13.7 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΡαντάρ Αναπτυσσόμενων ΧωρώνΙνδία: Ανεπτυγμένη ή αναπτυσσόμενη χώρα;

Ινδία: Ανεπτυγμένη ή αναπτυσσόμενη χώρα;


Της Δέσποινας Βλάχου,

Η Ινδία, ή επισήμως η Δημοκρατία της Ινδίας, είναι χώρα της Νότιας Ασίας, που καταλαμβάνει και το μεγαλύτερο μέρος της ηπείρου. Με περίπου το ένα έκτο του συνολικού πληθυσμού του κόσμου, η Ινδία είναι η δεύτερη πιο πυκνοκατοικημένη χώρα, μετά την Κίνα, με 1.393.409.000 κατοίκους, με βάση τη μέση εκτίμηση των Ηνωμένων Εθνών για το 2021, και η έβδομη μεγαλύτερη σε έκταση με 3.287.263 τ. χλμ.. Εκτείνεται ανάμεσα στα Ιμαλάια όρη και τον Ινδικό ωκεανό από τον οποίο ορίζεται στα νότια, νοτιοδυτικά και νοτιοανατολικά. Συνορεύει ανατολικά με το Μπαγκλαντές και τη Μιανμάρ, βόρεια με την Κίνα και τα κρατίδια Μπουτάν και Νεπάλ, βορειοδυτικά με το Πακιστάν, ενώ δυτικά βρέχεται από την Αραβική θάλασσα και νότια-νοτιοανατολικά από τον Ινδικό ωκεανό και τον κόλπο της Βεγγάλης.

Η γεωγραφική θέση της Ινδίας. Πηγή: Encyclopedia Britannica

Η πρωτεύουσα της είναι το Νέο Δελχί, που χτίστηκε τον 20ο αιώνα ακριβώς νότια του ιστορικού κόμβου του Παλαιού Δελχί για να λειτουργήσει ως διοικητικό κέντρο της Ινδίας. Το πολίτευμα της χώρας είναι η συνταγματική δημοκρατία, που αντιπροσωπεύει έναν πολύ διαφορετικό πληθυσμό, ο οποίος αποτελείται από χιλιάδες εθνοτικές ομάδες και πιθανώς εκατοντάδες γλώσσες. Επίσης, ως χώρα συμμετέχει σε διάφορους παγκόσμιους και περιφερειακούς οργανισμούς: στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου και στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, στα BRICS, στους G-15 και στην Ένωση Περιφερειακής Συνεργασίας της Νοτιοανατολικής Ασίας. Είναι, επιπλέον, μέλος της Κοινοπολιτείας των Εθνών από το 1947.

Πρόκειται για έναν πολύ εξελιγμένο αστικοποιημένο πολιτισμό, τον πολιτισμό της κοιλάδας του ποταμού Ινδού, που κυριάρχησε στο βορειοδυτικό τμήμα της ηπείρου από περίπου το 2600 έως το 2000 π.Χ.. Από εκείνη την περίοδο και μετά, η Ινδία λειτούργησε ως μια σχεδόν αυτοτελής πολιτική και πολιτιστική αρένα, η οποία δημιούργησε μια ξεχωριστή παράδοση που σχετίζεται κυρίως με τον Ινδουισμό, οι ρίζες της οποίας μπορούν σε μεγάλο βαθμό να εντοπιστούν στον πολιτισμό της κοιλάδας του Ινδού. Η Ινδία ήταν και παραμένει μία από τις πιο εθνοτικά διαφοροποιημένες χώρες στον κόσμο. Φιλοξενεί ποικίλες κάστες και φυλές καθώς και περισσότερες από δώδεκα μεγάλες και εκατοντάδες μικρές γλωσσικές ομάδες από πολλές γλωσσικές οικογένειες, που δεν σχετίζονται μεταξύ τους. Τα Χίντι είναι η επίσημη γλώσσα, μαζί με τα Αγγλικά, ενώ αρκετές άλλες τοπικές γλώσσες έχουν πετύχει επίσημη αναγνώριση. Η θρησκεία αποτελεί μία κρίσιμη πτυχή της ταυτότητας για τους περισσότερους Ινδούς και μεγάλο μέρος της ιστορίας της Ινδίας μπορεί να γίνει κατανοητό μέσω της αλληλεπίδρασης μεταξύ των διαφορετικών θρησκευτικών ομάδων της. Μία από τις πολλές θρησκείες που γεννήθηκαν στην Ινδία είναι ο Ινδουισμός, μια συλλογή από διαφορετικά δόγματα, θρησκείες και τρόπους ζωής που ακολουθεί η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού. Ωστόσο, μέχρι και σήμερα, η Ινδία δεν έχει κάποια επίσημη θρησκεία. Οι θρησκευτικές μειονότητες, συμπεριλαμβανομένων Μουσουλμάνων, Χριστιανών και Βουδιστών, εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού.

Μέχρι τον 13ο αιώνα μεγάλο μέρος της ηπείρου ήταν υπό μουσουλμανική κυριαρχία, και ο αριθμός των μουσουλμάνων αυξήθηκε σταθερά. Μόνο μετά την άφιξη του Πορτογάλου πλοηγού Vasco da Gama το 1498 και την επακόλουθη καθιέρωση της ευρωπαϊκής θαλάσσιας υπεροχής στην περιοχή, η Ινδία εκτέθηκε σε μεγάλες εξωτερικές επιρροές που έφτασαν δια θαλάσσης. Η ευρωπαϊκή αυτή επέλαση κορυφώθηκε με την παρακμή της άρχουσας μουσουλμανικής ελίτ και την απορρόφηση της ηπείρου εντός της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Η άμεση διοίκηση από τους Βρετανούς, η οποία ξεκίνησε το 1858, οδήγησε σε μία πολιτική και οικονομική ενοποίηση της ηπείρου. Μέχρι τον 19ο αιώνα, η Μεγάλη Βρετανία είχε γίνει η κυρίαρχη πολιτική δύναμη στην υποήπειρο. Ο βρετανικός στρατός της Ινδίας έπαιξε ζωτικό ρόλο και στους δύο παγκόσμιους πολέμους. Ακολούθησε μία περίοδος μη βίαιης αντίστασης στη βρετανική κυριαρχία, με επικεφαλής τον Mahatma Gandhi και τον Jawaharlal Nehru, που οδήγησε τελικά στην ανεξαρτησία της Ινδίας, η οποία παραχωρήθηκε το 1947. Η μεγάλης κλίμακας βία έλαβε χώρα πριν και μετά τον διαχωρισμό της ηπείρου σε δύο ξεχωριστά κράτη – την Ινδία και το Πακιστάν. Τα γειτονικά αυτά έθνη έχουν πολεμήσει τρεις πολέμους από την ανεξαρτησία, ο τελευταίος εκ των οποίων ήταν το 1971 και είχε ως αποτέλεσμα το Ανατολικό Πακιστάν να γίνει το ξεχωριστό έθνος του Μπαγκλαντές. Οι δοκιμές πυρηνικών όπλων της Ινδίας το 1998 ενθάρρυναν το Πακιστάν να διεξάγει τις δικές του δοκιμές το ίδιο έτος. Τον Νοέμβριο του 2008, τρομοκράτες από το Πακιστάν πραγματοποίησαν μια σειρά συντονισμένων επιθέσεων στη Βομβάη, την οικονομική πρωτεύουσα της Ινδίας.

Οι άνθρωποι περπατούν σε μια πολυσύχναστη αγορά στις παλιές συνοικίες του Δελχί. Πηγή: Reuters

Οικονομία:

Η Ινδία έχει μία από τις μεγαλύτερες οικονομίες στον κόσμο, αλλά λόγω του τεράστιου πληθυσμού της, είναι μία από τις φτωχότερες χώρες, από άποψη εισοδήματος και κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Από την ανεξαρτησία της, η Ινδία έχει προωθήσει ένα μεικτό οικονομικό σύστημα, στο οποίο η κυβέρνηση, που ορίζεται συνταγματικά ως «σοσιαλιστική», διαδραματίζει σημαντικό ρόλο ως κεντρικός σχεδιαστής, ρυθμιστής και επενδυτής. Ξεκινώντας το 1951, η κυβέρνηση βάσισε τον οικονομικό της σχεδιασμό σε μια σειρά πενταετών σχεδίων που επηρεάζονται από το σοβιετικό μοντέλο. Αρχικά, η προσπάθεια ήταν να ενισχυθεί το εγχώριο ποσοστό αποταμίευσης. Με το δεύτερο πενταετές σχέδιο (1956–61), η εστίαση άρχισε να μετατοπίζεται στην εκβιομηχάνιση που υποκαθιστά τις εισαγωγές, με έμφαση στα κεφαλαιουχικά αγαθά. Αναπτύχθηκε μια ευρεία και διαφοροποιημένη βιομηχανική βάση. Ωστόσο, με την κατάρρευση του σοβιετικού συστήματος στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Ινδία υιοθέτησε μια σειρά μεταρρυθμίσεων ελεύθερης αγοράς που τροφοδότησαν την ανάπτυξη της μεσαίας τάξης της, και το υψηλά μορφωμένο και καλά εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό της έκανε την Ινδία ένα από τα παγκόσμια κέντρα της ανάπτυξης υψηλής τεχνολογίας, που ξεκίνησε στα τέλη του 20ού αιώνα και επέφερε σημαντικούς ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης. Ο γεωργικός τομέας παραμένει ο κύριος εργοδότης της χώρας. Λίγο λιγότερο από το ήμισυ του εργατικού δυναμικού απασχολείται στη γεωργία, αλλά οι υπηρεσίες είναι η κύρια πηγή οικονομικής ανάπτυξης, αντιπροσωπεύοντας σχεδόν τα δύο τρίτα της παραγωγής της Ινδίας. Από την άλλη όμως ο τομέας των υπηρεσιών απασχολεί λιγότερο από το ένα τρίτο του εργατικού δυναμικού της χώρας. Παρά τις συνεχιζόμενες κυβερνητικές ρυθμίσεις, το εμπόριο επεκτάθηκε πολύ στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Η Ινδία έχει αξιοποιήσει τον μεγάλο μορφωμένο αγγλόφωνό της πληθυσμό για να γίνει σημαντικός εξαγωγέας υπηρεσιών τεχνολογίας πληροφοριών, υπηρεσιών εξωτερικής ανάθεσης επιχειρήσεων και εργαζομένων λογισμικού.

Η Ινδία εξελίσσεται σε μια οικονομία ανοικτής αγοράς, ωστόσο παραμένουν ίχνη από τις προηγούμενες πολιτικές αυτάρκειάς της. Τα μέτρα οικονομικής ελευθέρωσης, όπως η βιομηχανική απορρύθμιση, η ιδιωτικοποίηση κρατικών επιχειρήσεων και οι μειωμένοι έλεγχοι στο εξωτερικό εμπόριο και τις επενδύσεις ξεκίνησαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και συνέβαλλαν στην επιτάχυνση της ανάπτυξης της χώρας. Η ανάπτυξη του ΑΕΠ εκείνη την περίοδο ανήλθε κατά μέσο όρο σχεδόν στο 7% ετησίως από το 1997 έως το 2017.  Ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ της Ινδίας βρέθηκε σε πτώση την περίοδο 2008-2009, στο 3,9% έναντι του 9,8% που είχε κατά την περίοδο 2007-2008. Η επιβράδυνση της ανάπτυξης οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην απότομη πτώση της βιομηχανικής ανάπτυξης και στη συγκράτηση της ανάπτυξης του τομέα της γεωργίας και των υπηρεσιών. Η επιβράδυνση της βιομηχανικής ανάπτυξης ήταν κυρίως αποτέλεσμα της  γενικότερης ύφεσης της περιόδου, όπου ανάπτυξη επιβραδύνθηκε το 2011 λόγω της μείωσης των επενδύσεων που προκλήθηκε από τα υψηλά επιτόκια, τον αυξανόμενο πληθωρισμό και την απαισιοδοξία των επενδυτών σχετικά με τη δέσμευση της κυβέρνησης για περαιτέρω οικονομικές μεταρρυθμίσεις και για την αργή παγκόσμια ανάπτυξη. Υπενθυμίζεται ότι το 2011 κάποιες χώρες συνέχιζαν να τελούν υπό υφεσιακό καθεστώς λόγω της κρίσης που είχε προηγηθεί στις ΗΠΑ στην αγορά ακινήτων το 2008 και της κατάρρευσης της Lehman Brothers. Η ανάπτυξη ανέκαμψε το 2014 έως το 2016, υπερβαίνοντας το 7% κάθε χρόνο, αλλά επιβραδύνθηκε το 2017. Μεταξύ των ετών 2017 και 2020, η ανάπτυξη επιβραδύνθηκε από 8,3% σε 4,0%, με τις αδυναμίες στον χρηματοπιστωτικό τομέα να επιδεινώνονται από τη μείωση του ρυθμού μεταβολής της ιδιωτικής κατανάλωσης. Τέλος, η εφαρμογή ενός καθολικού lockdown τον Μάρτιο του 2020, διέκοψε την οικονομική δραστηριότητα, επηρεάζοντας τόσο την παραγωγή όσο και την κατανάλωση. Ως αποτέλεσμα, ο ρυθμός ανάπτυξης της Ινδίας ήταν αρνητικός για το 2020, στο -8%.

Στο επόμενο μέρος θα εξετάσουμε ενδελεχώς το κατά Κεφαλήν ΑΕΠ της Ινδίας, καθώς και κάποιους από τους βασικούς δείκτες ευημερίας της, προκειμένου να αποκτήσουμε μία ενδελεχή εικόνα για το επίπεδο ανάπτυξης της χώρας. Κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο, γιατί όπως είπαμε η Ινδία αποτελεί μία πολύ μεγάλη οικονομία σε απόλυτα μεγέθη, κάτι που την καθιστά αμέσως έναν πολύ σημαντικό παίκτη του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος. Επίσης διαθέτει επιστημονικό προσωπικό υψηλού επιπέδου γεγονός που της δίνει τη δυνατότητα για Έρευνα και Ανάπτυξη. Τι συμβαίνει, όμως, με το βιοτικό επίπεδο των πολιτών της; Απολαμβάνουν οι τελευταίοι τα ίδια οφέλη με έναν κάτοικο ενός ανεπτυγμένου κράτους; Απάντηση σε όλα τα παραπάνω θα δώσουμε στο επόμενο μέρος, διερευνώντας τα κατάλληλα δεδομένα.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • India, Britannica, διαθέσιμο εδώ
  • India-Economic Indicators, Moody’s Analytics, διαθέσιμο εδώ
  • Macroeconomic and Monetary Developments, India’s Central Bank, διαθέσιμο εδώ
  • The World Bank in India, World Bank, διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Δέσποινα Βλάχου
Δέσποινα Βλάχου
Γεννήθηκε το 1997 στην Αθήνα, όπου διαμένει μέχρι και σήμερα. Είναι απόφοιτη του τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιά. Μιλάει πολύ καλά αγγλικά και γαλλικά. Ασχολείται ενεργά με τον εθελοντισμό, ενώ έχει έντονο ενδιαφέρον για ζητήματα που άπτονται των διεθνών σχέσεων και της διεθνούς ασφάλειας.