Του Παναγιώτη Στρίκου,
Η «Ιφιγένεια η εν Ταύροις» αποτελεί τραγωδία του Ευριπίδη και είναι συνέχεια της «Ιφιγένειας εν Αυλίδι», που διδάχθηκε ωστόσο πριν απ’ αυτή. Η διδασκαλία της χρονολογείται μεταξύ 414 και 411 π.Χ. στην Αθήνα.
Το έργο ξεκινά προλογίζοντας δύο σκηνές που λειτουργούν παράλληλα μεταξύ τους με σκοπό την φανέρωση του δράματος. Στην πρώτη σκηνή εμφανίζεται η Ιφιγένεια αποκαλύπτοντας πως δεν την σκότωσε ο πατέρας της ο Αγαμέμνων, όπως θεωρούσαν όλοι, αλλά πως την τελευταία στιγμή την έσωσε η θεά Άρτεμις, μεταφέροντας την στην χώρα των Ταύρων, αφού τοποθέτησε στη θέση της ένα ελάφι. Έτσι η Ιφιγένεια αναγκασμένη από την μοίρα της έπρεπε να ραντίζει τα θύματα με αγιασμό. Ένα όνειρο που είδε στον ύπνο της την κάνει να πιστέψει πως ο αδερφός της , ο Ορέστης, δεν ζει πια.
Στην δεύτερη παράλληλη σκηνή εμφανίζεται ο αδερφός της Ορέστης μαζί με τον Πυλάδη, για να κλέψουν το ξόανο της θεάς το οποίο βρίσκεται στο ναό. Μόνο τότε ο Ορέστης θα απαλλασσόταν από τις Ερινύες που τον κυνηγούν αφότου σκότωσε την μητέρα του. Οι άνδρες όμως του βασιλιά Θόα τους συλλαμβάνουν. Λόγω αυτού λοιπόν και σύμφωνα με τον νόμο στην χώρα των Ταύρων- κάθε ξένος που συλλαμβάνεται γίνεται θυσία προς τιμήν της θεάς Άρτεμις, οι δύο Έλληνες θα πρέπει να θυσιαστούν. Η Ιφιγένεια αναλαμβάνοντας την θυσία, επιθυμεί να σώσει κρυφά έναν από τους δύο ώστε να μεταφέρει ένα γράμμα στην πατρίδα της. Γίνεται φανερό πως σε αυτό το γράμμα αναζητά τον χαμένο αδερφό της. Του αποκαλύπτει όμως το περιεχόμενο της επιστολής σε περίπτωση που ο Πυλάδης το χάσει στις θαλάσσιες τρικυμίες στο δρόμο για την Ελλάδα. Έτσι αποκαλύπτεται η ταυτότητα της . Το σημείο αυτό αποτελεί την κορύφωση της τραγωδίας καθώς τα συναισθήματα ξεχειλίζουν μέσα από την αντάμωση των δύο αδερφών.
Η μεγάλη χαρά της επανένωσης διαρκεί λίγο καθώς τα δύο αδέρφια σκαρώνουν σχέδιο διαφυγής για την Ελλάδα. Η Ιφιγένεια λοιπόν εξαπατά τον βασιλιά Θόα λέγοντας του πως οι δύο ξένοι είναι μιασμένοι και πως πρέπει να τους εξαγνίσει στη θάλασσα μαζί με το άγαλμα της θεάς. Ένας αγγελιαφόρος πληροφορεί τον βασιλιά πως η Ιφιγένεια τους ξεγέλασε και τότε αυτός εξαγριωμένος, προστάζει τους άντρες του να τους σταματήσουν. Σε εκείνο το σημείο εμφανίζεται η θεά Αθηνά κατευνάζοντας την οργή του Θόα, προστατεύοντας τα δύο αδέρφια. Ζητά επίσης η θεά Άρτεμις να λατρεύεται στη Βραυρώνα της Αττικής.
Το υπόβαθρο του έργου αποτελείται από δύο ζητήματα: την ανθρωποθυσία και την προγονική κατάρα όπου βαραίνει τα δύο αδέρφια και γενικότερα την οικογένεια των Ατρείδων. Η αρχική ανθρωποθυσία της Ιφιγένειας έχει επηρεάσει την εξέλιξη του έργου. Το παρόν αποτελεί την αφετηρία για να ανοίξει ο ποιητής διάλογο με το παρελθόν. Βλέπουμε δηλαδή στην σκηνή τις επιπτώσεις της προγονικής κατάρας και των ανθρωποθυσιών, οι οποίες έφτασαν μέχρι τα δύο αδέρφια. Η ίδια η προγονική κατάρα ξεκινά από τον Τάνταλο, έπειτα τον Πέλοπα, τον Ατρέα, τον Θυέστη, τον Μενέλαο και τον Αγαμέμνονα. Οι παιδοθυσίες, οι κατάρες, οι βιασμοί και οι αιμομιξίες στην οικογένεια των Ατρείδων οφείλονται στο διακαή πόθο για εξουσία.
Από την οπτική του Ευριπίδη όμως, είναι φανερή μια οξεία κριτική προς τις ανθρωποθυσίες. Ο ποιητής μέσω της Ιφιγένειας δεν κατακρίνει τις ανθρωποθυσίες στην χώρα των βαρβάρων αλλά στην ίδια την Ελλάδα. Παράδοξο αποτελεί το γεγονός πως τα μόνα παραδείγματα ανθρωποθυσιών μας τα παρέχουν οι Έλληνες και όχι οι «βάρβαροι». Η πρωταρχική θυσία την Ιφιγένειας κατέστη υπαίτια για μια σειρά άλλων (θυσιών ή φόνων): την δολοφονία του Αγαμέμνονα από την Κλυταιμνήστρα και της ίδιας από τον Ορέστη. Στο πεδίο της κριτικής του Ευριπίδη λοιπόν δεν βρίσκονται άλλοι παρά οι Έλληνες και οι ανθρωποθυσίες που τελούσαν. Να σημειωθεί επίσης πως κυριαρχεί ένα ειρωνικό στοιχείο προς τους θεούς. Είναι φανερή η πρόοδος της θεολογικής σκέψης η οποία διατυπώθηκε πρώτη φορά στο έργο του ποιητή. Οι θεοί παύουν να διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στις ζωές των ανθρώπων. Η εμφάνιση της Αθηνάς ως από μηχανής θεού η οποία λυτρώνει τα δύο αδέρφια, φανερώνει το αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ θεϊκής και ρεαλιστικής πραγματικότητας. Η Ιφιγένεια δεν επιστρέφει ποτέ στην Ελλάδα και η ένωση με τον αδερφό της δεν πραγματοποιείται ποτέ. Η τραγωδία του Ευριπίδη δεν έχει αίσιο αλλά τραγικό τέλος.
Εστιάζοντας στην Ιφιγένεια , παρατηρείται μία εναλλαγή του ρόλου της από θύματος σε θύτη. Το τίμημα της σωτηρίας της ήταν πολύ βαρύ διότι γλιτώνοντας από τον θάνατο του πατέρα της καλείται τώρα να σκοτώσει τον αδερφό της. Η ίδια όμως δεν παραλείπει να αναφέρει και την διαλυμένη ζωή της από τότε που εγκαταστάθηκε στην Ταυρίδα. Ζει σε μία ξένη χώρα άτεκνη , άγαμη χωρίς να έχει νιώσει καμία νεανική χαρά. Ο μεγαλύτερος πόνος της όμως είναι η σφαγή από τον πατέρα της. Από διαφορετικές οπτικές και αναφορές της Ιφιγένειας αποκαλύπτεται η οδύνη και το μίσος της για τον Αγαμέμνονα. Ο ίδιος είναι ο κτανών, εκείνος δηλαδή που σκότωσε το παιδί του.
Με την ίδια συναισθηματική ένταση οδηγούμαστε στο σημείο της αναγνώρισης. Η συγκίνηση του θεατή κορυφώνεται όταν αντικρίζει το πλήθος συναισθημάτων που ξεχειλίζουν ανάμεσα στα δύο αδέρφια. Ο πόνος, η απώλεια, οι τύψεις, η δυστυχία και η αγάπη αναδύονται πάνω στη σκηνή. Συγκρούεται μια παρελθοντική ζοφερότητα με μία μελλοντική αισιοδοξία. Τα δύο αδέρφια από εδώ και πέρα θα αντιμετωπίζουν μαζί τα βάσανα τους. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη στην αδερφική σχέση βρίσκονται ενωμένες όλες οι ιδιότητες των μεταξύ εταίρων υφιστάμενων φιλικών δεσμών. Τα αδέρφια αγαπιούνται μεταξύ τους καθώς προέρχονται από κοινή καταγωγή , γεννήτορες, ανατροφή και συναισθήματα .Η Ιφιγένεια και ο Ορέστης δεν είχαν συναντηθεί ποτέ αλλά δεν είχε λησμονήσει ποτέ ο ένας τον άλλο. Η απώλεια της αδερφικής παρουσίας βάραινε και τους δύο. Το αισιόδοξο στοιχείο που προσθέτει ο Ευριπίδης στο έργο του είναι πως τα βάσανα τους από εδώ και πέρα θα είναι πιο υποφερτά καθώς τα δύο αδέρφια θα αλληλοστηρίζονται. Εξ’ αυτού συμπεραίνεται πως τα βάσανα κι οι δυστυχίες απαλύνονται όταν τα αντιμετωπίζεις μαζί με αγαπητό σου πρόσωπο.
‘’Ίσως εμείς οι δύο που γνωρίσαμε ότι καμία παρηγοριά δεν υπάρχει στον κόσμο, ίσως γι’ αυτό ακριβώς, εμείς οι δύο ( έστω και χώρια ο καθένας) να κατορθώσουμε και πάλι να παρηγορήσουμε και ίσως να παρηγορηθούμε’’. – Γιάννης Ρίτσος, 1972.
Η παράσταση έκανε πρεμιέρα στις 2 Ιουλίου 2021 στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου. Σε σκηνοθεσία Γιώργου Νανούρη και συμμετοχή πολλών αξιόλογων ηθοποιών όπως η Λένα Παπαληγούρα, ο Μιχάλης Σαράντης, ο Νίκος Ψαρράς, ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης, ο Προμηθέας Παπαζαφειρόπουλος η Κίττυ Παϊταζόγλου. Στον ρόλο της Αθηνάς επίσης η εκθαμβωτική Χάρις Αλεξίου. Η περιοδεία θα τελειώσει στις 14 Σεπτεμβρίου στο Κατράκειο θέατρο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Αριστοτέλους Ηθικά Νικομάχεια, Μτφρ Β. Μοσκόβης , 1993 Αθήνα: Νομική βιβλιοθήκη.
- Γιάννης Ρίτσος , Η επιστροφή της Ιφιγένειας 1990, Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ.