Του Βασίλη Χουρσανίδη,
Ήταν το 1950 όταν ο Γάλλος Υπουργός Εξωτερικών Σουμάν, στην περίφημη διακήρυξή του, για πρώτη φορά αποτύπωσε την ιδέα του περί ενός υπερκρατικού μορφώματος, στο οποίο τα κράτη της Ευρώπης, που είχαν ισοπεδωθεί από δύο πολυετείς παγκόσμιους πολέμους, θα εκχωρούσαν την αποκλειστική εξουσία λήψης αποφάσεων αναφορικά με τη διαχείριση και την εκμετάλλευση των δύο βασικών για την εποχή πρώτων υλών της βιομηχανίας, του άνθρακα και του χάλυβα. Όπως θεωρούσε ο ίδιος, με αυτόν τον τρόπο συγκέντρωσης της εξουσίας σε ένα υπερκρατικό και διακυβερνητικό μόρφωμα, όπου δεν θα είχαν τον πρώτο λόγο τα κράτη της Ευρώπης αλλά αυτόνομα θεσμικά όργανα, θα αποτρεπόταν μία μελλοντική αναζωπύρωση του έκρυθμου κλίματος της μαύρης τριακονταετίας στην Ευρώπη, κλίμα που ήταν αποτέλεσμα του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού κατά τα χρόνια αυτά. Εφόσον τα κράτη εφεξής δεν θα είχαν την εξουσία διαχείρισης των βασικών πλουτοπαραγωγικών πηγών, δεν θα υπήρχε πρόσφορο έδαφος για την επανεμφάνιση του καταστροφικού ιμπεριαλισμού, καθώς θα υπήρχε στενή αλληλεξάρτησή τους εκεί όπου άλλοτε εντοπίζονταν οι τριβές.
Αποτέλεσμα της εν λόγω έμπνευσης ήταν η σύναψη της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα το 1952, δια της οποίας ιδρύθηκε ο διεθνής οργανισμός για τον οποίο μιλούσε πριν δύο χρόνια ο Σουμάν και στον οποίο εκχώρησαν τα έξι ιδρυτικά κράτη-μέλη μια ευρύτατη εξουσία, που υπό άλλες συνθήκες δεν θα εκχωρούσε κανένα κυρίαρχο και ανεξάρτητο, κατά την κλασική έννοια, κράτος: την εξουσία διαχείρισης των αποθεμάτων άνθρακα και χάλυβα στα κράτη-μέλη. Έξι χρόνια αργότερα, ακολούθησαν οι Συνθήκες Ε.Ο.Κ. και ΕΥΡΑΤΟΜ, μέσω των οποίων ιδρύθηκαν άλλοι δύο διεθνείς οργανισμοί, στους οποίους επίσης εκχωρήθηκαν αρκετές εξουσίες που παραδοσιακά θεωρείτο ότι ανήκαν στον σκληρό πυρήνα της κρατικής κυριαρχίας. Πρόκειται για τρεις Συνθήκες ορόσημο στην ιστορία του διεθνούς δικαίου, καθώς ήταν οι πρώτες που απέκλιναν από το δόγμα της διακυβερνητικής συνεργασίας και υιοθέτησαν το λεγόμενο ενοποιητικό πρότυπο, σύμφωνα με το οποίο ο επιδιωκόμενος σκοπός δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί παρά μόνο μέσα από την «αποστέωση» της κρατικής κυριαρχίας και τη γνήσια εκχώρηση κρατικών αρμοδιοτήτων σε ένα υπερκρατικό μόρφωμα, που εφεξής θα είχε την εξουσία να παράγει δεσμευτικούς, για όλα τα μέλη, κανόνες κοινής επίλυσης συγκεκριμένων ζητημάτων.
Αντιλαμβάνεται εύκολα κανείς πόσο σημαντικό βήμα αποτέλεσε η σε τόσο σύντομο διάστημα σύλληψη και υλοποίηση μίας ιδέας μάλλον ουτοπικής με βάση τις μέχρι τότε αντιλήψεις περί κυρίαρχου κράτους, τις πολιτικές έντονης εσωστρέφειας, προστατευτισμού και κρατικού ανταγωνισμού. Με την πάροδο των ετών το ενοποιητικό εγχείρημα διευρύνθηκε ποιοτικά και ποσοτικά με τη συνεχή εκχώρηση νέων αρμοδιοτήτων και την προσχώρηση νέων κρατών. Ώσπου το 1992, με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ συντελέστηκε η μεγάλη τομή που αποτέλεσε τον προάγγελο της σύγχρονης Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι παλαιές κοινότητες αντικαταστάθηκαν από έναν ενιαίο διεθνή οργανισμό, την Ευρωπαϊκή Ένωση, έλαβε χώρα σημαντική διεύρυνση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης, ενώ, συγχρόνως, οι παλιές τρεις κοινότητες απορροφήθηκαν κατ’ουσία από την Ένωση και οι αρμοδιότητές τους, ως δέσμες, αποτέλεσαν τους λεγόμενους «Τρεις Κοινοτικούς Πυλώνες». Κάθε πυλώνας διεπόταν από διαφορετικούς κανόνες ως προς την άσκηση της ρυθμιστικής αρμοδιότητας της Ένωσης από τα θεσμικά της όργανα στους τομείς που αυτή της είχε εκχωρηθεί.
Με την Συνθήκη της Λισαβόνας το 2007, επήλθε κατάργηση των πυλώνων και πλήρης ευθυγράμμιση των διαδικαστικών κανόνων άσκησης της ρυθμιστικής αρμοδιότητας της Ένωσης σε όλους τους τομείς δράσης της. Θεσπίσθηκε, ακόμα, η συνήθης νομοθετική διαδικασία και μια σειρά από ειδικές νομοθετικές διαδικασίες, έπαυσε να υφίσταται ο παλαιός πλουραλισμός στα είδη των νομικών πράξεων της Ένωσης. Πλέον, προβλέπονται μόνο ο Κανονισμός, η Οδηγία και η Απόφαση και, συγχρόνως, έγινε σύμπτυξη των ιδρυτικών συνθηκών των παλιών Κοινοτήτων σε δύο ενιαία κείμενα, τη ΣΛΕΕ και τη ΣΕΕ.
Aξιοσημείωτο χαρακτηριστικό του ενωσιακού εγχειρήματος είναι ότι στους πιο νευραλγικούς τομείς ενοποιητικής ρυθμιστικής παρέμβασης της Ένωσης, δηλαδή κυρίως στην ενιαία εσωτερική αγορά, οι ρυθμιστικές της αρμοδιότητες είναι αποκλειστικές, πράγμα το οποίο σημαίνει αληθή αποκλεισμό της νομοθετικής πρωτοβουλίας και δράσης των κρατών-μελών και πλήρης συγκέντρωση αυτών στα χέρια των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Πλέον, τα κράτη δεν έχουν λόγο παρά μόνο μέσω των αντιπροσώπων τους στα εν λόγω θεσμικά όργανα τα οποία είναι αποκλειστικά αρμόδια για την παραγωγή νομικά δεσμευτικών κανόνων, που θα είναι κοινοί σε όλα τα κράτη-μέλη και τους οποίους τα τελευταία δεν μπορούν να τροποποιήσουν ή να παραβιάσουν άμεσα ή έμμεσα με εσωτερικές διαδικασίες, διότι διαφορετικά θα κινδυνεύουν να εναχθούν από την Επιτροπή με προσφυγή λόγω παραβάσεως του Ενωσιακού δικαίου (άρθρο 263 ΣΛΕΕ). Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτής της κατηγορίας είναι η νομισματική πολιτική για τα κράτη της Ευρωζώνης, η οποία ασκείται αποκλειστικά από την ΕΚΤ.
Υπάρχουν άλλοι τομείς όπου ναι μεν υφίσταται ρυθμιστική αρμοδιότητα της Ένωσης, όμως, αυτή είναι συντρέχουσα με εκείνη των κρατών, υπό την έννοια ότι το τεκμήριο αρμοδιότητας έχουν τα κράτη και η Ένωση μπορεί να παρέμβει ρυθμιστικά για την παραγωγή κοινών κανόνων, μόνο εφόσον αποδείξει ότι ο περιγραφόμενος στις Συνθήκες στόχος της στον εν λόγω τομέα δύναται να επιτευχθεί αποτελεσματικότερα σε κεντρικό παρά σε εθνικό επίπεδο. Ισχύει, δηλαδή, εν προκειμένω η αρχή της επικουρικότητας, η εφαρμογή της οποίας ελέγχεται προληπτικά με τη συμμετοχή των εθνικών κοινοβουλίων πριν την υιοθέτηση μίας νομοθετικής πρότασης (συνήθως της Επιτροπής), τα οποία καλούνται να γνωμοδοτήσουν υπέρ της ανάγκης λήψης ενωσιακής δράσης στον εν λόγω τομέα, προκειμένου αυτή νομίμως να αναληφθεί. Ελέγχεται, όμως, και κατασταλτικά από το δικαστήριο με προσφυγή ακυρώσεως (άρθρο 258 ΣΛΕΕ) ενωσιακής πράξης που υιοθετήθηκε κατά παράβαση της αρχής αυτής, παράβαση που θα οδηγήσει στην ακύρωσή της.
Υπάρχουν δε και αρμοδιότητες συμπληρωματικές ή βοηθητικές, υπό την έννοια ότι στους εν λόγω τομείς όπου η αρμοδιότητα της Ένωσης είναι τέτοια, αποκλειστικά αρμόδια είναι τα κράτη, τα δε θεσμικά όργανα της Ένωσης περιορίζονται στο να επικουρούν και να συμπληρώνουν τις εθνικές νομοθεσίες προς το σκοπό της ενοποίησης, χωρίς όμως να δύνανται να τροποποιήσουν το υφιστάμενο εθνικό δίκαιο κάθε κράτους-μέλους στους σχετικούς τομείς.
Όλα αυτά έχουν συνδράμει καταλυτικά στη διαμόρφωση ενός εν πολλοίς κοινού ρυθμιστικού πλαισίου σε διάφορους τομείς σε όλα τα κράτη-μέλη, το οποίο ευνοεί την διακρατική οικονομική και όχι μόνο δραστηριότητα των πολιτών των κρατών-μελών, καθώς πλέον ισχύουν κοινοί κανόνες σε όλα τα κράτη και είναι μεγαλύτερη η προβλεψιμότητα των συνεπειών της δράσης των πολιτών, όταν αυτή είναι διασυνοριακή. Αντίθετα, στο παρελθόν υφίσταντο σημαντικές διαφορές μεταξύ των εθνικών νομοθεσιών, πράγμα που, βεβαίως, δυσχέραινε την οικονομική δραστηριότητα του σύγχρονου παγκοσμιοποιημένου και φιλελεύθερου οικονομικού μοντέλου. Δεν είναι υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι η Ε.Ε. στη σημερινή της μορφή συνιστά πρωτίστως δημιούργημα αναγκών του κεφαλαίου και δευτερευόντως έναν οργανισμό που επιδιώκει την ειρήνη και την ασφάλεια όπως άλλοτε, κατά τα ιδρυτικά της στάδια. Δεν παραγνωρίζεται, σαφώς, η καθοριστική συμβολή της και σε αυτό τον στόχο. Όμως, ας μην εθελοτυφλούμε. Δεν είναι τυχαίο που τα τελευταία χρόνια έχει ενταθεί ο ευρωσκεπτικισμός και η αμφισβήτηση της χρησιμότητας της Ε.Ε. από τους πολίτες αρκετών κρατών, ιδίως της ανατολικής και νότιας Ευρώπης, οι οποίοι θεωρούν ότι η συμμετοχή στην Ένωση έχει αποδυναμώσει τα κράτη τους και πως μόνο προς όφελος των κρατών του ευρωπαϊκού βορρά απολήγει.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- “Ρομπέρ Σουμάν: ο αρχιτέκτονας του ευρωπαϊκού οικοδομήματος”, διαθέσιμο εδώ
- “Ευρωπαϊκή Ένωση”, διαθέσιμο εδώ