Της Θεοδοσίας Βενιζελέα,
Το Βαλτέτσι είναι ένας ορεινός οικισμός της Αρκαδίας. Ανήκει στο δήμο Τριπόλεως και είναι γνωστό για τις δύο μάχες που πραγματοποιήθηκαν σε εκείνη την περιοχή. Από αυτές, η δεύτερη έκρινε την πολιορκία και την άλωση της Τριπολιτσάς στις 23 Σεπτεμβρίου 1821.
Η μάχη του Βαλτετσίου αποτελεί μία από τις σημαντικότερες νίκες της Ελληνικής Επανάστασης. Η μάχη διεξήχθη στις 12 και 13 Μάϊου του 1821 και στέφθηκε από τη νίκη των ελληνικών όπλων. Για το συντονισμό των πολεμικών επιχειρήσεων δημιουργήθηκαν ελληνικά στρατόπεδα στο Βαλτέτσι, στο Λεβίδι, στο Χρυσοβίτσι (Ανδρέας Παπαδιαμαντόπουλος) και στην Πιάνα (Δημήτριος Πλαπούτας) με πρωτοβουλία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ο οποίος αντιλαμβανόταν τη στρατηγική σημασία της ευρύτερης περιοχής. Ο ίδιος πηγαινοερχόταν στα τρία αυτά στρατόπεδα, επιλύοντας τα προβλήματα που υπήρχαν και ενθαρρύνοντας τα παλληκάρια να υπερασπιστούν τις θέσεις τους πάση θυσία. Το σχέδιο περί ανακαταλήψεως και ελέγχου του Βαλτετσίου, που είχε εγκαταλειφθεί από τις 24 Απριλίου, αποτελούσε απειλή για τις γύρω τουρκικές σκοπιές, όσο και για τους πολιορκημένους εντός της Τριπολιτσάς. Ο Κολοκοτρώνης κατάφερε να πείσει τους Κυριακούλη και Ηλία Μαυρομιχάλη να ενστερνιστούν την άποψη του έναντι αυτής των οπλαρχηγών των Βερβαίνων, οι οποίοι επέμειναν να καταληφθεί το Ζέλι, νότια της λίμνης Τάκκα.
Για την άμυνα και τη θωράκιση του χωριού κατασκευάστηκαν ταμπούρια (προμαχώνες) στους λόφους. Το ανατολικό τμήμα κατέλαβαν ο Κυριακούλης και ο Ηλίας Μαυρομιχάλης, το δυτικό ο Μητροπέτροβας, ο Δημήτριος Παπατσώνης, ο Ιωάννης Μαυρομιχάλης, ο Παναγιώτης Κεφάλας και Μεσσήνιοι στο βόρειο ανατολικό ο Ηλίας και ο Νικήτας Φλέσσας, ο Αθανάσιος Σώρης και Γορτύνιοι οπλαρχηγοί, ενώ την εκκλησία κατέλαβε ο Ηλίας Τσαλαφατίνος. Επικεφαλής τέθηκε ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης.
Το τούρκικο στρατιωτικό σώμα υπό τον Μουσταφά Κεχαγιά Μπέη ήταν άρτιο και εξοπλισμένο από 12.000 άνδρες, όπου ήταν όλοι εμπειροπόλεμοι και αξιωματικοί, στον αντίποδα οι ελληνικές δυνάμεις στο Βαλτέτσι ήταν 2.300 άνδρες με ελλιπή οπλισμό. Ο Κεχαγιά Μπέης καθυστέρησε την έναρξη, επειδή πίστευε ότι οι υπερασπιστές θα παραδίνονταν και δεν θα χρειαζόταν να ρίξουν καμία τουφεκιά. Τελικά, στις 12 Μάϊου 1821, το τουρκικό σώμα με αρχηγό το Βαρδουνιώτη Ρουμπή κατεύθυνθηκε -ξεκινώντας από την Τριπολιτσά- βόρεια του Βαλτετσίου. Ακολούθησε ένα δεύτερο σώμα από 2.000 άνδρες έφιππους και πεζούς έχοντας υποστηρικτικό ρόλο, λειτουργώντας ως εφεδρεία και οπισθοφυλακή του Ρουμπή, ενώ το τρίτο έσπευσε να καταλάβει το Φραγκόβρυσο και την Κανδρέβα, ώστε να αποκόψει το Βαλτέτσι από το στρατόπεδο των Βερβαινών. Το τέταρτο σώμα βοηθούσε το πρώτο και το πέμπτο, αποτελούνταν από 3.000 άνδρες και κατέλαβε τα ορειβατικά πυροβόλα. Ο Κολοκοτρώνης με 800 άνδρες έσπευσε στην περιοχή και κατόρθωσε να καταλάβει ένα ύψωμα, από το οποίο άρχισε να χτυπά τους Τούρκους που επιχειρούσαν να περικυκλώσουν το Βαλτέτσι. Τα δεδομένα άλλαξαν και ο Ρουμπής ήταν αυτός που κινδύνευε να εγκλωβιστεί. Ο Κεχαγιά Μπέης, αντικρίζοντας τον κίνδυνο, έστειλε δυνάμεις, αλλά χωρίς επιτυχία, εφόσον οι βόμβες που έπεφταν είτε αστοχούσαν είτε χτυπούσαν τους άνδρες του Ρουμπή. Στο αντίθετο στρατόπεδο, ο Κολοκοτρώνης σύντομα θα λάμβανε ενίσχυση 10.000 ανδρών από τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη.
Τα μεσάνυχτα στις 13 Μάϊου ο Κολοκοτρώνης διέσπασε τον τούρκικο κλοιό και ανεφοδίασε τους προμαχώνες, όπου ο Μητροπέτροβας έδινε σκληρή μάχη με το τουρκικό ασκέρι. Οι ενισχύσεις κατέφθασαν από τα Βέρβαινα με 400 άνδρες και επικεφαλής τον Πέτρο Βαρβιτσιώτη, Δημήτριο Πουλικάκο, Αντώνη Μαυρομιχάλη, Αναγνώστη Κονδάκη, Χρήστο Αναγνωσταρά και Παναγιώτη Γιατράκο. Οι απόπειρες των Τούρκων να καταλάβουν τους προμαχώνες αποτύγχαναν η μία μετά την άλλη και γι’ αυτό το λόγο ο Μουσταφά Μπέης, αντικρίζοντας την δύσκολη κατάσταση, διέταξε αποχώρηση των στρατευμάτων. Οι Έλληνες βρήκαν την ευκαιρία να βγουν από τα ταμπούρια τους και πήραν στο κυνήγι τους Τούρκους.
Η μάχη κράτησε συνολικά 23 ώρες, μέχρι το επόμενο πρωί, με τους Τούρκους να έχουν 300 νεκρούς και πάνω από 500 τραυματίες, αναγκάζοντας τους να υποχωρήσουν, ώστε να μην περικυκλωθούν. Ήταν η πρώτη σημαντική νίκη των Ελλήνων, κατά την οποία ένα μικρό σύνολο ατάκτων υπερνικούσε έναν αριθμητικά υπέρτερο αντίπαλο . Ο Κανέλλος Δεληγιάννης περιγράφει τη μάχη με τα παρακάτω λόγια: «Αυτή η ένδοξη νίκη ήταν η κρίσις της Ελληνικής Επαναστάσεως και εις αυτήν χρωστείται η ανεξαρτησία της πατρίδος και ότι ενθάρρυνε και εμψύχωσε τους Έλληνας». Η νίκη αυτή αποτελεί ορόσημο που θεμελίωσε την ελπίδα της νίκης και έδωσε το όραμα της ελευθερίας στους επαναστατημένους Έλληνες, αναζωπυρώνοντας το ηθικό τους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Συλλογικό έργο (1980) Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. ΙΒ΄, Αθήνα: Εκδ. Αθηνών
- Καπετανάκης, Σταύρος Γ. (2015) Οι Μανιάτες στην Επανάσταση του 1821, Αθήνα: Εταιρεία Λακωνικών Σπουδών
- Γιαννόπουλος, Νίκος (2016) 1821: Οι Μάχες των Ελλήνων για την Ελευθερία, Αθήνα: Historical Quest
- Ιστοσελίδα της Αργολική Αρχειακής Βιβλιοθήκης Ιστορίας και Πολιτισμού. Διαθέσιμο ΕΔΩ