Της Ιωάννας Γιαβρούτα,
Η περίπτωση της αποτρόπαιας δολοφονίας της Καρολάιν σοκάρει. Η ωμότητα και η ψυχρότητα του εκτελεστή-συζύγου της μας ανατριχιάζουν. Δεν είναι, όμως, η πρώτη φορά που διαπράττεται έγκλημα από έναν άντρα σε βάρος μίας γυναίκας από μισογυνισμό, ζήλεια, τάση επιβολής ισχύος-κυριαρχίας. Το αρσενικό δε μπορεί να ακούει «όχι» από το θηλυκό και καταλήγει στο έγκλημα; Αν είναι δυνατόν. Δεν το αντέχει η λογική! Το θέμα είναι ότι η κοινωνία, το πολιτικό σύστημα στην αρχή σοκάρεται, μετά ξεχνάει και συνεχίζει… χωρίς να αλλάξει νοοτροπία για το πώς αντιμετωπίζει τη γυναίκα, το κορίτσι.
Αναμφίβολα, οι ειδικοί ψυχολόγοι και ψυχίατροι θα μπορούσαν να μας δώσουν την δική τους επιστημονική διάσταση για την εγκληματική πράξη και το προφίλ του εκτελεστή. Εγώ, όμως, θα ήθελα να σταθώ σε δύο σκέλη. Έχουν γραφτεί πολλά για το γεγονός το τελευταίο διάστημα και καλώς έχουν, δίνουν μία ελπίδα, όμως, μόνο η πένα δεν αρκεί ούτε οι «μεγάλες αναλύσεις». Χρειάζεται ο όρος γυναικοκτονία να έλθει στο προσκήνιο και να αντιμετωπιστεί με σοβαρότητα υπαρκτού κινδύνου, με μέτρα πρόληψης και προστασίας και, βεβαίως, να αυστηροποιηθούν κατά πολύ οι ποινές, ώστε οι εν δυνάμει εκτελεστές να απωθούνται από το νομικό πλαίσιο, πριν διαπράξουν το έγκλημα. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε ένα άρθρο-παρέμβαση, η πρώτη γυναίκα Πρόεδρος της Δημοκρατίας, κα Κατερίνα Σακελλαροπούλου αναφέρει: «Είναι καιρός να εξαλειφθεί ο κυρίαρχος σεξιστικός λόγος που επιρρίπτει την ευθύνη για τα γυναικοκτονικά φαινόμενα στις ίδιες τις δολοφονημένες γυναίκες».
Η γυναικοκτονία είναι ένα έγκλημα μίσους εξαιτίας του φύλου ή ορίζεται ως ένα συγκεκριμένο κοινωνικό φαινόμενο. Υιοθετήθηκε διεθνώς από την επιστήμη της Εγκληματολογίας το 1992 και βασίστηκε στο επιδραστικό βιβλίο με τίτλο Femicide: the politics of woman killing. Μια συλλογή που επιμελήθηκαν, από κοινού, η ακαδημαϊκός Jill Radford και η Εγκληματολόγος Diana E.H Russell. Η Russell, νοτιοαφρικανική ακτιβίστρια, διέδωσε για πρώτη φορά τον όρο “femicide” το 1976, γιατί πίστευε ότι ένας όρος που θα αναγνωρίζει τη γυναικοκτονία ως κοινωνικό φαινόμενο θα βοηθούσε στη συγκέντρωση περισσότερων ακτιβιστών για τον αγώνα της προστασίας της γυναίκας. Πάρα τις δράσεις για την αντιμετώπιση του φαινομένου τις τελευταίες δεκαετίες, τα εγκλήματα σε βάρος γυναικών επιμένουν και σήμερα. Ιδιαίτερα, κατά την περίοδο του lockdown κατά της πανδημίας, τα περιστατικά βίας με βάση το φύλο αυξήθηκαν.
«Αυτός που συγχωρεί το έγκλημα γίνεται συνένοχος»: Βολταίρος
Η κοινωνία και το πολιτικό σύστημα από την άλλη, οφείλουν να ενσωματώσουν την οπτική της προστασίας και να καλλιεργήσουν το αίσθημα της κοινωνικής ευαισθησίας και, για όσο συμβαίνουν τέτοια φαινόμενα έμφυλης βίας, και της γυναικείας αλληλεγγύης, με ενημέρωση, δράσεις που εμψυχώνουν την γυναικεία ψυχολογία και που προάγουν όχι το μοντέλο μιας αδύναμης γυναίκας, ως έμφυλο στίγμα και ανημπορία, αλλά ενός ανθρώπου που οφείλει σεβασμό και ίση αντιμετώπιση με έναν άνδρα. Η δολοφονία της Καρολάιν συμβολίζει την δολοφονία κάθε γυναίκας, χωρίς ναι μεν, αλλά… χωρίς αστερίσκους ούτε το γνωστό επιχείρημα «τα ήθελε και τα έπαθε» – κάνεις δε θέλει να πεθάνει με έναν τέτοιο φρικτό τρόπο. Κάθε τέτοια ρητορική ξεγυμνώνει την έλλειψη πολιτισμού της κοινωνίας μας! Φανερώνει μια υφέρπουσα κοινωνική αναλγησία. Η γυναίκα είναι άνθρωπος, όχι κτήμα ενός άνδρα που μπορεί να οδηγηθεί και στο έγκλημα, επειδή δε μπορεί να δεχτεί την απόρριψη.