφάνθη αναφορικά με το αν συντρέχει περίπτωση αποκλεισμού της ασφαλιστικής εταιρίας από την ασφαλιστική ευθύνη της. Εκκινώντας η απόφαση από τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 1 εδ. γ’ του ν. 3557/2007, η ισχύς του οποίου άρχισε από 14-5-2007, καταργήθηκε η Κ4/585/5-4-1978 απόφαση του Υπουργού Εμπορίου (Φ.Ε.Κ. 795, τ. Α.Ε. και Ε.Π.Ε.), ενώ με τη διάταξη του άρθρου 4 του ίδιου νόμου προστέθηκε το άρθρο 6β’ στο π.δ. 237/1986 (που κωδικοποίησε το ν. 489/1976 «περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης»), το οποίο ορίζει ότι: «Εξαιρούνται από την ασφάλιση οι ζημίες που προκαλούνται: α) από οδηγό, ο οποίος στερείται της άδειας οδήγησης που προβλέπεται από το νόμο για την κατηγορία του αυτοκινήτου οχήματος που οδηγεί, β) από οδηγό, ο οποίος, κατά το χρόνο του ατυχήματος, τελούσε υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών, κατά παράβαση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ν. 2696/1999, Φ.Ε.Κ. 57 Α’), όπως εκάστοτε ισχύει, εφόσον η εν λόγω παράβαση τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την πρόκληση του ατυχήματος…, γ) από αυτοκίνητο όχημα, του οποίου γίνεται διαφορετική χρήση από αυτή που καθορίζεται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο και στην άδεια κυκλοφορίας, εφόσον η χρήση αυτή τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την πρόκληση του ατυχήματος».
Οι προαναφερόμενες νομοθετικές ρυθμίσεις θέτουν περιοριστικά τους λόγους απαλλαγής του ασφαλιστή έναντι του ασφαλισμένου του, με την επισήμανση ότι επιτρέπεται με τη σύμβαση ασφαλίσεως να ορίζονται, πέραν των περιπτώσεων αυτών, και άλλες περιπτώσεις εξαιρέσεως από την ασφαλιστική κάλυψη, εφόσον αυτές αφορούν μόνο προαιρετική ασφαλιστική κάλυψη (άρθρο 6β’ παρ. 2 του ίδιου π.δ.). Πολύ σημαντικό στοιχείο της ως άνω ρυθμίσεως αποτελεί η αιτιώδης συνάφεια, η οποία ενώ μνημονεύεται από το νομοθέτη ρητώς στις περιπτώσεις β-γ της διάταξης, ελλείπει από την περίπτωση α, η οποία συντρέχει εν προκειμένω. Ο νομοθέτης, ως φαίνεται, προέβη επί σκοπώ στην συγκεκριμένη διατύπωση, διότι καίτοι στις περιπτώσεις όπου αξιολογείται η αιτιώδης συνάφεια ενδέχεται η αξιολόγηση να μην προκύψει απαλλαγή των ζημιών, στην α’ περίπτωση, ωστόσο, δεν τίθεται κάποια αξιολογική κρίση, αλλά το τυπικό στοιχείο της κατοχής αδείας οδηγήσεως όπως προβλέπεται. Επομένως, δεν έχει νομική επιρροή ο ισχυρισμός του οδηγού που έχει εμπλακεί σε τροχαίο ατύχημα και δεν έχει άδεια ικανότητας οδηγήσεως, ότι γνωρίζει να οδηγεί ή ότι λείπει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ελλείψεως της άδειας αυτής και του ατυχήματος. Οι σχετικές διατάξεις του Κ.Ο.Κ. που αναφέρονται στο σώμα της απόφασης, όπως ίσχυαν κατά το τροχαίο ατύχημα, συνηγορούν στο ότι η ανανέωση αδείας οδηγήσεως δεν καλύπτει ασφαλιστικά τον χρόνο κατά τον οποίο αυτή είχε λήξει μέχρι να ανανεωθεί.
Η προσβαλλομένη εφετειακή απόφαση έκρινε συνοπτικά με κατευθυντήρια γραμμή όχι την τυπική προϋπόθεση της ύπαρξης αδείας οδήγησης, αλλά με βάση το αν ο οδηγός του αυτοκινήτου που προκάλεσε το ατύχημα είχε την ουσιαστική ικανότητα οδήγησης. Επομένως, οδηγήθηκε στο συμπέρασμα -αναφορικά με την ευθύνη της ασφαλιστικής εταιρείας- ότι αυτή δεν απαλλάσσεται από τα ασφαλιστικά βάρη, με το σκεπτικό ότι η ενάγουσα δε στερείτο αδείας οδήγησης, αλλά απλώς αυτή δεν είχε ανανεωθεί χωρίς δόλο από τη μεριά της. Θεωρήθηκε, λοιπόν, ικανή προς οδήγηση, επειδή της χορηγήθηκε λίγες μέρες μετά το ατύχημα η ανανέωση της αδείας από την αρμόδια υπηρεσία. Για αυτό το λόγο, δεν απάλλαξε την ασφαλιστική εταιρεία από την ευθύνη, αλλά στο διατακτικό την όρισε ως υπεύθυνη προς αποζημίωση νομιμότοκα προς την ασφαλισμένη.
Ο Άρειος Πάγος, ωστόσο, ανέτρεψε την εφετειακή απόφαση, καταλογίζοντάς της ως σφάλμα την παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Πιο συγκεκριμένα, αναγνώρισε πως το Εφετείο καίτοι έπρεπε, δεν εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 6β παρ.1 α του π.δ. 237/1986, η οποία μέσω διατάξεων μεταγενέστερων νομοθετημάτων ίσχυε κατά τον χρόνο του τροχαίου ατυχήματος, το οποίο αποτέλεσε την πραγματική βάση που οδήγησε μέχρι την άσκηση του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως. Έτσι, το Εφετείο εσφαλμένα οδηγήθηκε σε συμπέρασμα ότι δεν έπρεπε στην προκειμένη περίπτωση να εξαιρεθεί η ασφαλιστική εταιρεία από την ασφάλιση ζημιών προκληθεισών από οδηγό, ο οποίος κατά το χρόνο του ατυχήματος δεν φέρει την απαιτούμενη από το νόμο για το αυτοκίνητο όχημα που οδηγεί άδεια οδήγησης. Εξάλλου, όπως ετέθη προηγουμένως, η περίπτωση αυτή στην οποία εμπίπτει η ένδικη αυτή διαφορά, εμπεριέχει μονάχα την τυπική προϋπόθεση της υπάρξεως ή μη της άδειας οδηγήσεως. Άρα, είναι νομικώς αδιάφορη η εξέταση της συνδρομής ή μη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ύπαρξης ή μη αδείας οδήγησης με την πρόκληση του ατυχήματος. Ο Άρειος Πάγος, εν τέλει, ακολουθώντας τις ως άνω περιγραφόμενες συνοπτικά σκέψεις, αναίρεσε την εφετειακή απόφαση και την παρέπεμψε για περαιτέρω εκδίκαση.
Γενικώς, με την αναγνώριση της ισχύος της συγκεκριμένης διάταξης κατά τον κρίσιμο χρόνο, εμμένοντας στη γραμματική της ερμηνεία που περιέχει το τυπικό στοιχείο της ύπαρξης ή μη αδείας οδήγησης για την εφαρμογή της, παρέκκλινε από οποιαδήποτε προϋφισταμένη νομολογία που σε τέτοια περίπτωση θα αξιολογούσε και την αιτιώδη συνάφεια.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Nomos