Της Κωνσταντίνας Κασούμη,
Η αρχή ne bis in idem αποτελεί βασική αρχή του ποινικού δικαίου. Σύμφωνα με την εν λόγω αρχή απαγορεύεται η διπλή απαξιολόγηση της ίδιας πράξης. Ειδικότερα, η ποινή για κάθε έγκλημα επιβάλλεται άπαξ. Κανείς δεν μπορεί να τιμωρηθεί δύο φορές για το αυτό έγκλημα. Το τιθέμενο ζήτημα είναι προφανές στην ποινική δίκη. Πολλές φορές, όμως, οι διοικητικές κυρώσεις ενέχουν το χαρακτήρα κρυπτοποινής. Αυτό σημαίνει ότι η επιβολή ενός υπέρογκου διοικητικού προστίμου σε συνδυασμό με μία καταδικαστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου για την ίδια παράβαση έχουν ως αποτέλεσμα να καταστρατηγείται η αρχή ne bis in idem και να τιμωρείται κάποιος δύο φορές από δικαστήρια διαφορετικής δικαιοδοσίας μεν αλλά για την ίδια πράξη.
Ιστορική αποτύπωση της αρχής ne bis in idem αποτελεί το γεγονός ότι παλαιότερα πρώτα ξεκινούσε η διοικητική διαδικασία και μετά ακολουθούσε η ποινική, έτσι ώστε να αποφευχθεί η διπλή απαξιολόγηση της ίδιας παράβασης. Πλέον, ποινική και διοικητική διαδικασία κινούνται παράλληλα και αυτό δεν πρέπει να μας κάνει να εφησυχάζουμε.
Τόσο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής ΕΔΔΑ) όσο και το Συμβούλιο της Επικρατείας (εφεξής ΣτΕ) εντόπισαν εγκαίρως την τιθέμενη προβληματική και διέγνωσαν το χαρακτήρα κρυπτοποινών ορισμένων διοικητικών κυρώσεων. Το ζήτημα της επιβολής περισσότερων ποινών διαφαίνεται εναργέστερα στην περίπτωση της φοροδιαφυγής.
Σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 359/2020 απόφαση της Ολομελείας του ΣτΕ: «ο νομοθέτης μπορεί να χαρακτηρίσει όχι μόνο ως διοικητικές παραβάσεις αλλά και ως ποινικά αδικήματα τις πλέον σοβαρές, από απόψεως ποσού ή/και συνθηκών τελέσεως, παραβάσεις φοροδιαφυγής, που, κατά την εκτίμησή του, χρήζουν έντονης κοινωνικής αποδοκιμασίας και απαιτούν συμπληρωματικές -σε σχέση με τις επιβαλλόμενες από τη φορολογική Διοίκηση- κυρώσεις για την αποτελεσματικότερη πρόληψη και αντιμετώπισή τους». Το ΣτΕ στην ως άνω απόφασή του επισημαίνει ότι ο φυσικός δικαστής των διαφορών μεταξύ κράτους και πολίτη είναι ο διοικητικός δικαστής. Αυτός είναι ο μόνος αρμόδιος κατά το Σύνταγμα να τέμνει τις διοικητικές διαφορές και να επιβάλλει κυρώσεις για παραβάσεις της διοικητικής νομοθεσίας. Ωστόσο, η αρμοδιότητα του διοικητικού δικαστή να επιβάλλει διοικητικές κυρώσεις δεν εξικνείται έως του σημείου οι κυρώσεις αυτές να συνιστούν κρυπτοποινές. Το ΣτΕ επισημαίνει: «η ανάθεση της επιβολής τους (ενν. των κρυπτοποινών) σε όργανα διοικητικά, ακόμα κι αν αφορούν παραβάσεις διοικητικών νόμων, θα ήταν αντισυνταγματική».
Το άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (Π.Π.) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) ορίζει: «Κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή καταδικασθεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου Κράτους για μια παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάσθηκε με αμετάκλητη απόφαση, σύμφωνα με το νόμο και την ποινική δικονομία του Κράτους αυτού». Το ΣτΕ καταλήγει στο συμπέρασμα: «κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως δεν απαγορεύεται η διπλή, ποινική και διοικητική (κατά το εθνικό δίκαιο), διαδικασία επιβολής κυρώσεων για φορολογικές παραβάσεις, εάν οι δύο διαδικασίες συνδέονται αρκούντως στενά μεταξύ τους, τόσο κατ’ ουσίαν όσο και κατά χρόνον, ώστε να αποτελούν ένα συνεκτικό σύνολο, καθόσον εξυπηρετούν διαφορετικούς σκοπούς και αντιμετωπίζουν διαφορετικές όψεις/πτυχές της παραβάσεως και, μάλιστα, κατά τρόπο προβλέψιμο και χωρίς να επιβάλλεται δυσανάλογο βάρος στον καθού».
Από τα παραπάνω ευχερώς συνάγεται ότι η επιβολή τόσο διοικητικής όσο και ποινικής κύρωσης για την αυτή παράβαση είναι ανεκτές από την έννομη τάξη, μόνο εφόσον οι δύο διαδικασίες (ποινική και διοικητική) είναι συμπληρωματικές, αυτοτελείς μεταξύ τους και εξυπηρετούν διαφορετικούς σκοπούς.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- ΟλΣτΕ 359/2020, διαθέσιμη η απόφαση εδώ