Της Κωνσταντίνας Καλλέργη,
Για δέκατη συνεχόμενη χρονιά, το έργο του Αντώνη Τσιπιανίτη «Η πόρνη από πάνω», με την Κατερίνα Διδασκάλου, ξεκινά την καλοκαιρινή του περιοδεία σε επιλεγμένους χώρους ανά την Ελλάδα, με αφετηρία την ταράτσα του θεάτρου Λαμπέτη. Ύστερα από μια μακρά περίοδο αποχής από τα θέατρα, το κοινό έδειξε και πάλι την αγάπη του για τον αριστουργηματικό αυτόν μονόλογο – στην τελευταία καθώς φαίνεται περιοδεία του – με τις παραστάσεις εντός Αττικής να είναι ήδη sold out.
Έχοντας εργαστεί για χρόνια ως δημοσιογράφος σε μεγάλα περιοδικά, ο Αντώνης Τσιπιανίτης, ξεκίνησε σταδιακά την πορεία του στη συγγραφή κι έκανε την εμφάνισή του στο σύγχρονο ελληνικό θέατρο, με τον πρώτο του μονόλογο, «Η απολυμένη», κερδίζοντας αμέσως την εκτίμηση κοινού και κριτικών, για την αμεσότητα και την ειλικρίνεια των έργων του, τις πολυεπίπεδες διαστάσεις των ηρώων του και τα στερεότυπα, που καυτηριάζει μέσα από τα κείμενά του, προσφέροντας συγκίνηση, αλλά και γέλιο.
Το έργο «Η πόρνη από πάνω», αποτελεί τον δεύτερο κατά σειρά μονόλογο του συγγραφέα, που έχει κερδίσει πιστούς θεατές στη δεκάχρονη παρουσία του στο θέατρο.
Σε συνέντευξή του στο thessculture.gr και τον Ε. Ιωαννίδη, έχει δηλώσει: «Στην Πόρνη από πάνω, η ηρωίδα, η Ερατώ, λέει κάποια στιγμή: “Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές, αν η ζωή μας είναι ένα δεδομένο σχέδιο, στο οποίο εμείς επιλέγουμε μονάχα τι χρώμα θα έχουν οι κλωστές που θα το κεντήσουμε…”. Έβαλα αυτή τη φράση στο έργο, επειδή αναρωτιέμαι συχνά κι εγώ το ίδιο πράγμα (όπως οι περισσότεροι, υποθέτω). Ξεκίνησα τυχαία να γράφω θέατρο ή ήταν προδιαγεγραμμένο από κάπου; (και ποιο είναι αυτό το «κάπου»;)».
Μέσα σε ένα λιτό διαμέρισμα, μια απλή, συνηθισμένη γυναίκα, η Ερατώ, με αφορμή το θάνατο του συζύγου της, εξιστορεί γεγονότα από τη ζωή της κι εξομολογείται σκέψεις κι επιθυμίες που επί χρόνια είχε μάθει να κρατά μέσα της. Μια γυναίκα καταπιεσμένη, από την παιδική της κιόλας ηλικία, καταδικασμένη να ζήσει μια ζωή μέσα στα «πρέπει» και τα «μη» που κάποιοι άλλοι όρισαν πριν από εκείνη για εκείνη… Μια γυναίκα θύμα, όπως λέει κι η ίδια.
Η Ερατώ, ως νέα κοπέλα ακόμα, γεμάτη όρεξη να ζήσει τη ζωή, να γνωρίσει νέους τόπους και να συλλέξει εμπειρίες, θέλοντας να ξεφύγει από τη μικρή κωμόπολη όπου μεγάλωσε, βρίσκει διέξοδο – όπως αμέτρητες ακόμα γυναίκες – στο γάμο· σε έναν σύζυγο που υπόσχεται να την πάρει μακριά, στην πρωτεύουσα, σε ένα μέλλον που η ίδια το φαντάζεται λαμπρό και κυρίως ελεύθερο, χωρίς τους περιορισμούς με τους οποίους μεγάλωσε. Γρήγορα, όμως, θα διαπιστώσει ότι τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται, καθώς θα βρεθεί από τη μια «φυλακή» στην άλλη.
Η Κατερίνα Διδασκάλου, με ιδιαίτερη άνεση και πειστικότητα, ενσαρκώνει την Ερατώ, χαρίζοντας απλόχερα συγκίνηση, γέλιο, δάκρυα και μια γερή δόση από την πραγματικότητα μιας γυναίκας – θύμα, που, όπως η ίδια λέει μες στο έργο, δεν ξέρει αν γεννήθηκε θύμα ή αν έγινε στην πορεία· μιας γυναίκας που αναγκάστηκε να μεγαλώσει και να ζήσει μια ζωή «φτωχή» από εμπειρίες, δικαιώματα, συγκινήσεις, οδηγούμενη από τα στενά όρια που η κοινωνία έθεσε στην ίδια και σε κάθε άλλη γυναίκα. Με την ερμηνεία της παρασέρνει το κοινό, από τα πρώτα κιόλας λεπτά, στην ιστορία της Ερατούς, περνώντας από τη μια κατάσταση στην άλλη και παρουσιάζοντας με τα λόγια και την υποκριτική της, όλα τα πρόσωπα που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη ζωή της ηρωίδας, το καθένα με τον δικό του τρόπο.
Κινούμενη στο χώρο, άλλοτε με χάρη, άλλοτε με παιδικότητα κι ενίοτε δειλά – ανάλογα με τα βιώματά της, τα οποία φέρνει κάθε φορά στο μυαλό της – η πρωταγωνίστρια αφηγείται τη ζωή της, από την παιδική ηλικία και την εφηβεία της, ως και τη στιγμή που έμεινε χήρα, πάντα υπό το πρίσμα του αντρικού αυταρχισμού και της επιβολής της θέλησης του αρσενικού στη ζωή των γυναικών. Ξεκινώντας από το πατρικό της σπίτι, όπου ο λόγος του αυστηρού και δεσποτικού πατέρα, ήταν νόμος, μάς μεταφέρει το κλίμα, υπό το οποίο μεγάλωσαν τόσες και τόσες γυναίκες, νιώθοντας πως αποτελούν ένα «βάρος», που η οικογένειά τους έπρεπε να ξεφορτωθεί με έναν «καλό γάμο», που αποτελούσε ίσως τη μόνη προοπτική στη ζωή κάθε κοπέλας.
Και μέσα στο γάμο, όμως, η θέση κι ο ρόλος της γυναίκας ήταν συγκεκριμένος και περιοριζόταν στη φροντίδα του σπιτιού και του συζύγου, στη θέληση του οποίου έπρεπε να υπακούει χωρίς αντιρρήσεις… Σε μια συνεχή καθημερινότητα και πορεία ζωής, κατά την οποία έχει μάθει να σκύβει το κεφάλι – σαν καλή γυναίκα και σύζυγος – η Ερατώ αποτελεί σύμβολο και προσωποποίηση όλων των γυναικών που μεγάλωσαν κι έζησαν μέσα στην καταπίεση, πνίγοντας όνειρα και φιλοδοξίες μέσα σε μπουγάδες και νεροχύτες, επειδή απλά γεννήθηκαν γυναίκες.
Μέσα από την αφήγησή της, μας δείχνει πώς η στάση της κοινωνίας απέναντι στις γυναίκες και η θέση στην οποία τις καθήλωνε για δεκαετίες, οδήγησε πολλές από αυτές στη δυστυχία, σε μια συμβατική, ανούσια ζωή, χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, καθώς ήταν υποχρεωμένες να υπακούν στα πρότυπα του προκαθορισμένου κοινωνικού τους ρόλου, με αποτέλεσμα συχνά να βρίσκονται ανήμπορες, στο περιθώριο της ίδιας της ζωής τους.
Ένα έργο που δείχνει ωμά κι αληθινά τις επιπτώσεις της αυταρχικής, πατριαρχικής κοινωνίας στη ζωή και την ψυχοσύνθεση μιας γυναίκας, η οποία φτάνει συχνά στο σημείο να αμφισβητεί τον εαυτό της και να τον λυπάται, γιατί έχει μάθει μια ζωή να ετεροπροσδιορίζεται από τους άντρες και με βάση τη σχέση με αυτούς – ως κόρη, σύζυγος, νοικοκυρά. Ένα έργο για μια γυναίκα, η οποία μέσα από τη σύγκρουση με το παρελθόν της, με τον εαυτό της, με τις αδυναμίες της, καταφέρνει να ξεπεράσει τις ανασφάλειες και τα τραύματά της και να αποτινάξει από πάνω της όσα την καταπίεζαν για χρόνια, σε ένα απρόσμενο φινάλε.
Μια παράσταση, που αν τύχει να περάσει κι από τη δική σας πόλη, δεν πρέπει να χάσετε!
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Αντώνης Τσιπιανίτης: «Η μαγεία της τέχνης και η λυτρωτική της τάση έγκειται στο ότι αποδέχεσαι με ανακούφιση όσα φοβάσαι να παραδεχτείς, στην καθημερινότητά σου, όχι μόνο στους άλλους αλλά και στον ίδιο σου τον εαυτό», thessculture.gr, διαθέσιμο εδώ
- Η πόρνη από πάνω, με την Κατερίνα Διδασκάλου σε καλοκαιρινή περιοδεία, culturenow.gr, διαθέσιμο εδώ
- Η πόρνη από πάνω, viva.gr, διαθέσιμο εδώ