Του Γιώργου Πασσά,
Σαν χθες, στο τόσο μακρινό όπως μας φαίνεται 2015, η Ελλάδα έφτανε για πρώτη φορά στο χείλος του γκρεμού, με το ενδεχόμενο ενός Grexit να μοιάζει πιο πιθανό παρά ποτέ. Πολλές φορές, η χρήση επιεικών χαρακτηρισμών, χάριν και μίας φιλικά προσκείμενης προς τη διαλλακτικότητα πολιτικής στάσης, είναι απαραίτητη. Υπάρχουν, όμως, και ορισμένες φορές, όπου, σε περίπτωση μη χρήσης της αρμόζουσας σκληρής μα απολύτως ειλικρινούς γλώσσας, η αλλοίωση του νοήματος είναι αναπόφευκτη. Μία από αυτές τις περιπτώσεις αποτελεί και το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου.
Το εν λόγω κατ’ ευφημισμό δημοψήφισμα, ήταν το κερασάκι στην τούρτα ή, προτιμότερα, η κορύφωση μιας διαδικασίας που είχε ξεκινήσει κάποιους μήνες πριν. Με την πάγια λαϊκίστικη ρητορική του: «Θα σκίσουμε τα μνημόνια!», που κυριάρχησε τη δεκαετία του ’10 και χάρισε τόσες και τόσες καρέκλες σε τυχοδιώκτες της εξουσίας, η αριστερή–ακροδεξιά κυβέρνηση ΣΥ.ΡΙΖ.Α.–ΑΝ.ΕΛ. ξεκίνησε τις διαδικασίες για να κάνει τις υποσχέσεις της πραγματικότητα: να βαράει το νταούλι και τον ζουρνά και να χορεύουν οι αγορές. Από τον Φεβρουάριο του 2015, σε συνάντηση με Αμερικανούς αξιωματούχους, ο κ. Βαρουφάκης είχε δηλώσει ευθαρσώς τις προθέσεις του: «Καταλαβαίνετε, είμαι ριζοσπάστης μαρξιστής. Αν επικρατήσει χάος, θα χορεύουμε στους δρόμους. Αυτού του είδους το χάος μάς είναι ευπρόσδεκτο». Και πράγματι, χάος επήλθε.
Απ’ όσες στιγμές θυμάμαι τον εαυτό μου να έχει ζήσει, ποτέ δεν ένιωσα μέσα στο οικογενειακό μου περιβάλλον περισσότερη ανασφάλεια για το μέλλον από εκείνο το μαύρο δίμηνο Ιουνίου–Ιουλίου του 2015. Από την έναρξη των capital controls, άνθρωποι, μεσήλικες, υπερήλικες και άλλοι, κάτω από τον καυτό ελληνικό ήλιο, να συρρέουν και να πασχίζουν να αποσπάσουν από τα ATM τα λιγοστά λεφτά που τους είχαν απομείνει στις τράπεζες, τρομοκρατημένοι πως θα χάσουν μέχρι και το τελευταίο ευρώ. Η αξιοπρέπεια και η ελπίδα του ελληνικού λαού είχε φτάσει στον απόλυτο πάτο.
Με την κατάσταση να πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο, φτάνει ο κόμπος στο χτένι, με τον Πρωθυπουργό να προκηρύσσει δημοψήφισμα για τις 5 Ιουλίου 2015. Με το ερώτημα να παραθέτει τους τίτλους συμφωνιών στα αγγλικά και θέτοντας για, κατά πάσα πιθανότητα, πρώτη και μοναδική στην ιστορία των σύγχρονων δημοκρατιών τις απαντήσεις ως ΟΧΙ–ΝΑΙ, το κείμενο αποτελούσε μία περίτρανη απόδειξη της τραγελαφικότητας της κατάστασης. Με πλημμελέστατη ενημέρωση και μανιώδη προπαγάνδα, με ΣΥ.ΡΙΖ.Α., Κ.Κ.Ε., ΑΝ.ΕΛ. και Χ.Α. να στηρίζουν το ΟΧΙ, εν τέλει αυτό επικρατεί, με όλους, τόσο του ΝΑΙ όσο και του ΟΧΙ, να αντιλαμβάνονται το αποτέλεσμα ως ταυτόσημο με εντολή για GREXIT. Εξάλλου και οι εταίροι αυτό είχαν επικοινωνήσει. Ή στηρίζετε το ΝΑΙ και μένετε ή εμμένετε στο ΟΧΙ και αποχωρείτε. Εν τέλει η κυβέρνηση στήριξε λυσσαλέα το ΟΧΙ, κατόπιν του αποτελέσματος όμως έμαθε πως δεν έχει τη στήριξη του Πούτιν, έκανε (ευτυχώς) μία πρωτοφανή 180 μοιρών και, υπογράφοντας μία κατά πολύ δυσμενέστερη συμφωνία, κράτησε την Ελλάδα εντός της Ευρωζώνης.
Από την επομένη του δημοψηφίσματος και μέχρι να αποφασιστεί η αναίρεση όλων των υποσχέσεων της κυβέρνησης, το χάος. Άλλοι να προσπαθούν να προστατεύσουν τις περιουσίες τους, άλλοι να ξοδεύουν κάποια απ’ όσα έχουν στις τράπεζες προκειμένου να μην τα χάσουν όλα. Άλλοι να κάνουν σχέδια για μετακομίσεις στο εξωτερικό, όταν θα άρχιζε ο Λαφαζάνης να κόβει τα δικά του νομίσματα, άλλοι να τρομοκρατούνται από το φρικτό ενδεχόμενο της επιστροφής στη δραχμή. Η μειοψηφία ήταν αυτή όμως. Όχι επειδή οι περισσότεροι είχαν λυμένα τα επικείμενα προβλήματά τους, αλλά επειδή τοποθετήθηκαν επί ενός τόσο σοβαρού ζητήματος, όπως ακριβώς και η κυβέρνηση: δίχως ουσιαστική και ενδελεχή ενημέρωση και με αφάνταστη επιπολαιότητα.
Αναπολώντας τις στιγμές εκείνου του καλοκαιριού, μόνο δυσάρεστες σκέψεις έρχονται στο μυαλό. Μα τα διδάγματα είναι πολλά και απέδειξαν πού μπορεί να οδηγηθεί μία χώρα που κυβερνάται από ένα κράμα ιδεολογικά μετέωρων πολιτικών, πολιτικών μονάχα στη μικροπολιτική δίχως την οποιαδήποτε γνώση επί των πολιτικών πραγμάτων και ισορροπιών, μέσα από μυθικά ψεύματα, αναλήθειες και άκρατο λαϊκισμό. Η έξοδος από το Ευρώ θα ισοδυναμούσε με την απόλυτη καταστροφή για ένα κράτος τόσο μικρό και αδύναμο, με τόσο περιορισμένες δυνατότητες. Και, ας ελπίσουμε, πως αυτές οι εποχές, οι εποχές της επιθυμίας για ρήξη, της διχόνοιας και των άκρων, ανήκουν στο τόσο ντροπιαστικό, μα τουλάχιστον ερμητικά κλεισμένο, χρονοντούλαπο της ιστορίας.