Της Παρής Στεφανή,
Αφορμή για το κείμενό μου αυτό αποτέλεσε το βιβλίο της Στέλλας Κάσδαγλη, Ήθελα μόνο να χωρέσω από τις εκδόσεις Πατάκη. Η Ζωή είναι μια έφηβη 15 ετών. Συμβαίνουν αρκετές αλλαγές στη ζωή της. Η οικογένειά της αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα, η ίδια αναγκάζεται να αλλάξει σχολείο και οι νέοι της συμμαθητές την αγνοούν και τη χλευάζουν, το αγόρι το οποίο αγαπά παίζει με τα συναισθήματά της και εκείνη εγκλωβίζεται σε αυτή τη συνθήκη, που δεν μπορεί να αλλάξει. Μετατρέπει, λοιπόν, το σώμα της σε «σάκο του μποξ» και η νευρική ανορεξία κάνει σταδιακά την εμφάνισή της στη ζωή του κοριτσιού.
Πρόκειται για μια ύπουλη ασθένεια που σε αλλάζει. Το σώμα σου γίνεται ολοένα και πιο αδύνατο, πλέον είσαι ένα τσουβάλι κόκαλα, κλείνεσαι στον εαυτό σου, δε θέλεις να μιλήσεις σε κανέναν. Πιστεύεις ότι είσαι καλά χωρίς να είσαι. Σκέφτεσαι συνεχώς το φαγητό, το οποίο δεν καταναλώνεις. Μετράς τη ζωή σου με θερμίδες. «Πόσες θερμίδες θα πάρω εάν φάω μισό γιαούρτι; Μετά, πόση γυμναστική πρέπει να κάνω για να τις κάψω;». Θεωρείς ότι εάν επιστρέψεις στην κατανάλωση κανονικών ποσοτήτων φαγητού, θα παχύνεις, ενώ απλώς θα τρέφεσαι φυσιολογικά. Τέτοιες σκέψεις είναι παραληρηματικές, σου δίνουν μια μορφή επιβράβευσης. Από τη στιγμή που ελέγχεις τον εαυτό σου τόσο στενά θεωρείς ότι πράττεις σωστά. Όταν χάνεις έστω και 100 γραμμάρια, λες στον εαυτό σου «μπράβο, συνέχισε» και όλο αυτό είναι ένας φαύλος κύκλος. Δεν αγαπάς το σώμα σου κάνοντάς το να αδυνατίζει ολοένα και περισσότερο. Το καταστρέφεις.
Το βαθύτερο στοιχείο όλων αυτών είναι ένα: όσα κορίτσια (και αγόρια) πάσχουν από νευρική ανορεξία στην πραγματικότητα έχουν ανορεξία στη ζωή. Το πρόβλημα είναι αρχικά ψυχολογικό, και μετέπειτα γίνεται σωματικό. Κάθε είδους ανασφάλειες, προβλήματα οικογενειακά, ερωτικά… Όλα αυτά που δεν μπορεί να ελέγξει ένα πρόσωπο που πάσχει από νευρική ανορεξία, αποτυπώνονται στο φαγητό που καταναλώνει (ή, μάλλον εν προκειμένω, ΔΕΝ καταναλώνει) και το οδηγούν προς την αυτοκαταστροφή.
Μετά την οικογένειά μας, οι πραγματικοί μας φίλοι είναι εκείνοι που θα μας στηρίξουν ακόμη κι αν όλος ο κόσμος έχει στραφεί εναντίον μας. Είναι εκείνοι που θα είναι πάντα δίπλα μας, σε κάθε εύκολη ή δύσκολη στιγμή. «Φίλος είναι κάποιος που σου δίνει πλήρη ελευθερία να είσαι ο εαυτός σου», είχε πει ο Τζιμ Μόρισον, και είχε δίκιο. Όποιοι κι αν είμαστε, όποιο πρόβλημα κι αν αντιμετωπίζουμε, οι πραγματικοί μας φίλοι είναι πλάι μας και θέλουν το καλό μας. Δε θα σκεφθούν πονηρά εναντίον μας, δε θα μας προδώσουν, ό,τι κι αν έχει συμβεί. Θα μας ακούσουν. Οποιαδήποτε συμβουλή κι αν μας δώσουν για το καλό μας, θα είναι άχρηστη εάν πρώτα εκείνοι δεν ακούσουν εμάς. Η φιλία είναι δώρο, ένα πολύτιμο δώρο από τον Θεό, και πρέπει να την εκτιμούμε.
Άλλο ένα ζήτημα που θα ήθελα να θίξω σε αυτό το σημείο είναι η ψυχολογική–ψυχιατρική παρακολούθηση, η οποία είναι απαραίτητο να γίνεται από νωρίς, πριν τα πράγματα λάβουν μορφή μη αναστρέψιμη. Δε θα πρέπει να φοβόμαστε να ζητήσουμε βοήθεια από κάποιον ειδικό. Πρέπει να πάψουμε να θεωρούμε ότι είμαστε παντοδύναμοι και ότι τα ξέρουμε όλα. Δεν τα ξέρουμε όλα. Δεν είμαστε παντοδύναμοι. Και δεν είναι ντροπή να απευθυνθούμε σε κάποιον που θα μας καταλάβει και θα μας βοηθήσει. Δε γεννηθήκαμε έτοιμοι και ειδικοί ως προς το να λύσουμε όλα τα προβλήματα, μικρά ή μεγάλα, τα οποία καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε στη ζωή μας. Όπως και δεν είναι ντροπή να παραδεχθούμε, πρώτα από όλα στον εαυτό μας, ότι έχουμε πρόβλημα. Και αυτό ακριβώς είναι που έσωσε την ηρωίδα του βιβλίου: Τελικά κοίταξε το πρόβλημά της κατάματα και με τη βοήθεια όλων έδειξε πως μπορεί να τα καταφέρει. Αυτή η κρυφή δύναμή της την έσωσε.
Και μακάρι όλοι μας, όταν περνούμε οποιοδήποτε πρόβλημα στη ζωή μας, οποιασδήποτε φύσεως, να κοιτάμε τον φόβο μας στα μάτια, «και ο φόβος θα φοβηθεί και θα φύγει», όπως έχει πει άλλωστε και ο μέγας Καζαντζάκης. Ακόμα και στο πιο δύσκολο πρόβλημα υπάρχει λύση, αρκεί να θελήσουμε να την ανακαλύψουμε και να την κυνηγήσουμε.