Του Ραφαήλ-Νικόλαου Μπελενιώτη,
Η πειρατεία υπήρξε ένα ιστορικό φαινόμενο με ισχυρή παρουσία και στα ελληνικά, οθωμανοκρατούμενα ακόμα, νερά του Αιγαίου. Μια αινιγματική, όμως, και θρυλική, ταυτόχρονα, φιγούρα πειρατή της εποχής του 1821 στην Ελλάδα, όχι τόσο για τα επιτεύγματα του στον τομέα των ληστρικών επιδρομών και των μαχών όσο περισσότερο για την γενικότερη πορεία της ζωής του, η οποία τον οδήγησε σε τεράστια πλούτη και σε μεγάλη δόξα, υπήρξε αυτή του Ιωάννη Βαρβάκη. Ο Ιωάννης Βαρβάκης είχε καταγωγή από το νησί των Ψαρών. Γεννήθηκε στις 24 Ιουνίου του 1745 και ήταν γιός ενός μεγάλου πλούσιου Έλληνα εμπόρου, του Ανδρέα Λεοντή και της γυναίκας του, Μαρώς Μόρου.
Η ταινία Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι του 2012 σε σκηνοθεσία του Γιάννη Σμαραγδή, με πρωταγωνιστή τον Sebastian Koch στον ρόλο του Ιωάννη Βαρβάκη αναπαριστά την ζωή και την δράση του Έλληνα εμπόρου, ο οποίος σταδιακά ανέρχεται από κουρσάρος, σε μεγαλέμπορο, και τελικά σε εθνικό ευεργέτη. Η πρώτη σκηνή της ταινίας μας επιστρέφει στο 1825, εν μέσω του ελληνικού εμφυλίου, στην υπό βρετανική κυριαρχία τότε Ζάκυνθο. Ο Ιωάννης Βαρβάκης βρίσκεται σε προχωρημένη πλέον ηλικία και έχει οδηγηθεί στο λοιμοκαθαρτήριο λοιμωδών νόσων του νησιού με το πρόσχημα της ασθένειάς του, αλλά, ως επί το πλείστον, για να βρίσκεται περιορισμένος σε ένα απομακρυσμένο σημείο. Εκεί, κάποια ντόπια παιδιά διερωτώνται ποιος είναι αυτός ο ξένος που έχει φτάσει στην πατρίδα τους. Τότε εισάγεται στην ταινία ένας άλλος χαρακτήρας, ο Ιβάν, υποδυόμενος από τον Yevgeny Stychkin, ο οποίος θα λειτουργήσει ως το τρίτο πρόσωπο – «αφηγητής», το οποίο θα εξιστορήσει «τα έργα και ημέραι» του Έλληνα πειρατή. Τότε, με μία αναδρομή/flashback οδηγούμαστε στην χρονική περίοδο που ο Βαρβάκης μεγαλούργησε, δρώντας ως κουρσάρος στο Αιγαίο.
Ο Βαρβάκης από μικρός είχε έρθει σε επαφή με την θαλάσσια ζωή, αφού στην εφηβεία του ήταν κιόλας μούτσος στο εμπορικό πλοίο του πατέρα του. Μεγαλώνοντας άρχισε να εισέρχεται βαθύτερα στις επιχειρηματικές δραστηριότητες της οικογένειας. Άρχισε να αποκτά μερίδιο από τις δουλειές και από τα κέρδη, με αποτέλεσμα περίπου είκοσι χρονών να φτάνει να ναυπηγεί την δική του ναυτική γαλιότα. Πολύ σύντομα, όμως, εγκατέλειψε το εμπόριο για να στραφεί προς την πολλά προσοδοφόρα, αλλά και εξαιρετικά επικίνδυνη, πειρατεία, όπως αποτυπώνεται και στην ταινία. Ήταν μια εποχή εξάλλου που στα ελληνικά υπό Οθωμανική κατοχή νησιά η πειρατεία ανθούσε, λόγω των δύσκολων συνθηκών άσκησης του εμπορίου, της συχνής κλοπής και των συνηθισμένων ληστρικών επιδρομών, αλλά και των αντιπαλοτήτων των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες πολλές φορές οδηγούνταν στο να ευνοούν με τον τρόπο τους την πειρατεία στα ελληνικά νησιά, προκειμένου να προκαλέσουν πλήγμα στους εμπορικούς ανταγωνιστές.
Αργότερα στην ταινία, παρουσιάζεται η πολεμική δράση του Βαρβάκη κατά την περίοδο των Ορλωφικών. Ξοδεύοντας σχεδόν μια περιουσία, κατάφερε να εξοπλιστεί με το δικό του πυρπολικό και κατόρθωσε να πολεμήσει γενναία στο πλευρό της Αυτοκράτειρας Αικατερίνης Β΄ ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Μετά την λήξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου, την υπογραφή της Συνθήκης του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή και την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο Βαρβάκης κατάφερε να κερδίσει την εύνοια της Αυτοκράτειρας Αικατερίνης Β’, αφού πρώτα γλύτωσε από την σύλληψη και τα χέρια των Οθωμανών, για τους οποίους αποτελούσε πλέον persona non grata, εξαιτίας της πολεμικής δράσης του. Από το 1812 έφτασε στην Οδησσό με την οικογένεια του, όπου και εγκατέστησε εκεί κοντά την επιχείρηση του. Εκεί δεν άργησε να έρθει σε επαφή με την Φιλική Εταιρεία και να γίνει ένας από τους βασικούς χρηματοδότες της. Η δράση του υπήρξε πλούσια και λαμπρή, αφού παράσημοφορήθηκε από το Ρωσικό κράτος και συνέδεσε το όνομα του με σημαντικά φιλανθρωπικά έργα και έργα υποδομής.
Επιδόθηκε καθ΄ όλη την διάρκεια της ζωής του σε έργα ενδυνάμωσης της ελληνικής υπόθεσης, είτε προσπαθώντας να ελευθερώσει αιχμαλώτους είτε μέσω απευθείας χρηματοδότησης. Προσέφερε πάρα πολλά στον αγώνα και ο θάνατός του είχε σημάνει πένθος για όλο τον ελληνισμό.
Στο τέλος της ταινίας, και αφού ο Ιβάν έχει ολοκληρώσει την αφήγηση της ζωής του Έλληνα κουρσάρου, βοηθάει τον κλινήρη Βαρβάκη να αποδράσει από τον αναγκαστικό εγκλεισμό που του έχει επιβληθεί και, από κοινού, φεύγουν από την Ζάκυνθο μέσα σε ένα μικρό βαρκάκι, στο οποίο ο Βαρβάκης θα αφήσει την τελευταία του πνοή.
Στο πλαίσιο της μυθοπλασίας που έχει θέσει η ταινία, ο θάνατος του Βαρβάκη είχε αυτή την ρομαντική χροιά που αποδόθηκε στην μεγάλη οθόνη. Για την ιστορία, πέθανε τα ξημερώματα της 12ης Ιανουαρίου του 1825, ύστερα από έναν σκληρό αγώνα με την λοιμώδη νόσο, από την οποία και έπασχε. Στην διαθήκη του θέλησε να αφήσει τα περισσότερα χρήματά του στο δημόσιο και στις ελληνικές αρχές. Μέσω των χρημάτων που προσέφερε έγιναν πολλά αξιοσημείωτα έργα στην μετεπαναστατική ελληνική επικράτεια, μεταξύ των οποίων, το πιο διάσημο Βαρβάκειο Λύκειο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Ταινία του Γιάννη Σμαραγδή (2012) «Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι», Alexandros Film
-
Βασίλης Ασημομύτης (2001), Ιωάννης Βαρβάκης, Ο Πατριώτης, εκδ. Κάκτος
-
Αλίκη Σολωμού (1984), «Βαρβάκης Ιωάννης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, , τομ. 2, Εκδοτική Αθηνων