Της Μαρίας-Χρυσοβαλάντου Ψαρρού,
Το πρωί της 9ης Ιουλίου 1959, στο Τακτικό Στρατοδικείο Αθηνών ξεκινάει η δίκη για τα «αδικήματα στρεφόμενα κατά της ασφαλείας του κράτους» με κατηγορούμενους πολλά πολιτικά στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος (ΚΚΕ) και της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ).
Ένας εκ των κατηγορουμένων ήταν και ο Μανώλης Γλέζος ο οποίος, κατά το δικαστήριο, παρείχε βοήθεια σε ομάδα που κατασκόπευε τη χώρα υπέρ της Σοβιετικής Ένωσης. Συγκεκριμένα, για κατασκοπεία κατηγορήθηκαν οι Γ. Τρικαλινός, Ε. Βουτσάς, Θ. Ευθυμιάδης, Α. Συγγελάκης και Α. Καρκαγιάννης, ενώ οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι, μαζί και ο Μανώλης Γλέζος, για το ότι ήρθαν σε επαφή, βοήθησαν και διευκόλυναν το έργο των πέντε.
Η δίκη προκάλεσε διεθνή σάλο αφού πριν, κατά τη διάρκεια και έπειτα από αυτή, πνευματικοί άνθρωποι της εποχής (κυρίως αριστερών φρονημάτων) δε σταματούσαν να εκφράζουν την ανησυχία τους για την έκβασή της. Συγκεκριμένα, πριν τη δίκη, η πρώτη παρέμβαση ήρθε από τη μεριά της Σοβιετικής Ένωσης και τον πρόεδρο του Ανωτάτου Σοβιέτ, στρατάρχη Βοροσίλωφ, που με μήνυμα του στο Βασιλιά Παύλο εκφράζει το ενδιαφέρον του για το Μανώλη Γλέζο. Νύξη που δεν θα έχει αποτέλεσμα, αφού η βασιλική εξουσία ήταν από το νόμο ανεξάρτητη από τη δικαστική.
Πρόεδρος του Στρατοδικείου ορίστηκε ο συνταγματάρχης Ν. Πολυχρονόπουλος, ενώ στην έδρα του Βασιλικού Επιτρόπου ήταν ο συνταγματάρχης της στρατιωτικής δικαιοσύνης Χ. Σκόρδας. Στη θέση των συνηγόρων διατέλεσαν κορυφαίοι ποινικολόγοι (Η. Ηλιού, Σ. Κανελλόπουλος, Κ. Στεφανάκης, Γ. Μαγκάκης κ.ά.).
Κύρια κατηγορία κατά του Γλέζου αποτέλεσε η συνάντηση του με τον γενικό γραμματέα του ΚΚΕ, Κώστα Κολιγιάννη, που ερχόταν στην Ελλάδα παράνομα. Οι επαφές του Κολιγιάννη παρακολουθούνταν στενά από τις μυστικές υπηρεσίες, για αυτό και το 1958 ο Γλέζος συνελήφθη μαζί με άλλους συνεργάτες του στο σπίτι της αδελφής του όπου, σύμφωνα με τις κατηγορίες, παραβίασε τον αναγκαστικό νόμο 375/1936 περί κατασκοπείας, και συγκεκριμένα περί κατασκοπείας υπέρ της ΕΣΣΔ.
Η σύλληψη του Γλέζου και η επιγενόμενη δίκη προκάλεσαν διεθνείς αντιδράσεις και ανησυχία. Περί τα τέλη του Απριλίου του 1959, καταφτάνουν στην Ελλάδα αντιπρόσωποι διεθνών οργανώσεων, οι οποίοι ερευνούσαν το θέμα και ζητούσαν τη παραπομπή της υπόθεσης σε τακτικά δικαστήρια. Στις αρχές Μαΐου του 1959 ιδρύεται, με έδρα το Παρίσι, μια Διεθνής Επιτροπή για την υπεράσπιση του Γλέζου και των συνεργατών του. Ο Αλμπερ Καμύ, Γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας, σε επικοινωνία του με τον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή, χαρακτηριστικά αναφέρει: «Πέρα από κάθε κομματικό πνεύμα, θα ήθελα να σας εκφράσω τα συναισθήματα με τα οποία οι ελεύθεροι Γάλλοι διανοούμενοι παρακολουθούν την υπόθεση Γλέζου. Η φιλία και το χρέος της προσωπικής ευγνωμοσύνης που αισθανόμαστε για τη χώρα σας μας οδηγούν να πάρουμε θέση στην υπόθεση αυτή. Απευθύνοντας έκκληση στα πιστεύω σας περί δικαιοσύνης, θα ήμασταν ευγνώμονες εάν θελήσετε να δείξετε ευμένεια ως προς τον διανοούμενο (Γλέζο), του οποίου δεν ασπάζομαι τις πεποιθήσεις μεν, αλλά θεωρώ ότι η γενναιότητα του είναι άξια, αν μη τι άλλο, εκτίμησης».
Οι πιέσεις από το εξωτερικό δε σταμάτησαν εκεί, αφού έντονη στήριξη έδειξαν τα περισσότερα Κομμουνιστικά Κόμματα της Ευρώπης, αλλά και διάφοροι διανοούμενοι με σοσιαλιστικές και φιλελεύθερες πεποιθήσεις απ’ όλο τον κόσμο, οι οποίοι ανησυχούσαν για τις συνεχείς καταδίκες από στρατοδικεία των αντιφρονούντων στην Ελλάδα, αμφισβητώντας την Ελληνική Δικαιοσύνη.
Την ημέρα της δίκης τα αστυνομικά μέτρα που είχαν ληφθεί ήταν δρακόντεια, αφού απαγορεύτηκαν όλες οι συγκεντρώσεις γύρω από το παλαιό κτήριο του Στρατοδικείου επί της οδού Ακαδημίας, ενώ ο έλεγχος που γινόταν στους εισερχόμενους δικηγόρους, δημοσιογράφους και λοιπούς ήταν εξονυχιστικός. Μέσα στο δικαστήριο επιτρεπόταν να παρευρίσκονται μόνο δημοσιογράφοι, μάρτυρες κατηγορίας, συγγενείς, συνήγοροι και τα αστυνομικά όργανα.
Η δίκη άρχισε με την τους συνήγορους υπεράσπισης να υποβάλλουν ένσταση κατά της αρμοδιότητας του στρατοδικείου, υποστηρίζοντας την αντισυνταγματικότητα του νόμου 375 και ζητώντας την παραπομπή των κατηγορουμένων στα τακτικά δικαστήρια. Το δικαστήριο απέρριψε την ένσταση. Στις 16 Ιουλίου ο Γλέζος κλήθηκε να απολογηθεί και υποστήριξε πως η εναντίον του κατηγορία ήταν σκευωρία, καθώς απώτερος σκοπός ήταν να εμφανιστεί η ΕΔΑ ως κατασκοπευτικός οργανισμός και να αποξενωθεί από τον ελληνικό λαό. Την εποχή εκείνη η ΕΔΑ παρουσίασε εντυπωσιακή άνοδο με την ανάδειξή της στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, γεγονός που, όπως αναφέρει και ο αναπληρωτής καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου Γιάννης Σακκάς στην Καθημερινή, θορύβησε την ελληνική κοινωνία και ώθησε την τότε κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή σε μια πιο σκληρή στάση έναντι των πολιτικών της αντιπάλων.
Παράλληλα, υποστηρίζοντας πως δε συνάντησε ποτέ τον Κολιγιάννη, χαρακτηριστικά δηλώνει πως «αν ήξερα ότι ο Κολιγιάννης ήταν εδώ θα επεδίωκα να τον συναντήσω για λόγους πολιτικούς και δημοσιογραφικούς», δίνοντας ταυτόχρονα άλλοθι και για τη μέρα και ώρα που υποτίθεται πως τον συνάντησε. Δυο ημέρες αργότερα ο Βασιλικός Επίτροπος, ζητώντας να επιβληθούν βαριές ποινές σε ορισμένους από τους κατηγορούμενους και ζητώντας την απαλλαγή του Γλέζου από την κατηγορία της κατασκοπείας τονίζει πως «είναι πρώτα κομμουνιστής και ύστερα Ελλην. Στο όνομα του Γλέζου ο διεθνής κομμουνισμός δίδει μάχες κατά της Ελλάδος… τον Γλέζο τον μεταχειρίζεται ο διεθνής κομμουνισμός όπως οι Αμερικανοί τους πιθήκους και τα ποντίκια εντός των πυραύλων και όπως οι Ρώσοι τη Λάικα μέσα εις τον Σπούτνικ». Παράλληλα, ζητάει να κατηγορηθεί επειδή γνώριζε και δεν ενημέρωσε τις αρχές για τους σκοπούς των 5 κατηγορουμένων για κατασκοπεία.
Στις 22 Ιουλίου, το Στρατοδικείο ανακοίνωσε την απόφασή του. Ο Μανώλης Γλέζος καταδικάστηκε σε 5 χρόνια φυλάκιση, 4 χρόνια εκτόπιση και 8 χρόνια στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων. Η αντίδραση από τη Διοικούσα Επιτροπή της ΕΔΑ για την απόφαση του Στρατοδικείου δεν άργησε να έρθει. Υποστήριξε ότι οι ποινές που επιβλήθηκαν ήταν βαρύτατες και πως το αποτέλεσμα της δίκης κατέδειξε στην παγκόσμια κοινή γνώμη την «έκταση του διωγμού που υφίσταται στην Ελλάδα η δημοκρατία». Τελικά ο Γλέζος αποφυλακίστηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1962, ύστερα από τις τόσο έντονες διεθνείς και εγχώριες κινητοποιήσεις.
Ο Μανώλης Γλέζος ήταν, είναι και θα είναι σύμβολο της αντίστασης. Αψήφησε κάθε πολιτικό-οικονομικό- κοινωνική συνθήκη και υποστήριξε τα πιστεύω του μέχρι το τέλος. Η διαδρομή του στα κοινά ξεκίνησε κατά τη δικτατορία του Μεταξά ως δημοσιογράφος. και ύστερα ως πολιτικός. Αποκορύφωμα της πορείας του αποτέλεσε η νύχτα της 30ης Μαΐου του 1941, όταν μαζί με τον Απόστολο Σάντα, διακινδυνεύοντας τη ζωή του, κατέβασε από την Ακρόπολη τη σημαία με τη σβάστικα. Κίνηση που προκάλεσε διεθνή θαυμασμό και σεβασμό προς το πρόσωπό του, που δεν έχει παύσει μέχρι και σήμερα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Σαν σήμερα: 9 Ιουλίου 1959- Αρχίζει στο διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών η δίκη του Μανώλη Γλέζου για «αδικήματα στρεφόμενα κατά της ασφάλειας του κράτους», Verianet, διαθέσιμο εδώ
- Μανώλης Γλέζος: o «ασυμβίβαστος αγωνιστής» με την εφηβική ορμή, Ant1 News, διαθέσιμο εδώ
- Η δίκη του Μανώλη Γλέζου για κατασκοπεία υπέρ της Σοβιετικής Ένωσης, Athens Voice, διαθέσιμο εδώ