Της Ελένης – Μαρίας Παναγή,
Στη σημερινή συναλλακτική ζωή, ενόψει και της σημαντικής διόγκωσης των τραπεζικών εργασιών, είναι διόλου αναμφίβολο ότι η σχέση που συνδέει το πιστωτικό ίδρυμα με τον πελάτη του χαρακτηρίζεται από έντονη ιδιαιτερότητα. Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται από τη σωρεία των παρεπόμενων υποχρεώσεων που αναβλύζουν από αυτή τη σχέση -τόσο κατά το προσυμβατικό στάδιο όσο και κατά τη διάρκεια εκτέλεσης της σύμβασης- σε μεγαλύτερη, μάλιστα, ένταση σε σύγκριση με τις υπόλοιπες συμβατικές σχέσεις. Οι λόγοι αυτής της ιδιαίτερης σχέσης έγκεινται αφενός στο ότι η Τράπεζα είναι καλός γνώστης της αγοράς του χρήματος και, έτσι, έχει τη δυνατότητα να παρέχει πληροφορίες στον πελάτη της σχετικά με τις συναλλακτικές του κινήσεις, αφετέρου στο γεγονός ότι η Τράπεζα τηρεί στο αρχείο της απόρρητα προσωπικά στοιχεία των πελατών της, προσδίδοντας στη μεταξύ τους σχέση έναν έντονα εμπιστευτικό χαρακτήρα. Ποιες είναι όμως μερικές από αυτές τις αναβλύζουσες υποχρεώσεις;
Η πρώτη βασική υποχρέωση της Τράπεζας έναντι των πελατών της είναι αυτή της εχεμύθειας. Τα πιστωτικά ιδρύματα τηρούν στα αρχεία του πλήθος πληροφοριών για την περιουσιακή και προσωπική κατάσταση των πελατών τους, τις οποίες δεν πρέπει να κοινοποιούν σε τρίτους (γενικό τραπεζικό απόρρητο). Εντούτοις, το τραπεζικό απόρρητο μπορεί να αρθεί σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και, ιδιαίτερα, κατόπιν άδειας φορολογικών ή διωκτικών αρχών για την εξιχνίαση παράνομων πράξεων (φοροδιαφυγή). Ιδιαίτερη περίπτωση άρσης συναντάται στην περίπτωση της «Τειρεσίας Α.Ε.» στο ηλεκτρονικό αρχείο της οποίας καταγράφονται δεδομένα αφερέγγυων συναλλασσομένων. Ιδιαίτερη υποχρέωση τήρησης απορρήτου αποτελεί το απόρρητο τραπεζικών καταθέσεων. Τυχόν αποκάλυψή τους από τους υπαλλήλους του πιστωτικού ιδρύματος επιφέρει ποινικές κυρώσεις (φυλάκιση). Και σε αυτήν την περίπτωση, όμως, μπορεί να επιτραπεί η άρση του απορρήτου κατόπιν εντολής των ασφαλιστικών ταμείων για την είσπραξη των διαφόρων ασφαλιστικών εισφορών, καθώς και κατόπιν άδειας των δικαστικών αρχών, προκειμένου να διενεργηθεί ανάκριση ή στις περιπτώσεις τέλεσης των εγκλημάτων έκδοσης ακάλυπτης επιταγής ή νομιμοποίησης παράνομων δραστηριοτήτων. Στο πλαίσιο αυτής της άρσης είναι δυνατόν να δοθεί στις εισαγγελικές και αστυνομικές αρχές ακόμα και βιντεοληπτικό υλικό, στο οποίο αποτυπώνεται η συναλλαγή που προστατεύεται από το απόρρητο των τραπεζικών καταθέσεων.
Μια ακόμη πολύ βασική υποχρέωση του πιστωτικού ιδρύματος είναι η προστασία των προσωπικών δεδομένων των πελατών του. Η επεξεργασία αυτών των δεδομένων, η οποία συνίσταται σε οποιαδήποτε διαχείριση αυτών από την συλλογή μέχρι και την καταστροφή τους, μπορεί να επιτευχθεί μόνο κατόπιν ενημέρωσης και συναίνεσης των πελατών. Ωστόσο, για την καταχώριση δεδομένων στο σύστημα «Τειρεσίας Α.Ε.» δεν απαιτείται συγκατάθεση μα η ενδεχόμενη καταχώριση εσφαλμένων στοιχείων δίνει το δικαίωμα στον πελάτη να ζητήσει από την Τράπεζα χρηματική ικανοποίηση για αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, που υπέστη κατά την ΑΚ 932, λόγω προσβολής της προσωπικότητάς του.
Οι δύο προαναφερθείσες υποχρεώσεις συγκρούονται με την υποχρέωση της Τράπεζας για πληροφόρηση τρίτων σχετικά με την κατάσταση των πελατών της. Κατ’ αρχήν η Τράπεζα δεν πρέπει να αποκαλύπτει προσωπικά στοιχεία των πελατών της σε τρίτους, εκτός αν ο πελάτης δώσει τη συγκατάθεσή του. Υπάρχουν, όμως, περιπτώσεις στις οποίες μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο, εφόσον το επιτρέπει και η αρχή της αναλογικότητας. Για παράδειγμα, το πιστωτικό ίδρυμα οφείλει να ενημερώσει για το αξιόχρεο ενός πελάτη κάποιον τρίτο, ο οποίος σκοπεύει να συνάψει μια συναλλακτική σχέση με τον συγκεκριμένο πελάτη, σε περίπτωση που μόνο έτσι θα αποτρέψει την πρόκληση της ζημίας του τρίτου. Η υποχρέωση της πληροφόρησης έχει και την έκφανση της ενημέρωσης του πελάτη σχετικά με το είδος της σκοπούμενης σύμβασης και τους κινδύνους που αναλαμβάνει στο πλαίσιο αυτής με γνώμονα πάντοτε το μορφωτικό του επίπεδο. Παρά το γεγονός ότι ισχύει «η αρχή της αυτοευθύνης», σύμφωνα με την οποία κάθε συναλλασσόμενος επωμίζεται τις επιπτώσεις των πράξεών του, η Τράπεζα οφείλει να παρέχει επαρκή ενημέρωση στον πελάτη της στο πλαίσιο των συναλλακτικών ηθών (ΑΚ 288), δεδομένου ότι ως επαγγελματίας διαθέτει εξιδεικευμένες γνώσεις και πληροφοριακό προβάδισμα σε σχέση με την πληροφοριακή συμμετρία των πελατών της. Η ενημέρωση αυτή πρέπει να είναι πλήρης και αντικειμενική, γιατί διαφορετικά θεμελιώνεται ευθύνη του ιδρύματος για παράβαση της ΑΚ 288 ή της ΑΚ 197 (διαπραγματευτικό στάδιο). Η ενημέρωση μπορεί να λάβει φυσικά διάφορες μορφές, όπως την ανάρτηση ενημερωτικών φυλλαδίων στους χώρους του πιστωτικού ιδρύματος, την κοινοποίηση των επιτοκίων, την ενημέρωση των πελατών ανά τακτά χρονικά διαστήματα, την προειδοποίησή τους, καθώς και την παροχή συμβουλών, εφόσον ο πελάτης το ζητήσει.
Υποχρέωση του πιστωτικού ιδρύματος συνιστά και η πιστοδότηση εταιριών που βρίσκονται σε κρίση. Σε κρίση βρίσκονται δανειοδοτηθείσες από την Τράπεζα επιχειρήσεις, οι οποίες αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες και χρειάζονται τα απαραίτητα κεφάλαια, για να ανακάμψουν. Έτσι, το πιστωτικό ίδρυμα οφείλει να τους παρέχει «οικονομικό σωσίβιο», ενόψει και της σχέσης εμπιστοσύνης που το συνδέει με αυτές, με διάφορους τρόπους, όπως είναι ενδεικτικά η παράταση του χρόνου επιστροφής του δανεισθέντος ποσού. Σαφώς, η Τράπεζα δεν λαμβάνει τη συγκεκριμένη απόφαση άκριτα αλλά κατόπιν στάθμισης διαφόρων παραγόντων, όπως η σοβαρότητα της κρίσης που αντιμετωπίζει η επιχείρηση, ο βαθμός διακινδύνευσης των συμφερόντων της Τράπεζας, καθώς και οι πιθανότητες επίτευξης της αναδιάρθρωσης μέσω της παρεχόμενης διευκόλυνσης. Σε καμία περίπτωση, πάντως, δεν πρέπει να βλάπτονται τα συμφέροντα της Τράπεζας. Ακόμα, το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να υποχρεωθεί να ενισχύσει την οικονομική κατάσταση της εταιρίας, παρέχοντάς της νέες βραχυπρόθεσμες πιστώσεις, μόνο υπό την προϋπόθεση ότι η επιχείρηση θα είναι σε θέση να παράσχει προς το πιστωτικό ίδρυμα επαρκείς εξασφαλίσεις. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ο περιορισμός της συμβατικής αυτονομίας της Τράπεζας δεν πρέπει να φτάνει σε σημείο όπου πλήττονται τα συμφέροντά της. Όταν, λόγου χάρη, η επιχείρηση αντιμετωπίζει μια σύντομης διάρκειας οικονομική δυσχέρεια, η Τράπεζα δεν υποχρεούται να της χορηγήσει κανενός είδους διευκόλυνση.
Eπόμενη υποχρέωση της Τράπεζας πηγάζει από τις ΑΚ 288 και ΑΚ 388 και συνίσταται στην αναπροσαρμογή των όρων των τραπεζικών συμβάσεων, σε περίπτωση απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών. Με τον όρο «απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών» νοείται μια αλλαγή τόσο μεγάλης έντασης, ώστε να μην είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί η σύμβαση με το αρχικό της περιεχόμενο, όπως συνέβη χαρακτηριστικά στις περιπτώσεις των κόκκινων δανείων. Πρόκειται για μία παρέκκλιση από την θεμελιώδη αρχή του δικαίου «pacta sunt servanda» (τα συμπεφωνημένα πρέπει να τηρούνται), η οποία επιτρέπεται μόνο κατόπιν αυστηρής σταθμίσεως των εκατέρωθεν συμφερόντων. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως η περιέλευση του αντισυμβαλλομένου σε χειρότερη οικονομική κατάσταση δεν συνιστά λόγο αναπροσαρμογής των συμβατικών όρων δεδομένου ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο θα γινόταν κατάχρηση αυτής της δυνατότητας από τον οποιονδήποτε συναλλασσόμενο και θα θιγόταν σε σημαντικό βαθμό η αρχή της pacta sunt servanda και κατ’ επέκταση η ασφάλεια των συναλλαγών.
Τελευταία βασική υποχρέωση της Τράπεζας είναι εκείνη του ελέγχου της προέλευσης χρημάτων και άλλων περιουσιακών στοιχείων των πελατών, προκειμένου να αποφευχθούν φαινόμενα όπως η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες -το γνωστό σε όλους μας «ξέπλυμα βρώμικου χρήματος»- και η ενίσχυση τρομοκρατικών ενεργειών. Για να επιτευχθεί αυτό, πρέπει τα πιστωτικά ιδρύματα να λαμβάνουν ειδικά μέτρα πρόληψης τέτοιων εγκλημάτων, όπως να συγκεντρώνουν τα απαραίτητα στοιχεία για την ταυτότητα των πελατών διαμορφώνοντας το συναλλακτικό προφίλ των τελευταίων, να μεριμνούν για την επικαιροποίηση τέτοιων στοιχείων και να ελέγχουν τη πηγή των κεφαλαίων, καθώς και τη συνάφεια αυτών με την οικονομική κατάσταση των πελατών, την επαγγελματική τους απασχόληση και το δηλούμενο εισόδημά τους. Προς απόδειξη αυτών των περιστάσεων δικαιούται το πιστωτικό ίδρυμα να ζητήσει από τον εκάστοτε πελάτη την προσκόμιση εγγράφων, όπως του εκκαθαριστικού της εφορίας. Σε περίπτωση που υπάρξει υπόνοια για προσπάθεια φοροδιαφυγής ή νομιμοποίησης παράνομων εσόδων, το πιστωτικό ίδρυμα υποχρεούται να ενημερώσει την αρμόδια αρχή.
Από την ανωτέρω απαρίθμηση αντιλαμβανόμαστε πως ο κατάλογος των υποχρεώσεων που οφείλει να τηρεί κάθε Τράπεζα απέναντι στους πελάτες, μηδενός εξαιρουμένου, είναι μακρύς και επιβεβαιώνει ακριβώς αυτό το έντονα εμπιστευτικό στοιχείο που χαρακτηρίζει τη μεταξύ τους ιδιαίτερη σχέση διαρκούς συνεργασίας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Χρήστος Βλ. Γκόρτσος, Νικόλαος Κ. Ρόκας, Αλεξάνδρα Π. Μικρουλέα, Χριστίνα Κ. Λιβαδά, “Στοιχεία τραπεζικού δικαίου” (3η αναθεωρημένη έκδοση), Νομική Βιβλιοθήκη, 2016