Του Θανάση Κουκόπουλου,
“SACROSANCTA LATERANENSIS ECCLESIA OMNIUM URBIS ET ORBIS ECCLESIARUM MATER ET CAPUT” (= «ΙΕΡΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΛΑΤΕΡΑΝΟΥ, ΜΗΤΕΡΑ ΚΑΙ ΚΕΦΑΛΗ ΠΑΣΩΝ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ»). Αυτός ο εντυπωσιακός τίτλος είναι μόνο ένας από τους πολλούς που δικαιολογημένα δόθηκαν με το πέρασμα του χρόνου στη μεγαλοπρεπέστατη Βασιλική του Παναγίου Σωτήρος (Χριστού) και των Αγίων Ιωάννου Βαπτιστού και Ιωάννου Ευαγγελιστού στο Λατερανό της Ρώμης, όπως είναι ο σημερινός επίσημος τίτλος της εκκλησίας. Τον λόγο θα συνειδητοποιήσει ο αναγνώστης στις επόμενες σειρές.
Όλα ξεκινούν μετά την περίφημη μάχη της Μιλβίας γέφυρας το 312, το πρώτο βήμα για την απόλυτη επικράτηση του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ο σπουδαίος αυτός αυτοκράτορας διείδε κάτι διαφορετικό σε μία νέα θρησκεία, τα μέλη της οποίας αποτελούσαν εκείνη την εποχή ισχνή μειοψηφία σύμφωνα με σχετικές έρευνες, και αποφάσισε να την υποστηρίξει. Στα πλαίσια αυτά εντάσσεται και η ίδρυση πληθώρας χριστιανικών ναών από τον ίδιο και τη μητέρα του, την Αγία Ελένη. Ένας από αυτούς ήταν και η βασιλική του Λατερανού. Η επιλογή της θέσης δεν ήταν τυχαία. Εκεί υπήρχε το στρατόπεδο μίας φρουράς, των equites singulares, οι οποίοι πολέμησαν στην πλευρά του αντίπαλου στρατοπέδου στη Μιλβία γέφυρα και μάλιστα συγκρότησαν ένα σημαντικό μέρος της δύναμης του Μαξεντίου. Με αυτή την κίνηση ο Μέγας Κωνσταντίνος σαφώς δήλωνε και την πολιτική του υπεροχή, κυρίως υπό την έννοια ότι επιθυμούσε την εγκαθίδρυση μίας νέας τάξης πραγμάτων, ενός νέου κόσμου. Ο ναός ήταν ρυθμού βασιλικής, δηλαδή ένα επίμηκες, ορθογώνιας κάτοψης κτίριο. Μάλιστα ήταν η πρώτη χριστιανική βασιλική της «αιώνιας πόλης».
Αποτελούσε τμήμα ενός ευρύτερου συγκροτήματος, το οποίο περιελάμβανε τη μεσαιωνική κατοικία του πάπα, βαπτιστήριο, προσκείμενα ιδιωτικά παρεκκλήσια, βιβλιοθήκες και νυμφαίο (μνημειακή κρήνη). Θεωρείται ότι στον ίδιο χώρο βρισκόταν η κατοικία της Φαύστας, συζύγου του Μ. Κωνσταντίνου και έτσι ο αυτοκράτορας δώρισε στον επίσκοπο Ρώμης μία οικογενειακή περιουσία, όταν μετέφερε την πρωτεύουσα στην ανατολή. Ωστόσο, η άποψη αυτή έχει αμφισβητηθεί και είναι δύσκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια πότε ακριβώς το Λατερανό έγινε η έδρα του πάπα. Πάντως, λείψανα της κωνσταντίνειας φάσης έχουν εντοπιστεί σε ανασκαφές.
Το οίκημα της εποχής του Κωνσταντίνου δέχθηκε ανακαινίσεις τον 8ο και τον 9ο αι., στα πλαίσια της ενίσχυσης της παπικής εξουσίας, ώστε να αντανακλά το μεγαλείο της. Η διακόσμηση του παλατιού συμπεριελάμβανε μεταξύ άλλων και ψηφιδωτά και τοιχογραφίες, που δεν σώζονται δυστυχώς σήμερα. Το Λατερανό παρέμεινε το κέντρο της δυτικής εκκλησίας μέχρι τη μεταφορά της έδρας του Αγίου Πέτρου στην Avignon της Γαλλίας το 1309. Ύστερα από την επίλυση του ζητήματος της τοποθεσίας της έδρας στη σύνοδο της Κωνσταντίας (1414-1417), ο επίσκοπος της Ρώμης εγκαταστάθηκε οριστικά στο Βατικανό. Ο τίτλος που παρατέθηκε στην αρχή είναι ενδεικτικός του ανταγωνισμού με τη βασιλική του Αγίου Πέτρου. Τέλος, αξίζει να τονιστεί ότι το συγκρότημα παρουσιάζει ενδιαφέρον και για τους ορθοδόξους χριστιανούς, καθώς εδώ διεξήχθησαν σύνοδοι που καταδίκασαν αιρέσεις κατά τη διάρκεια της πρώτης χιλιετίας μ.Χ. (το 313 κατά του δονατισμού στον λεγόμενο «οίκο της Φαύστας» πριν την ολοκλήρωση της βασιλικής, το 649 κατά του μονοθελητισμού και το 769 κατά της εικονομαχίας).
Όπως είναι φυσικό, και ο κυρίως ναός έχει να επιδείξει διάφορες φάσεις. Ο πάπας Σέργιος Β΄ (844-847) κατασκεύασε στην πρόσοψη προστώο, το οποίο ανοικοδομήθηκε μεγαλύτερο στις δεκαετίες του 1180 και του 1190. Κάτω από αυτό άρχισαν να θάβονται επίσκοποι Ρώμης, αρχής γενομένης από το 904. Σημαντικότατη ήταν η ανακαίνιση της εποχής του Νικολάου Δ΄ (1288-1292). Ο πρώτος φραγκισκανός πάπας πρόσθεσε ένα μεγάλο εγκάρσιο (=κάθετο) κλίτος, ενώ ο σπουδαίος ψηφοθέτης Jacopo Torriti φιλοτέχνησε στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας του ιερού ένα φαντασμαγορικό ψηφιδωτό, το οποίο θεωρείται ότι αντέγραφε σε γενικές γραμμές ένα παλαιότερο του 5ου αι. Σήμερα διακρίνονται σε αυτό πολλές επεμβάσεις του 19ου αι. Σε ένα ημικύκλιο στο άνω τμήμα της σύνθεσης εικονίζεται σε προτομή και σε βαθύ μπλε φόντο ο Χριστός “Salvator mundi” (=Σωτήρας του κόσμου). Πλαισιώνεται από νεφέλες και αγγέλους. Κάτω ακριβώς από τον Χριστό εικονίζεται διάλιθος σταυρός πάνω σε λοφίσκο, από τον οποίο πηγάζουν οι τέσσερις ποταμοί του παραδείσου (Γεών, Φισών, Τίγρης και Ευφράτης). Τον σταυρό «λούζουν» οι ακτίνες της περιστεράς του Αγίου Πνεύματος.
Ακριβώς από κάτω παριστάνεται μία πόλη, μπροστά από την οποία στέκεται φρουρός ο Αρχάγγελος Μιχαήλ, ενώ πάνω σε αυτήν αναγνωρίζονται οι απόστολοι Πέτρος και Παύλος, οι ιδρυτές και στύλοι της εκκλησίας της Ρώμης. Επομένως, η πόλη αυτή ξεκάθαρα πρέπει να ταυτιστεί με τη Ρώμη ως αιώνια, θεοφύλακτη και ιερή πόλη, προτύπωση του παραδείσου στη γη. Πάνω από τη Ρώμη στέκονται ένα φοινικόδεντρο, καθώς και το μυθικό πουλί φοίνικας, το οποίο συμβολίζει την ανάσταση-αναγέννηση, παραπέμποντας έτσι και στην πνευματική ανανέωση της Ρώμης, την οποία επεδίωξε ο Νικόλαος. Πρόκειται για μία ιδιαίτερη σύνθεση, η οποία αντλεί πρότυπα από φραγκισκανικά θεολογικά κείμενα, κάτι που είναι απόλυτα λογικό, αν αναλογιστούμε ότι ο πάπας που ανακαίνισε τη βασιλική ήταν φραγκισκανός μοναχός. Εντύπωση προκαλεί το γραφικό τοπίο, το οποίο αποτελείται από βράχια, πρασινάδες και διάφορα άνθη, ελάφια, αμνούς, αλλά και ένα ποτάμι ή λίμνη με χήνες, διάφορα άλλα πτηνά και «ερωτιδείς» (μικρά αγοράκια).
Στον σταυρό πλησιάζουν σε χρυσό φόντο από τα αριστερά οι απόστολοι Πέτρος και Παύλος, ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης, ιδρυτής του τάγματος των φραγκισκανών, η Παναγία, η οποία κρατά την τιάρα του γονατιστού πάπα Νικολάου, και από τα δεξιά ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, ο Άγιος Αντώνιος της Παδούης, σημαντικότατος φραγκισκανός μοναχός, ο Άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής και ο Απόστολος Ανδρέας. Το ψηφιδωτό μπορεί να αποτελεί καύχημα όχι μόνο για τη βασιλική, αλλά και για κάθε Έλληνα, καθώς αποτελεί ένα μικρό μόνο δείγμα της ακτινοβολίας του βυζαντινού μας πολιτισμού στον μεσαιωνικό ιταλικό.
Η σημαντικότερη φάση για τη βασιλική εντοπίζεται αναμφισβήτητα στην περίοδο του μπαρόκ. Το 1600 ο πάπας Κλήμης Η΄ ανακαίνισε το εγκάρσιο κλίτος και το διακόσμησε με ζωγραφικές σκηνές από τον βίο του Μ. Κωνσταντίνου, ενώ το 1646 ο μεγάλος αρχιτέκτονας Francesco Borromini ξεκίνησε τη ριζική ανακατασκευή του ναού. Έτσι, άρχισε να λαμβάνει τη μορφή, με την οποία είναι γνωστός σήμερα. Χαρακτηριστικό του ύφους του μπαρόκ είναι η εξεζητημένη πολυτέλεια, οι πολύπλοκες και πληθωρικές επιφάνειες, η θεατρικότητα, η έξαρση της δραματικότητας, του φωτός και των συναισθημάτων. Όλα αυτά σε συνδυασμό με την μουσική και τις ψαλμωδίες έχουν ως απώτερο στόχο την υποβολή του μεγαλείου της βασιλείας των ουρανών και την καθήλωση του θεατή-πιστού.
Ο Borromini σχεδίασε και κόγχες στο κεντρικό κλίτος. Ο πάπας Ιννοκέντιος Ι΄ όρισε τον Virgilio Spada υπεύθυνο της διακόσμησής τους με αγάλματα και ο τελευταίος προέβη σε μία ασυνήθιστη για την εποχή κίνηση· να παραγγείλει μάρμαρο απευθείας από τα λατομεία της Carrara, περιοχής της βόρειας Ιταλίας, γνωστής για το εξαιρετικής ποιότητας μάρμαρο. Ωστόσο, χρήματα δεν καταβλήθηκαν ποτέ. Έτσι, οι κόγχες έπρεπε να περιμένουν μέχρι τις αρχές του 18ου αι., οπότε και ο πάπας Κλήμης ΙΑ΄ αποφάσισε να συνεχίσει τις εργασίες ανακατασκευής και μία ειδική επιτροπή που ο ίδιος όρισε ανέθεσε τη λάξευση των αγαλμάτων των 12 Αποστόλων σε διάφορους Ιταλούς και Γάλλους καλλιτέχνες. Τον ίδιο αιώνα κατασκευάστηκε και η θαυμάσια ανατολική πρόσοψη της εισόδου.
Η βασιλική του Αγίου Ιωάννου στο Λατερανό, αυτό το θαύμα πίστεως, τέχνης και πολιτισμού, έχει χαραχθεί βαθιά στη μνήμη μου, καθώς ήταν το πρώτο μνημείο που επισκέφτηκα, όταν ταξίδεψα προ δεκαετίας στην «αιώνια πόλη». Τα κολοσσιαία αγάλματα των 12 Αποστόλων ήταν αυτά που με είχαν καθηλώσει και εντυπωσιάσει περισσότερο. Για όλους αυτούς τους λόγους πρέπει να συμπεριλαμβάνεται οπωσδήποτε στη λίστα των μνημείων της Ρώμης που θα επισκεφθεί οποιοσδήποτε τουρίστας!
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Bosman L., Haynes I., Liverani P., «The Lateran Basilica to 1600», στο Bosman L., Haynes I., Liverani P. (επιμ.), The Basilica of St. John Lateran to 1600, Cambridge 2020, 1-5, διαθέσιμο εδώ
- Conforti M., «Planning the Lateran Apostles», Memoirs of the American Academy in Rome 35 (1980), 243-260, JSTOR, διαθέσιμο εδώ
- Connors J., «Holy Redundancy and Echo in the Lateran Basilica in Rome», στο Cropper E. (επιμ.), Dialogues in Art History, from Mesopotamian to Modern: Readings for a New Century, New Haven and London 2009, 223-235, academia.edu, διαθέσιμο εδώ
- Delvoye Ch., Βυζαντινή Τέχνη, μτφρ. Μ. Β. Παπαδάκη, Αθήνα 2014⁴.
- Desmas A.-L., “Why Legros Rather than Foggini Carved the ‘St. Bartholomew’ for the Lateran: New Documents for the Statue in the Nave”, The Burlington Magazine 146/1221 (2004), 796-805, JSTOR, Διαθέσιμο εδώ
- Liverani P., “The Evolution of the Lateran: from the Domus to the Episcopal Complex”, στο Bosman L., Haynes I., Liverani P. (επιμ.), The Basilica of St. John Lateran to 1600, Cambridge 2020, 6-24, διαθέσιμο εδώ
- Montagu J., Roman Baroque Sculpture: The Industry of Art, New Haven and London 1989.
- Thunø E., Image and Relic: Mediating the Sacred in Early Medieval Rome, Rome 2002. διαθέσιμο εδώ