Του Γιώργου Γαλανάκη,
Έναν αιώνα πριν η Κωνσταντινούπολη πέσει από τον Μεχμέτ Β΄, γνωστό και ως «Μωάμεθ ο Πορθητής», η ατμόσφαιρα στις βυζαντινές χώρες είχε αρχίσει να γίνεται ερεβώδης. Έλληνες λόγιοι, προβλέποντας την αρνητική τροπή των πραγμάτων, ιδιαίτερα από τη στιγμή που οι Τούρκοι κατέλαβαν την Καλλίπολη το 1354, προτιμούσαν τη φυγή προς πιο «εύπορες» χώρες για την «καλλιέργεια» των γνώσεών τους, από την παραμονή στο παρακμάζον Βυζάντιο, που αργοβυθιζόταν σαν ταλαιπωρημένο καράβι που έκανε το τελευταίο του ταξίδι. Ήδη όμως, κατά τον 14ο αιώνα, δραστηριοποιήθηκαν για τη διάδοση των ελληνικών γραμμάτων δύο επιφανείς λόγιοι· ο μοναχός Βαρλαάμ από την Καλαβρία (δάσκαλος του Πετράρχη) και ο Λεόντιος Πιλάτος. Ο Λεόντιος Πιλάτος κατάφερε, με τη στήριξη του Βοκκακίου, να ιδρύσει και την πρώτη έδρα αρχαίας ελληνικής φιλολογίας στο Δυτικό κόσμο. Μαθητές του οι Πετράρχης και Βοκκάκιος, εμπνέονται από τον Πιλάτο και το ενδιαφέρον για την αρχαία φιλοσοφία και ποίηση φουντώνει στην Ιταλία. Μετά από αυτούς, θα ακολουθούσε μία πλειάδα Ελλήνων λογίων, που θα φρόντιζε, μαζί με την αναπόφευκτη δύση του Μεσαιωνικού Ελληνισμού, να τροφοδοτήσει την γέννηση του Νέου.
Πεινασμένες για γνώση, οι ανεξάρτητες ιταλικές πόλεις μέσα στην αυξανόμενη ευμάρεια φροντίζουν να προσελκύουν όλο και περισσότερους Έλληνες λόγιους από το Βυζάντιο. Δύο επίσκοποι, ο Σμύρνης Παύλος και ο Θηβών Σίμων, αύξησαν το ενδιαφέρον για την αρχαιογνωσία στην Ιταλία. Στα τέλη του 14ου αιώνα πάντως, παρουσιάστηκε εντονότερο το ενδιαφέρον, με την άφιξη του Δημητρίου Κυδώνη, του Μανουήλ Χρυσολωρά και του Μανουήλ Καλέκα. Στο παρόν άρθρο, ωστόσο, θα σταθούμε στις προσωπικότητες που περισσότερο επηρέασαν τον ζήλο για τη διατήρηση και τη μάθηση της ελληνικής κληρονομιάς. Όσον αφορά τους παραπάνω, ο Χρυσολωράς ξεχώρισε για το διδακτικό του έργο. Στη Φλωρεντία παρέδιδε μαθήματα ως το 1399. Ύστερα, υπηρέτησε ως διπλωμάτης τον αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄, συμβάλλοντας στις προσπάθειες προσέγγισης του Βυζαντίου με τη Δύση, προκειμένου να ανατραπεί η οθωμανική ορμητικότητα. Συνέγραψε μάλιστα μία «Σύγκρισιν της παλαιάς και της νέας Ρώμης», με σκοπό να αναδείξει τη συγγένεια των δύο κόσμων και να τους συμφιλιώσει.
Το κείμενο παραδόθηκε ως επιστολή στον επόμενο αυτοκράτορα, Ιωάννη Η΄. Με πρότυπο αυτόν, ακολούθησαν και πολλοί άλλοι μορφωμένοι Έλληνες τον δρόμο της εξορίας, με την ελπίδα πώς μέσω της Ιταλικής Αναγέννησης, θα αναγεννηθεί και ο Ελληνισμός. Μαθητής και θαυμαστής του Χρυσολωρά υπήρξε ο Guarino da Verona, ο οποίος αφιέρωσε το έργο του στον αγαπημένο του δάσκαλο. Αν και ο Χρυσολωράς έζησε για μικρό χρονικό διάστημα στην Φλωρεντία, στην Παβία, στη Ρώμη και στο Μιλάνο, η κληρονομιά που άφησε στερέωσε τη φιλομάθεια για την αρχαιογνωσία. Τα πρωτεία για τις κλασικές σπουδές απέκτησε η Φλωρεντία. Καθώς έλειπαν όμως οι βασικές γνώσεις αρχαίων ελληνικών από τους περισσότερους φοιτητές, έθεσε τα θεμέλια περισσότερο ως καθηγητής γυμνασίου, παρά πανεπιστημίου. Έτσι, έγραψε την Γραμματική του, με τον τίτλο «Ερωτήματα», διότι διδασκόταν με τη μορφή ερωταπαντήσεων, ενώ δίδασκε και συντακτικό, προκειμένου να προχωρήσει στα ελληνικά κείμενα, όπου θεμελιώδες ήταν και το μεταφραστικό του έργο για τους ελληνομαθείς. Η Γραμματική του ήταν βασικό εγχειρίδιο ακόμα και για τους επιφανέστερους μελετητές, όπως οι Έρασμος και Reuchlin. Όντας ακόμα όμως το Βυζάντιο η μεγαλύτερη κοιτίδα του τότε πολιτισμού, παρά τη ζοφερή πνευματική και οικονομική παρακμή, όπως παραδέχεται ο Guarino «orbis terrarium Europa, Europae Graecia, Graeciae regina urbs Byzantii est», θα συνέχιζε να τροφοδοτεί με λόγιους την Ιταλία.
Το 1439, νέες ζυμώσεις θα λάμβαναν χώρα στη Φλωρεντία, με αφορμή τη Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας για την άρση του Σχίσματος και την Ένωση των Εκκλησιών. Κορυφαίοι άνθρωποι του πνεύματος θα ακολουθούσαν τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο για να διαπραγματευτούν με τους καθολικούς, χρησιμοποιώντας τη ρητορική τους δεινότητα και τα αρχαία έγγραφα που διέθεταν ως τεκμήρια της επιχειρηματολογίας τους. Η αναμέτρηση των Λατίνων με τους Έλληνες σοφούς γονιμοποίησε περισσότερο από ποτέ το ενδιαφέρον για την αρχαιοελληνική φιλοσοφία. Από την ελληνική αποστολή ξεχώριζαν ο μητροπολίτης Νίκαιας Βησσαρίων και ο δάσκαλός του, Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων. Σε συζητήσεις με Φλωρεντινούς ουμανιστές, ο Γεμιστός ανάπτυξε τις ιδέες του περί ανωτερότητας του Πλάτωνα, μυώντας τους Ιταλούς στην πλατωνική φιλοσοφία.
Οι ιδέες αυτές αναπτύχθηκαν λόγω του προγενέστερου μεταφραστικού έργου για τον Πλάτωνα από τους Μανουήλ Χρυσολωρά, Palla Strozzi και Leonardo Brunni. Ο Γεμιστός όμως δεν θεωρούσε ισάξιο τον Αριστοτέλη και έτσι, χρόνια αργότερα το 1462, θα απαντούσε ο Θεόδωρος Γαζής προβάλλοντας τα προτερήματα της αριστοτελικής φιλοσοφίας, όπως και ο αψύς Γεώργιος Τραπεζούντιος. Στην εριστικότητα του Τραπεζούντιου απάντησε ο Βησσαρίων το 1469 με το «In Calumniatorem Platonis», σε 4 βιβλία, αναγνωρίζοντας τις αξίες αμφοτέρων των φιλοσόφων και προωθώντας τες περαιτέρω στη Δύση, προκειμένου να παύσουν οι μισαλλοδοξίες για την ανωτερότητα ενός. Η επιμονή του Βησσαρίωνα για Ένωση των Εκκλησιών κάτω από τις όποιες προϋποθέσεις συντέλεσε στο να απομακρυνθεί από το Βυζάντιο. Τον Δεκέμβρη του 1439 χρίστηκε καρδινάλιος και το επόμενο έτος εγκαταστάθηκε στην Ιταλία.
Γύρω από τον Βησσαρίωνα σχηματίστηκε ένας μεγάλος κύκλος φιλολόγων. Ίδρυσε πολλά σχολεία για την εκμάθηση της Ελληνικής, μετέφρασε Αριστοτέλη και Ξενοφώντα και ασχολήθηκε σε μεγάλο εύρος με τη φιλοσοφία, προωθώντας την ελληνική κληρονομιά στη Δύση. Τεράστιος ήταν ο αριθμός των χειρογράφων που κατόρθωσε να συλλέξει, φθάνοντας τα 900, εκ των οποίων πάνω από 600 ήταν στην Ελληνική. Η συλλογή του αποτέλεσε για τη Μαρκιανή βιβλιοθήκη της Βενετίας έναν από τους μεγαλύτερους πνευματικούς θησαυρούς. Ο Θεόδωρος Γαζής και ο Γεώργιος Τραπεζούντιος, που υπήρξαν σημαντικοί άνθρωποι του κύκλου του, μετέφρασαν για χάρη του Αλφόνσου Α΄ της Νεάπολης ελληνικά χειρόγραφα, ο οποίος προωθούσε Έλληνες λόγιους στις μονές της Καλαβρίας, της Απουλίας και της Σικελίας.
Ο Βησσαρίων θα γινόταν ο πιο δημοφιλής Έλληνας στην Ιταλία, όντας πόλος έλξης για όλο και περισσότερους μορφωμένους Βυζαντινούς, ωθώντας τους να μεταναστεύσουν στο λίκνο της Αναγέννησης, την Ιταλία. Παράλληλα, η ελληνομάθεια αναπτύσσεται περισσότερο από ποτέ πριν στη Δύση, ενώ το Βυζάντιο πνέει τα λοίσθια. Ακόμα και ο πρωταγωνιστής των ανθενωτικών Γεώργιος Σχολάριος, σημείωνε το 1443 πως ο Βησσαρίων κοσμούσε την Ιταλία, ενώ στο Βυζάντιο είχαν μείνει λιγοστοί λόγιοι και οι περισσότεροι ήταν πια αμαθείς.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Βακαλόπουλος, Α. (2000), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού τ.Α’, Αρχές και διαμόρφωσή του, Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Αντ. Σταμούλη.
- Μάλλιου, Σ.-Α. (2006), Η κριτική του Γεωργίου Τραπεζουντίου στην αριστοτελική και πλατωνική φιλοσοφία, Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.
- Μπαλόγλου, Χ. (2018), Γεώργιος Γεμιστός-Πλήθων, λόγιος και φιλόσοφος στο Ύστερο Βυζάντιο (15ος αιώνας), Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Αντ. Σταμούλη.
- Σαββίδης, Α., Hendrickx, B. (2008), Εισαγωγή στη Βυζαντινή Ιστορία (284-1461), Αθήνα: Εκδόσεις Ηρόδοτος.
- Cammelli, G. (2006), Μανουήλ Χρυσολωράς, μτφρ. Δ. Βλάμη, Αθήνα: Εκδόσεις Κότινος.
- Hunger, H. (2017), Βυζαντινή Λογοτεχνία, Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών, τ. Β’, μτφρ. Τ. Κόλιας, Κ. Συνέλλη, Γ.Χ. Μακρής, Ι. Βάσσης, Αθήνα: Εκδόσεις Μ.Ι.Ε.Τ.
- Ostrogorsky, G. (2018), Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, τ. Γ’, μτφρ. Ι. Παναγόπουλος, Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη.