Του Γιώργου Πασσά,
Ολοένα και περισσότερες συζητήσεις ξεκινούν γύρω από την έμμεση υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού, με τους αντίμαχους αυτής να είναι πολλοί. Το συνηθέστερο αντεπιχείρημα δεν είναι άλλο παρά η αντισυνταγματικότητα ενός τέτοιου μέτρου, καθώς και η έλλειψη ειδικότερης νομοθετικής θεμελίωσης, με αποτέλεσμα την παραβίαση θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων των πολιτών που αρνούνται να εμβολιαστούν. Αξίζει, λοιπόν, να επιδιώξει κανείς να αναιρέσει το εν λόγω νομικό επιχείρημα, προκειμένου αφενός, ίσως, αυτός που το επικαλείται να αναθεωρήσει, αφετέρου με σκοπό να προσεγγισθεί το όλο ζήτημα με τρόπο εγγύτερο στην πραγματικότητα.
Μία εκ των θεμελιωδών συνταγματικών υποχρεώσεων του κράτους αποτελεί η προστασία της δημόσιας υγείας, η οποία βρίσκει έρεισμα στο άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος, όπου ρητά αναφέρεται πως «το κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών». Για την προστασία του συνταγματικού αυτού αγαθού, νοούμενου όχι με ατομική αλλά με συλλογική υπόσταση, απαιτείται από το κράτος η λήψη των σχετικών απαραίτητων μέτρων, τα οποία, προφανώς, αφορούν τόσο τις περιπτώσεις θεραπείας, όσο και τις περιπτώσεις πρόληψης της διάδοσης και καταπολέμησης μεταδοτικών ασθενειών. Ταυτοχρόνως, το άρθρο 5 παρ. 5 του Συντάγματος ορίζει πως «καθένας έχει δικαίωμα στην προστασία της υγείας του», εδάφιο που περιλαμβάνει την απαγόρευση τόσο της προσβολής, όσο και της απλής διακινδύνευσης του συγκεκριμένου δικαιώματος.
Η συνταγματική θεωρία τείνει να κρίνει ως θεμιτή την επιβολή περιοριστικών μέτρων σε περιόδους ιδιαίτερα αυξημένης επικινδυνότητας κατά τις οποίες διακυβεύεται έντονα η δημόσια υγεία των πολιτών (Χ. Ανθόπουλος, «Πανδημία, δικαίωμα στην υγεία και καθήκον αλληλεγγύης» σε ΕφημΔΔ 1/2020 Σ. 28-34.), αποδεχόμενη κατ’ επέκταση και την επιβολή του (πάντα έμμεσου) υποχρεωτικού εμβολιασμού. Το αυτό υποστηρίζει και ο κ. Δαγτόγλου, ο οποίος αναφέρει χαρακτηριστικά πως σε εξαιρετικές περιπτώσεις, συνδεόμενες με σημαντική διακινδύνευση της ζωής ή της υγείας των άλλων ή της Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας, θα μπορούσε να επιτραπεί μία αναγκαστική επέμβαση στο σώμα του ατόμου, με χαρακτηριστικές περιπτώσεις τον υποχρεωτικό εμβολιασμό (Π. Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο-Ατομικά Δικαιώματα, Αθήνα, Σάκκουλας, 4η έκδοση 2012 σ.22). Το δε άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος κατοχυρώνει την αρχή της αλληλεγγύης και, ως εκ τούτου, προσφέρει τη δυνατότητα θέσπισης και επιβολής μέτρων με σκοπό την προστασία της δημόσιας υγείας. Η ανοσία, μάλιστα, που επιτυγχάνεται μέσω του εμβολιασμού, αποτελεί πέραν πάσης αμφισβητήσεως δημόσιο αγαθό, αγαθό δηλαδή από το οποίο επωφελούνται όλοι, με αποτέλεσμα να μπορεί να νοηθεί ως κάτι το οποίο το κράτος όχι απλώς δύναται, αλλά πολύ περισσότερο υποχρεούται να απαιτήσει από τους πολίτες, χάριν του προαναφερθέντος καθήκοντος κοινωνικής αλληλεγγύης (άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος).
Την ίδια στιγμή, ως κυριότερα επιχειρήματα περί αντισυνταγματικότητας του υποχρεωτικού εμβολιασμού εμφανίζονται η αξία του ανθρώπου (άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγματος), η ελευθερία ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρο 5 παρ. 1 Συντάγματος), η προστασία έναντι βιοϊατρικών παρεμβάσεων (άρθρο 5 παρ. 5 εδ. β’ Συντάγματος), η σωματική ακεραιότητα και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια (άρθρο 7 παρ. 2 Συντάγματος), όλα εκ των οποίων παρουσιάζουν πασίδηλα μία ατομική και όχι συλλογική διάσταση. Έτσι, κατ’ αρχήν κάθε ιατρική παρέμβαση δίχως την προθυμία και συναίνεση του ατόμου, απαγορεύεται. Στην περίπτωση, όμως, όπου πρόκειται για μία κατάσταση ανάγκης, η οποία έχει ως αποτέλεσμα να διακυβεύεται καταφανώς η δημόσια υγεία, τα επί μέρους ατομικά δικαιώματα υποχωρούν χάριν του υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος. Με άλλα λόγια, στη σύγκρουση ατομικών δικαιωμάτων και δικαιωμάτων δημοσίου συμφέροντος, τα δεύτερα υπερισχύουν, αρκεί βέβαια ταυτοχρόνως να τηρούνται οι απαραίτητες προϋποθέσεις, όπως είναι η αρχή της αναλογικότητας και στις τρεις εκφάνσεις της (δηλαδή τα μέτρα που λαμβάνονται να είναι πρόσφορα, αναγκαία και αναλογικά stricto sensu για την επίτευξη του συνταγματικού δημοσίου σκοπού) και η προαναφερθείσα ύπαρξη έκτακτης ανάγκης.
Η ειδικότερη νομοθεσία, καθώς και η νομολογία του ΣτΕ, κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος με όσα εξετέθησαν ανωτέρω. Ο ν. 4675/2020 (ΦΕΚ 54/Α/11.3.2020) προβλέπει ρητά πως «Σε περιπτώσεις εμφάνισης κινδύνου διάδοσης μεταδοτικού νοσήματος, που ενδέχεται να έχει σοβαρές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία, μπορεί να επιβάλλεται, με απόφαση του Υπουργού Υγείας, μετά από γνώμη της ΕΕΔΥ (Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων Δημόσιας Υγείας), υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού, με σκοπό την αποτροπή της διάδοσης της νόσου. Με την ανωτέρω απόφαση ορίζονται η ομάδα του πληθυσμού ως προς την οποία καθίσταται υποχρεωτικός ο εμβολιασμός με καθορισμένο εμβόλιο, η τυχόν καθορισμένη περιοχή υπαγωγής στην υποχρεωτικότητα, το χρονικό διάστημα ισχύος της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού, το οποίο πρέπει πάντοτε να αποφασίζεται ως έκτακτο και προσωρινό μέτρο προστασίας της δημόσιας υγείας για συγκεκριμένη ομάδα του πληθυσμού, η ρύθμιση της διαδικασίας του εμβολιασμού». Ακόμη, η κυρωθείσα με τον ν. 4682/2020 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου καθιστά επιτρεπτό τον υποχρεωτικό εμβολιασμό προσώπων που, κατά εύλογη υπόνοια, δύνανται να μεταδώσουν τον ιό άμεσα ή έμμεσα. Η άποψη πως η υγεία του ενός υποχωρεί έναντι της υγείας των άλλων εμφανίζεται και στην προσφάτως εκδοθείσα και πολυσυζητημένη απόφαση 2387/2020 του ΣτΕ, όπου το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο έκρινε ως απολύτως θεμιτό τον υποχρεωτικό εμβολιασμό νηπίων και ανηλίκων για την επίτευξη του αντίστοιχου δημοσίου σκοπού, δηλώνοντας, επιπροσθέτως, χαρακτηριστικά πως τυχόν άρνηση παραβιάζει και τη συνταγματική αρχή της ισότητας, δεδομένου ότι το μη εμβολιασμένο άτομο επαφίεται στον εμβολιασμό και την υπευθυνότητα των προσώπων του περιβάλλοντός του για την ασφάλεια και υγεία του ιδίου. Χαρακτηριστικό είναι δε πως όλα όσα αναφέρθηκαν στις προηγούμενες παραγράφους ισχύουν και στην ενωσιακή έννομη τάξη, τόσο νομοθετικά, όσο και νομολογιακά (βλ. ενδεικτικά άρθρο 8 Σύμβασης του Οβιέδο για την παράλειψη συναίνεσης επί ιατρικών επεμβάσεων σε έκτακτες περιστάσεις, καθώς και τη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α. περί υποχρεωτικού εμβολιασμού και συγκεκριμένα την υπόθεση Vavřička και λοιποί κατά Τσέχικης Δημοκρατίας, αιτήσεις αριθ. 47621/13 και πέντε ακόμα. Περισσότερα και στην εισήγηση του κ. Βασίλη Χειρδάρη που παρατίθεται στις πηγές).
Εκ των ανωτέρω καθίσταται σαφές πως η υποχρέωση εμβολιασμού μπορεί να απευθυνθεί προς συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, οι οποίες, λόγω της φύσης της επαφής τους με τους υπόλοιπους πολίτες, κρίνονται ως αυξημένης επικινδυνότητας. Ποια κοινωνική ομάδα, όμως, δεν έρχεται σε άμεση επαφή με άλλους πολίτες; Ακόμα και αν κάποιος λόγω επαγγέλματος δουλεύει κατ’ αποκλειστικότητα μέσω τηλεργασίας, είναι σχεδόν αδύνατον -σίγουρα πάντως ανήκουστο- να μη συναναστρέφεται καθόλου άλλους ανθρώπους, σε συναυλιακούς χώρους, χώρους εστίασης, γήπεδα, μουσεία, κινηματογράφους, θέατρα κ.ο.κ. Επομένως, πώς είναι αντιστρόφως δυνατό να μην αποτελεί παράγοντα υγειονομικής επιβάρυνσης και διακινδύνευσης της δημόσιας υγείας;
Λαμβάνοντας υπόψιν όλα τα ανωτέρω, η ακόλουθη ρήση του Χ. Ανθόπουλου επί του ζητήματος φαντάζει ως η πλέον εύστοχη: «Το κρίσιμο συνταγματικό ερώτημα δεν είναι αν ο γενικός υποχρεωτικός εμβολιασμός είναι συνταγματικά επιτρεπτός, αλλά αν είναι συνταγματικά αναγκαίος, έτσι ώστε να είναι αντισυνταγματική, τουλάχιστον σε ορισμένες περιπτώσεις, η παράλειψη του Κράτους να τον επιβάλλει». Δεδομένης της επικινδυνότητας της νόσου του κορωνοϊού, την οποία διά πυρός και σιδήρου αντιλαμβανόμαστε πλέον, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί πως η δημόσια υγεία πρέπει να τοποθετηθεί στην κορυφή της ιεραρχικής πυραμίδας μεταξύ των συνταγματικώς προστατευομένων δικαιωμάτων. Και, συνεπώς, κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει πως το κράτος δεν οφείλει, κατά τις συνταγματικές επιταγές, να υποχρεώσει τους πολίτες σε εμβολιασμό, προκειμένου η προστασία της δημόσιας υγείας να τεθεί ουσιαστικώς σε προτεραιότητα.
Στη συγκεκριμένη περίσταση, όμοια της οποίας δεν υπάρχει, το παρακάτω ισχύει ως δεδομένο: πρόκειται για την πλέον επικίνδυνη και μεταδοτική νόσο που έχει αντιμετωπίσει η ανθρωπότητα μετά την ισπανική γρίπη, η οποία διαρκώς μεταλλάσσεται και ισχυροποιείται, με τα εμβόλια για την καταπολέμησή της να είναι αποτελεσματικά σε ποσοστά άνω του 94%, ενώ, ταυτοχρόνως, αυτά παρουσιάζουν ποσοστά σοβαρών παρενεργειών υπό το 0,3%. Βάσει αυτών, μοιάζει προφανές πως ο εμβολιασμός αποτελεί το πλέον πρόσφορο, αξιόπιστο και αναγκαίο μέσο για να μας οδηγήσει έξω από αυτή τη δίνη, πίσω στις ζωές που τέθηκαν σε παύση επ’ αόριστον τον Ιανουάριο του 2020. Και υποχρεωτικός εμβολιασμός νοούμενος, προφανώς, όχι μέσω άμεσου εξαναγκασμού, αλλά έμμεσου, μέσω θεμιτών μέσων και περιορισμών, όπως είναι ο αποκλεισμός από συγκεκριμένες δραστηριότητες, χώρους, η μη υποχρέωση πρόσληψης του αρνητή σε θέση εργασίας (όχι όμως και η απόλυσή του) κ.ά.
Ο φόβος, λιγότερο ή περισσότερο, είναι πάντα κατανοητός, ακόμα και αν εκείνος που φοβάται δεν αντιλαμβάνεται ακριβώς το «γιατί» που κρύβεται πίσω από αυτόν. Βρισκόμαστε, όμως, πιθανώς στην κρισιμότερη καμπή της ιστορίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Χρειάζεται να ξεπεράσουμε τα εμπόδια που ομοιάζουν απροσπέλαστα, να προχωρήσουμε, να προοδεύσουμε. Και η ζωή δεν μπορεί να προοδεύσει με φόβο. Ας γίνουμε εμείς αυτοί που έσωσαν τον κόσμο. Ακόμη και αν καλούμαστε να κάνουμε το αυτονόητο, να εμπιστευτούμε την επιστήμη που επί δεκαετίες βελτιώνει την καθημερινότητά μας. Πρέπει ο καθένας μας να κάνει το παραπάνω βήμα, για τον ίδιο και για όλους τους άλλους. Γιατί μόνο έτσι μπορούμε να τα καταφέρουμε. Μόνο έτσι μπορούμε να πάρουμε τις ζωές μας πίσω.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Συνταγματικός ο υποχρεωτικός εμβολιασμός – Σχόλιο στην ΣτΕ (Δ΄ Τμήμα) 2387/2020, Syntagma Watch, διαθέσιμο εδώ
- Εμβόλιο: Τα όρια της μη υποχρεωτικότητας, Constitutionalism, διαθέσιμο εδώ
- Το μέτρο του υποχρεωτικού εμβολιασμού στις εργασιακές σχέσεις, Άρθρα – Μελέτες, διαθέσιμο εδώ
- Εισήγηση για Υποχρεωτικό Εμβολιασμό, Βασίλης Χειρδάρης, διαθέσιμο εδώ