Της Σοφίας Πεχλιβανίδου,
Νομίζω ήμουν πέντε ετών, όταν συμμετείχα για πρώτη φορά σε θεατρικό έργο στη γιορτή του σχολείου. Είχα μάθει τον ρόλο μου απ’ έξω, είχε φτιάξει η μαμά μου τη στολή μου, ήμουν πανέτοιμη, αλλά τα λόγια μου δεν ήθελα να τα πω γιατί απλώς εκείνη την ώρα κάτι με ενόχλησε! Πόση υπομονή είχε η δασκάλα μου και οι γονείς μου που με έβλεπαν να αρνούμαι πεισματικά να ανέβω στη σκηνή! Στο τέλος επικράτησε η επιβλητικότητα της δασκάλας μου, που απλώς με πήρε από το χέρι και με πήγε στη σκηνή σαν να μην συνέβη ποτέ τίποτα. Ακολούθησαν πολλές σχολικές γιορτές, διάφοροι ρόλοι, πολλά κουστούμια και διάθεση για θεατρικό παιχνίδι. Στο θέατρο πάντα σκεφτόμουν –είτε ως ηθοποιός είτε ως θεατής- ότι μπορεί ο εκάστοτε άνθρωπος να υποδυθεί όποιον χαρακτήρα θέλει, μέχρι και να ανακαλύψει πτυχές του εαυτού του που δεν ήξερε ότι υπάρχουν, στο πλαίσιο του ρόλου του. Μου άρεσε να βλέπω θέατρο από παιδί, μου άρεσε να παίζω θέατρο και τελικά, βρέθηκα στο σήμερα να είμαι ηθοποιός και σκηνογράφος σε ερασιτεχνική ομάδα για τέταρτη χρονιά.
Το 2017 γνώρισα τυχαία τον σκηνοθέτη μου, τον Γιάννη Κετίκογλου. Όσο τυχαία ήταν η γνωριμία μας τόσο μοιραία φαίνεται να ήταν η συμμετοχή μου στην ομάδα και η παραμονή μου εκεί από τότε ως σήμερα ως ηθοποιός και σκηνογράφος. Ήταν ζήτημα μισής ώρας να πειστώ να συμμετάσχω, σαν να το έψαχνα καιρό και να μην το ήξερα και σαν να έπρεπε να βρεθώ στο σωστό σημείο τη σωστή στιγμή. Η συμμετοχή μου στην ομάδα, πέραν της ευκαιρίας να παίξω ξανά θέατρο, ήταν η έναρξη της ενασχόλησής μου με τη σκηνογραφία. Ο -φίλος μου πλέον, εκτός από άριστος συνεργάτης- Γιάννης μου άνοιξε έναν δρόμο, λέγοντάς μου απλώς: «Εσύ είσαι καλή και στη ζωγραφική, μπορείς να βοηθήσεις στα σκηνικά της παράστασης, αν θέλεις!». Αυτό ήταν. Η ζωγραφική σε ξύλινες επιφάνειες, που κάναμε το 2017, έγινε μέσα σε μια τετραετία στην ομάδα τρισδιάστατη απεικόνιση των κόσμων, που φαντάζεται και σκηνοθετεί ο Γιάννης σε κάθε έργο, έγινε η ευκαιρία μου να ξεδιπλώνω ιδέες, να τις μοιράζομαι, να τις επεκτείνω και να τις συζητάμε για ώρες, έχοντας πάντα ένα χαμόγελο και μια έκφραση που προδίδει τη σκέψη: «Είναι τρελό, αλλά θα το κάνουμε και θα πετύχει!».
Και εδώ που τα λέμε αυτά είναι η σκηνογραφία για μένα: μια τρελή ιδέα για την οποία σκαρφίζεσαι τρόπους για να τη φτιάξεις. Και είναι μαγικό. Κόσμους ολόκληρους χτίζουμε κάθε χρόνο, σε κάθε έργο μπαίνουμε στις ζωές των ηρώων, μας φιλοξενούν στα σπίτια τους, γινόμαστε αόρατοι παρατηρητές των περιπετειών τους, μαθαίνουμε τις πιο κρυφές σκέψεις τους, περπατάμε μαζί τους στο σανίδι, διασκεδάζουμε, γελάμε, κλαίμε, ταξιδεύουμε. Άλλωστε, ταξίδι είναι και το θέατρο, το πιο όμορφο απ’ όλα, το πιο σπάνιο και το πιο ελεύθερο, αφού μπορείς να φτάσεις ως εκεί που φτάνει ο νους σου, σε κάθε κόσμο που μπορείς να οραματιστείς. Και κάθε χρόνο ο προορισμός αλλάζει, επισκεπτόμαστε μέρη υπαρκτά ή ανύπαρκτα, μέρη που μπορεί να σημαίνουν κάτι για εμάς, να μας συνδέουν με αναμνήσεις, με μυρωδιές, με ανθρώπους, με όνειρα, με στιγμές της ζωής μας που μας λείπουν ή που θέλουμε να τις ζήσουμε.
Φέτος, λοιπόν, με έναν σχεδόν εικοσαμελή θίασο ταξιδεύουμε στην Πόλη, στο σπιτικό της Λωξάντρας. Το εξαιρετικό βιβλίο της Μαρίας Ιορδανίδου, που έγινε θεατρικό έργο από τον Άκη Δήμου, παίρνει σάρκα και οστά από τον Καλλιτεχνικό Σύλλογο Θεάτρου «Θεατρικές Πινελιές», σε διασκευή- σκηνοθεσία Γιάννη Κετίκογλου στις 4 και 5 Ιουλίου στο Ανοιχτό Θέατρο Γιαννιτσών. Έχω πολλούς λόγους να είμαι περήφανη για την ομάδα μου, αλλά το φετινό μας έργο είναι ξεχωριστός λόγος.
Σε μια χρονιά που το θέατρο μας έλειψε τόσο πολύ, ο σκηνοθέτης μας επέλεξε ένα έργο κλασικό και πάντα επίκαιρο, που έχει να μας διδάξει τόσα πολλά. Η Λωξάντρα στην απλότητα του χαρακτήρα της μας δίνει μαθήματα ζωής για την αγάπη και τον έρωτα, την αφοσίωση στην οικογένεια, τη φιλοζωία, την αγάπη για τον συνάνθρωπο, ανεξαρτήτως θρησκείας, εθνικότητας, χρώματος και οποιασδήποτε άλλης διάκρισης, γιατί όπως λέει και η ίδια: «Ρωμιός, Τούρκος τι θα πει μπρε;», μας μιλά για την απώλεια και τον θάνατο, τον ξεριζωμό, την συγχώρεση, την παραδοχή του λάθους, την ειλικρίνεια, την εντιμότητα και την υπεράσπιση όσων αγαπάει με όλες της τις δυνάμεις. Η Λωξάντρα ήταν μια γυναίκα που ήξερε τα μυστικά της ζωής, όπως ήξερε τα μυστικά του καλού φαγητού: «…σαν τη ζωή είναι το φαγί, χάδι θέλει κι ανακάτεμα, να σμίξουνε οι μυρωδιές, να ανέβουνε και τα κακά να τα ξαφρίσεις..». Η Λωξάντρα, που τόσο πόνεσε στη ζωή της, μας έμαθε, μελετώντας τον χαρακτήρα της να πιστεύουμε στο καλό, στην όμορφη πλευρά των ανθρώπων, γιατί με κάποιον τρόπο όλα όσα επιθυμούμε γίνονται ή αν δεν γίνονται, είναι πάντα για καλό.
Στο σπιτικό της Λωξάντρας μας, λοιπόν, που τόσο αγαπήσαμε, βρήκαμε όλοι μαζί και ο καθένας ξεχωριστά κάτι να μας συνδέει μαζί της, περπατάμε στα δωμάτια του σπιτιού της, συνομιλούμε με τους ανθρώπους της, ακούμε τον καημό και τη στεναχώρια της, είμαστε εκεί στις χαρές και στις λύπες της. Και εγώ, προσωπικά, ως ερασιτέχνης ηθοποιός και σκηνογράφος ταξιδεύω σε μια εποχή που αγαπώ ιδιαίτερα για όλες εκείνες τις γεύσεις, τα αρώματα, τα συναισθήματα που σε κάνουν να αισιοδοξείς πως καμιά φορά ο κόσμος κρύβει ομορφιές, που πρέπει να είσαι παρατηρητικός για να τις αναγνωρίσεις και οι άνθρωποι που έχουν μεράκι για ζωή θα βρίσκουν τον τρόπο να είναι ευτυχισμένοι με όσα έχουν.
Ίσως η Λωξάντρα είναι μάθημα για τον καθένα, πολύ περισσότερο για εμάς στις «Θεατρικές Πινελιές» που είδαμε είκοσι ανθρώπους να συνεργάζονται, να επικοινωνούν και να συντονίζονται σε ερασιτεχνικό επίπεδο μεν, με επαγγελματισμό και πρόθεση για το καλύτερο δε. Πολλές φορές μας ρωτούν: «Αξίζει τον κόπο τόση ταλαιπωρία;». Ναι. Αξίζει για κάθε γέλιο που υπήρξε στις πρόβες, για κάθε αμηχανία επάνω στη σκηνή, για κάθε ξεχασμένη ατάκα, για κάθε στιγμή αγωνίας μήπως καταρρεύσει το σκηνικό και πάνω απ’ όλα αξίζει για εκείνα τα δευτερόλεπτα πριν την έναρξη της παράστασης, που κοιτάμε ο ένας τον άλλον και τα μάτια μας λένε: «Τα καταφέραμε και φέτος!».
Πάντα θα αξίζει υποκριτικά, σκηνοθετικά, σκηνογραφικά, γιατί κάθε χρόνο σε κάθε παράσταση έχουμε την ευκαιρία να δημιουργήσουμε από το μηδέν ένα νέο πλάσμα, μια ομάδα, μια παρέα, ένα θεατρικό παιδί που όσο και να μας παιδεύει, όσο και να αμφιβάλλουμε αν θα πάει καλά, μας μαθαίνει να το αγαπάμε με όλους τους υπαρκτούς τρόπους! Και φέτος επιλέξαμε γι’ αυτόν το σκοπό τη Λωξάντρα, που μας έμαθε πως ο κόσμος όσο δύσκολο κι αν είναι να ζεις σε αυτόν, πάντα με «Λωξάντρες» που κερνούν τον κόσμο χαρά και αγάπη θα προχωράει! Και είναι σπουδαίο!
Ευχαριστούμε όλους τους συντελεστές που συνέβαλαν στην ολοκλήρωση αυτού του ταξιδιού για ακόμη μια χρονιά!