Της Μαρίας Λεβέντη,
Συστατικό στοιχείο της διάρθρωσης και της προόδου των κοινωνιών, είναι η ύπαρξη ενός γλωσσικού κώδικα επικοινωνίας, μέσω του οποίου επιτυγχάνεται, αφενός η διασφάλιση της μεταβίβασης κωδικοποιημένων μηνυμάτων από έναν πομπό, αφετέρου η αποκωδικοποίηση τους από έναν ή περισσότερους δέκτες. Παρ’ όλ’ αυτά, η νέα ελληνική γλώσσα αποτελεί προϊόν διαφοροποιήσεων. Αν και υπάρχει συνέχεια μεταξύ των ομιλούμενων γλωσσών σε κάθε χρονική περίοδο, οι μορφολογικές και σημασιολογικές αλλαγές από την κοινή ελληνιστική στην νέα ελληνική γλώσσα, λόγου χάριν, είναι ευδιάκριτες και εξαιρετικά σημαντικές, επιβεβαιώνοντας πως η εξέλιξη της κοινωνίας και οι γλωσσικές διαφοροποιήσεις συνδέονται με σχέσεις αλληλεξάρτησης.
Η απαρχή του γλωσσικού ζητήματος –η επίλυση του οποίου ρυθμίστηκε οριστικά το 1976-1977 με την μεταδικτατορική κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή και τον νόμο 309/1976 «Περί οργανώσεως και διοικήσεως της Γενικής Εκπαιδεύσεως»– εντοπίζεται τον 1ο αιώνα π.Χ., με το κίνημα του Αττικισμού. Βέβαια, η χρόνια ταλάντευση του έθνους με το συγκεκριμένο ζήτημα σαφώς έχει και κοινωνικές αναφορές. Άλλωστε, μετά την απελευθέρωση, ένα απ’ τα καίρια ζητήματα που απασχόλησε το νεοσύστατο ελληνικό κράτος ήταν η γλώσσα, η οποία αναμφίβολα διέπεται και απ’ το ενωτικό στοιχείο. Τι ποιο σημαντικό, εξάλλου, για ένα κατακερματισμένο έθνος, που βασική του επιδίωξη είναι η διαμόρφωση της ταυτότητάς του;
Οι πνευματικοί ταγοί, δεν μένουν ανεπηρέαστοι απ’ τον «γλωσσικό εμφύλιο». Οι λογοτέχνες, και πιο συγκεκριμένα όσοι συσπειρώθηκαν γύρω από το πρόσωπο του Κωστή Παλαμά, του πρώτου φιλόλογου νεοελληνιστή, ηγετικής μορφής της Νέας Αθηναϊκής Σχολής, ενστερνίστηκαν την δημοτική γλώσσα, έχοντας παράλληλα ως βασική επιδίωξη την καλλιέργεια, τη διάδοση και προπάντων, την επικράτηση της δημοτικής σε κάθε έκφανση κοινωνικής ζωής. Το πεζογράφημα του Ψυχάρη Το ταξίδι μου (1888) αποτελεί πρόταση για την δημιουργία μιας πρότυπης δημοτικής και έναυσμα κορύφωσης της εν λόγω αντιπαράθεσης. Τα «Ευαγγελικά» και τα «Ορεστειακά» ήταν ίσως δύο απ’ τις χειρότερες μορφές φανατισμού που έλαβαν χώρα στην Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και το Εθνικό Θέατρο αντίστοιχα και η επιβολή ποινών σε δεσπόζουσες μορφές του ελληνικού χώρου, όπως ο Κωστής Παλαμάς και ο Αλέξανδρος Δελμούζος, ήταν στιγμές που στιγμάτισαν την ελληνική κοινωνία στις αρχές του 20ού αιώνα.
Απότοκος του συγκερασμού πολιτικής αστάθειας και φανατισμού, ήταν η πρόκληση δυσλειτουργιών και στο εκπαιδευτικό σύστημα. Η άμεση ανάγκη να κατευναστούν τα πνεύματα είχε ως αποτέλεσμα την αλλαγή των σχολικών εγχειριδίων, χωρίς να έχει προηγηθεί η κατάλληλη προετοιμασία. Επομένως, η σύγχυση που επικρατούσε στους μαθητές της γενιάς του 1950 οδήγησε στην υποβάθμιση της προσλαμβάνουσας γνώσης και στην εκφραστική αδυναμία. Οι παλινδρομήσεις ως προς την καθιερωμένη γλώσσα δεν επέτρεπαν την σωστή εκμάθηση της και, ως εκ τούτου, οι άνθρωποι την εποχή εκείνη δικαιολογημένα αισθάνονταν πως οτιδήποτε και αν έλεγαν, θα αποτελούσε αντικείμενο εμπαιγμού, είτε από όσους είχαν υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο είτε από τους νεότερους τους. Ωστόσο, κάτι τέτοιο αποτελεί μορφή υπόσκαψης των λειτουργιών της γλώσσας, αφού η έκφραση σκέψεων και συναισθημάτων διασφαλίζεται μέσω αυτής.
Φαινομενικά, το γλωσσικό ζήτημα τερματίστηκε το 1976 με την κυβέρνηση του Καραμανλή, πρακτικά όμως στη σύγχρονη κοινωνία έχουν ανακύψει προβλήματα που αφορούν την στην χρήση της γλώσσας, τα οποία μπορούν να λυθούν μόνο με τον ανασχηματισμό του εκπαιδευτικού συστήματος, δίνοντας έμφαση στη σωστή εκμάθηση της αρχαίας και νέας ελληνικής, κι όχι στον παραγκωνισμό τους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Βιβλίο «Συνοπτική ιστορία της ελληνικής γλώσσας», Γεώργιος Μπαμπινιώτης, σελίδες 19-22
- Γλωσσικό Ζήτημα: Ένας εμφύλιος για μία γλώσσα, maxmag.gr, Διαθέσιμο εδώ