Της Αγγελικής Ευαγγελακοπούλου,
Η Ινδονησία αποτελεί σύμπλεγμα χιλιάδων νησιών ανάμεσα στην Ασία και την Αυστραλία. Η τοποθεσία της είναι ιδιαίτερα ευνοϊκή, καθώς βρίσκεται ανάμεσα σε δύο ωκεανούς, τον Ειρηνικό και τον Ινδικό. Αν και η βασική γλώσσα είναι τα ινδονησιακά, υπάρχουν άλλες 300 γλώσσες που χρησιμοποιούνται στην περιφέρεια. Σύμφωνα με τελευταία μέτρηση, ο πληθυσμός φτάνει τα 270 εκατομμύρια περίπου, γεγονός που εξηγεί και την πολυγλωσσία. Η βασική θρησκεία στην χώρα είναι το ισλάμ, και μάλιστα έχει συγκεντρωμένο τον μεγαλύτερο μουσουλμανικό πληθυσμό στον κόσμο. Το νόμισμα που χρησιμοποιείται στην χώρα είναι η ρούπια. Επίσης, δεδομένης της τοποθεσίας της, που την καθιστά επίκεντρο πληθώρας εμπορικών διαδρομών, προσπαθεί να αναπτύσσεται συνεχώς στην διεθνή σκηνή, αλλά και την διεθνή οικονομία. Έτσι, συμμετέχει σε πολλούς διεθνείς οικονομικούς και μη οργανισμούς για να αναπτύσσει σχέσεις με τους άλλους δρώντες και γείτονές της. Βασικά παραδείγματα είναι η Ασιατική Τράπεζα Ανάπτυξης, η Οικονομική Συνεργασία Ασίας-Ειρηνικού, ο Σύλλογος Νοτιοανατολικών Κρατών της Ασίας, το ΔΝΤ, ο ΠΟΕ, ο ΟΗΕ, και διάφορες αποστολές του ΟΗΕ.
Η ιστορία της Ινδονησίας ξεκίνησε από τα προ χριστού χρόνια, οπότε και βρέθηκαν σημεία ζωής στην περιοχή από αρχαίους πολιτισμούς. Αργότερα, κατά τον 11ο αιώνα, έκανε την εμφάνιση του το Ισλάμ στην περιοχή, το οποίο όμως έμεινε στην αφάνεια μέχρι και τον 14ο αιώνα. Παράλληλα, αν και οι συζητήσεις με την Κίνα για ανάπτυξη διπλωματικών σχέσεων και εμπορικών δεσμών βρίσκονταν σε καλό δρόμο, η δυσκολία τις κινεζικής αυτοκρατορίας να διαχειριστεί τα εσωτερικά ζητήματά της, δυσκόλευαν την εξέλιξη σχέσεων των δύο χωρών. Κατά τον 15ο με 16ο αιώνα, έκαναν την εμφάνισή τους στην περιοχή και οι δυτικές δυνάμεις, κυρίως η Ισπανία και η Πορτογαλία. Αργότερα, ακολούθησαν και η Ολλανδία με την Αγγλία.
Βασικός στόχος δεν ήταν τόσο η δημιουργία αποικιών, αλλά η διασφάλιση εμπορικών σχέσεων και η διευκόλυνση του εμπορίου από την ασιατική περιοχή προς την ευρωπαϊκή ήπειρο. Αυτό άλλαξε μετά την χρεοκοπία της ολλανδικής εταιρίας, που ρύθμιζε την εμπορική δραστηριότητα ανάμεσα στις δύο περιοχές. Για να διασφαλιστεί η παραμονή των Ολλανδών και τα οφέλη που είχαν, σταδιακά μετατράπηκε η παρουσία τους σε καθεστώς αποικιοκρατίας για την περιοχή της Ινδονησίας. Ωστόσο, όσο αναπτυσσόταν η αποικιοκρατία στην χώρα, αναπτυσσόταν και το εθνικιστικό κίνημα στον πληθυσμό της, που επιθυμούσε την απελευθέρωσή του από τον ολλανδικό κλοιό. Μέχρι την δεκαετία του 1930, είχαν δημιουργηθεί αρκετές εθνικιστικές ομάδες με σημαντικές για την ιστορία της χώρας φιγούρες, όπως ο εθνικιστής Sukarno. Μόλις το 1945, η χώρα απέκτησε την ανεξαρτησία της, αν και συνεχίστηκαν αιματηροί αγώνες ανάμεσα στον ινδονησιακό πληθυσμό και τους Ολλανδούς και Βρετανούς αποικιοκράτες, μέχρι και το 1946. Τελικά, το 1949 το δικαστήριο της Χάγης αναγνώρισε την ανεξαρτησία της χώρας και συγκροτήθηκε η Δημοκρατία των Ηνωμένων Κρατών της Ινδονησίας.
Όσον αφορά το πολιτικό σύστημα της χώρας, είναι προεδρική κοινοβουλευτική δημοκρατία. Όλες οι εξουσίες είναι συγκεντρωμένες στα χέρια του αρχηγού του κράτους, ο οποίος είναι ο Joko Widodo, από το 2014. Το κόμμα στο οποίο ανήκει είναι το δημοκρατικό κόμμα της Ινδονησίας, ενώ στην αντιπολίτευση βρίσκεται το Κόμμα του Κινήματος για την «Μεγάλη Ινδονησία».
Προχωρώντας στην οικονομική ανάλυση της χώρας, θα παρουσιαστεί το κατά κεφαλήν ΑΕΠ και η πορεία του ανά τα χρόνια, για να υπάρχει μια ολοκληρωμένη εικόνα για το επίπεδο διαβίωσης του πληθυσμού, αλλά και την οικονομική ανάπτυξη της χώρας γενικότερα.
Όπως φαίνεται και στο διάγραμμα, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην χώρα προχωρούσε με αρκετά αργούς ρυθμούς. Ο λόγος για τον οποίο συνέβη αυτό, είναι η πληθώρα συγκρούσεων που είχε να αντιμετωπίσει η Ινδονησία. Οι συγκρούσεις είτε αφορούσαν θρησκευτικές διαμάχες λόγω μουσουλμανικών εξτρεμιστών, είτε απόπειρες της Ινδονησίας για απόκτηση παραπάνω νησίδων, είτε διαμάχες ανάμεσα στους Ολλανδούς πρώην αποικιοκράτες και την κυβέρνηση της χώρας. Τα συνεχή έξοδα της χώρας σε πολέμους, ανεφοδιασμό, συντήρηση των στρατιωτών την κράτησαν μακριά από την ανάπτυξη μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Έπειτα, σταδιακά ο βιομηχανικός κλάδος άρχισε να αυξάνεται και έτσι, το ποσοστό εργαζομένων στον τομέα της βιομηχανίας ενισχύθηκε. Παράλληλα, στόχος της τότε κυβέρνησης ήταν η οικονομική σταθερότητα και η αναδόμηση της οικονομίας. Επενδύσεις έγιναν στις δημόσιες υπηρεσίες, ενώ παράλληλα η οικονομία ακολουθούσε προστατευτικές πολιτικές και προσπαθούσε πρώτα να αναπτύξει το εσωτερικό της. Αξίζει να σημειωθεί και το γεγονός πως στα μέσα της δεκαετίας του 1960 είχε αρχίσει να αναπτύσσεται και η διεθνής πετρελαϊκή αγορά. Αν και η Ινδονησία δεν ήταν βασικός παραγωγός ενέργειας, κατάφερνε να έχει ένα σημαντικό ποσοστό εσόδων από την εξαγωγή πετρελαίου. Αναφορικά με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, φαίνεται μέχρι το 1979 να υπάρχει μια μικρή άνοδος, αφού από 53 περίπου δολάρια που ήταν το 1967 ανήλθε στα 356. Έως το 1997, το ΑΕΠ της χώρας ακολουθούσε αργή και σταθερή πορεία, ελαφρώς ανοδική. Αν και κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1980 γνώρισε μερική ανάπτυξη λόγω αυξημένων εσόδων από την πετρελαϊκή αγορά, η πτώση των τιμών στο πετρέλαιο παγκοσμίως λίγα χρόνια αργότερα, διέκοψε αυτή την θετική εξέλιξη. Ωστόσο, 20 χρόνια αργότερα περίπου, το 1997, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ έφτασε να είναι 1.063 δολάρια.
Ωστόσο, το 1997 φαίνεται μια μικρή κάθοδος στο διάγραμμα. Πιο συγκεκριμένα, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, από 1.063 έπεσε στα 463 περίπου δολάρια. Η πτώση αυτή οφείλεται στην ασιατική οικονομική κρίση που έλαβε χώρα το 1997, μετά από την κατάρρευση των νομισμάτων πληθώρας χωρών της περιοχής. Όπως είναι φυσικό, επηρέασε τους εμπορικούς δεσμούς με άλλα κράτη, την οικονομική πορεία που είχε σημειώσει μέχρι τότε η χώρα, εφόσον δεν υπήρχαν οι αναγκαίοι πόροι, και φυσικά, το επίπεδο ζωής των πολιτών. Έκτοτε και μέχρι το 2012 η χώρα δεν χρειάστηκε να αντιμετωπίσει κάποια άλλη σημαντική οικονομική δυσκολία, γεγονός που φαίνεται και στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ της. Η μεγαλύτερη βάση δίνεται στην εκβιομηχάνιση της οικονομίας και στην προώθηση των δημοσίων υπηρεσιών ωστόσο, ο αγροτικός τομέας είναι και αυτός με τη σειρά του κερδοφόρος για την οικονομία. Μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού της Ινδονησίας διαμένει σε αγροτικές περιοχές, όπου είναι και πιο φυσικό να αναπτύσσονται γεωργικές δραστηριότητες, και ως επακόλουθο απασχολείται σημαντικό μέρος του εργατικού δυναμικού στον τομέα αυτό. Επομένως, η γεωργία επιφέρει έσοδα τόσο στη χώρα όσο και στους κατοίκους. Με βάση το παραπάνω διάγραμμα, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ άγγιξε περίπου τα 3.690 δολάρια έως το 2012.
Τα επόμενα χρόνια έως το 2015 παρατηρήθηκε μια ακόμα μείωση στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, γεγονός που οφειλόταν στην πτώση των επενδύσεων που γίνονταν στην χώρα. Παράλληλα, υπήρχε απαγόρευση για εξόρυξη υδάτων και άλλων ενεργειακών στοιχείων, γεγονός που δυσκόλεψε την ενεργειακή αγορά που είχε χτίσει η Ινδονησία, ενώ η ζήτηση του πετρελαίου έπεσε και αυτή με τη σειρά της. Η μείωση στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν περίπου στα 300 δολάρια, αφού το 2015 έφτασε να είναι περίπου 3.331 δολάρια. Η οικονομική δυσκολία αυτή διορθώθηκε άμεσα λόγω ενίσχυσης των επενδύσεων, αλλά και βελτίωσης του γενικότερου παγκόσμιου εμπορίου. Έτσι, με βάση τελευταία μέτρηση το 2019, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ έφτασε να είναι 4.135 δολάρια.
Προχωρώντας στην οικονομική ανάλυση της χώρας, αξίζει να γίνει αναφορά και σε δείκτες που αφορούν την ποιότητα ζωής των κατοίκων. Δείκτες όπως αυτοί του προσδόκιμου ζωής και της θνησιμότητας των βρεφών είναι σημαντικοί, γιατί δείχνουν το επίπεδο ευημερίας και την ποιότητα ζωής των κατοίκων.
Όσον αφορά το προσδόκιμο ζωής, στην Ινδονησία αυξανόταν με πολύ αργούς ρυθμούς. Αναλυτικότερα, το 1990 ήταν στα 62.3 χρόνια και μόλις το 2013 κατάφερε να φτάσει στα 70 χρόνια. Με βάση τελευταία μέτρηση του 2019, το προσδόκιμο ζωής είναι στα 71.7 χρόνια. Σχετικά με την βρεφική θνησιμότητα, το ποσοστό σε σχέση με άλλα ασιατικά κράτη είναι σχετικά χαμηλό. Αν και μόλις το 2000 κατάφερε να πέσει κάτω από 50% και έφτασε το 41.1% (61.9% το 1990 και 50.5% το 1995), η πορεία του έκτοτε είναι πτωτική. Το 2018, με βάση τα τελευταία δεδομένα, ήταν στο 21.1%. ‘Όμως, παρά την καθοδική πορεία, το ποσοστό εξακολουθεί να αφορά περίπου το 1/5 των βρεφών. Ένας από τους λόγους που βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα η ανθρώπινη ζωή στην Ινδονησία, όσον αφορά τα επίπεδα υγείας, είναι ο αυξημένος αριθμός φυσικών καταστροφών που έχει, όπως τυφώνες και τσουνάμι. Πέραν αυτού, άλλη μια πρόκληση είναι ο συντονισμός χιλιάδων νησιών με διαφορετική διάλεκτο και τρόπο ζωής σε ένα κοινό σύστημα υγείας. Ωστόσο, επειδή αυτά τα προβλήματα είναι γνωστά στην κυβέρνηση και απειλούν την ευημερία του πληθυσμού, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μεγαλύτερη μέριμνα προς το σύστημα υγείας της Ινδονησίας.
Περνώντας στον τομέα της εκπαίδευσης, πρώτος δείκτης που πρέπει να αναλυθεί είναι το ποσοστό του ΑΕΠ που δαπανάται στην εκπαίδευση. Η Ινδονησία, με βάση τα υπάρχοντα δεδομένα, δεν αφιερώνει μεγάλο μέρος πόρων στην εκπαίδευση. Συγκεκριμένα, το 1995 ήταν στο 1%, το 2005 και 2010 στο 2.9% και 2.8% αντίστοιχα, και έκτοτε ξεπέρασε το 3%, αλλά παρέμεινε στο 3.6%. Επόμενος δείκτης για την εκπαίδευση είναι η αναλογία μαθητών ανά καθηγητή. Και σε αυτή την περίπτωση, αν και μέχρι το 2000 υπήρχε ανταπόκριση στις δομές εκπαίδευσης και οι μαθητές ήταν από 20 έως 23, μέχρι το 2013 κυμαίνονταν στους 19-21 και έπειτα έως το 2018 είχαν πέσει στους 17. Με βάση μελέτες που έχουν γίνει, το βασικότερο πρόβλημα στο εκπαιδευτικό σύστημα της Ινδονησίας είναι η ανισότητα λόγω πολιτικών και ελιτιστικών διαφορών. Παράλληλα, αν και υπάρχουν πόροι, δεν αξιοποιούνται σωστά, με αποτέλεσμα να υπάρχουν κενά σε εξοπλισμό αναγκαίο για τα σχολεία και τα πανεπιστήμια, αλλά και για προσωπικό και καθηγητές.
Τέλος, πριν την ολοκλήρωση της ανάλυσης του οικονομικού επιπέδου των πολιτών της Ινδονησίας, παρατίθεται διάγραμμα με τον HDI (Human Development Index), δείκτης που αφορά γενικότερα την ανθρώπινη ανάπτυξη σε μια χώρα συναρτήσει τριών επιμέρους δεικτών: του προσδόκιμου ζωής, του βαθμού εκπαίδευσης, και της ποιότητας ζωής. Σύμφωνα με τελευταία μέτρηση, βρίσκεται στο 0.718 όπου ανήλθε από το 2010 και μετά. Δηλαδή, βρίσκεται στην 107η θέση σε σύνολο 189 χωρών.
Καταλήγοντας σε ένα συμπέρασμα, η Ινδονησία είναι μια σημαντική χώρα, καθώς αποτελεί την 4η μεγαλύτερη οικονομία της Νοτιοανατολικής Ασίας. Αν και στην οικονομική ανάπτυξη γενικά ακολουθεί μια θετική πορεία, αξιοποιεί τους εμπορικούς δεσμούς της και συμμετέχει ενεργά στην διεθνή οικονομία, δεν φαίνεται να δίνει ιδιαίτερη σημασία στην ποιότητα ζωής των κατοίκων της και επίσης οι οικονομικοί της πόροι είναι περιορισμένοι. Τα παραπάνω προβλήματα που αντιμετωπίζει είναι αναγκαίο να επιλυθούν για να καταφέρει να είναι εξ’ ολοκλήρου ένας επιτυχημένος δρων του διεθνούς συστήματος.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Indonesia country profile, Οκτώβριος 2018, BBC News, Retrieved from here
- Indonesia International Organization participation, Index Mundi Data Portal, Retrieved from here
- Political System, Qatar Embassy at Indonesia, Retrieved from here
- The Growth and Development of the Indonesian Economy, Stephen Elias και Clare Noone, December 2011, Reserve Bank of Australia, Retrieved from here.
- Indonesia 2014 growth slowest in 5 years, but govt spending may fuel pick up, Adriana Nina Kusuma και Nilufar Rizki, Reuters, February 2015, Retrieved from here
- Indonesia Continues to Build on Solid Economic Growth, World Bank, March 2018, Retrieved from here
- Life Expectancy Index, United Nations Development Program, Retrieved from here
- Infant Mortality Rate, United Nations Development Program, Retrieved from here
- Successes and challenges for health in Indonesia, January 2019, The Lancet, Retrieved from here
- Government Expenditure on Education (% of GDP), United Nations Development Program, Retrieved from here
- Pupil-teacher ratio, primary school (pupils per teacher), United Nations Development Program, Retrieved from here.
- What is wrong with Indonesia’s education system?, Max Walden, March 2018, Retrieved from here.