Του Τιμολέοντος Παλαιολόγου,
Η έκρηξη του Πελοποννησιακού Πολέμου το 431 π.Χ. μεταξύ της Σπάρτης και της Αθήνας κλόνισε τον ελληνικό κόσμο, ο οποίος σύρθηκε στη διαμάχη. Ο πόλεμος αυτός είχε ως αποτέλεσμα την οριστική επικράτηση των Σπαρτιατών και την παραλίγο εκ βάθρων καταστροφή των Αθηνών, η οποία απετράπη κατόπιν εισήγησης των Σπαρτιατών προς τους συμμάχους τους.
Η συνοχή της συμμαχίας της Δήλου, η οποία ήταν στρατιωτική συμμαχία με ηγέτες τους Αθηναίους, ήδη είχε αρχίσει να διαταράσσεται και πριν τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, με την αποστασία της Ποτίδαιας από τη συμμαχία (432 π. Χ.). Ο ίδιος ο Θουκυδίδης μάλιστα θεωρεί την αποστασία αυτή ως μία από τις αφορμές για την έκρηξη του πολέμου. Η στάση των Αθηναίων, οι οποίοι λειτουργούσαν ως ηγεμόνες επιβάλλοντας στα υπόλοιπα μέλη τις συμμαχίας τα ψηφίσματά τους, δεν είχε δυσαρεστήσει μόνο τους κατοίκους της Ποτίδαιας, αλλά και τους κατοίκους της Λέσβου.
Το καλοκαίρι του τέταρτου έτους του πολέμου, ο βασιλιάς της Σπάρτης Αρχίδαμος εισέβαλε στην Αττική και με λεηλασίες επιχείρησε να ερημώσει την περιοχή. Την ίδια περίοδο, οι κάτοικοι της Λέσβου, πλην των φιλικά προσκείμενων προς τους Αθηναίους Μηθυμναίων, στασίασαν. Οι εξεγερμένοι δεν επιθυμούσαν να εξελιχθούν τόσο άμεσα τα πράγματα, καθότι ήθελαν πρώτα να οχυρώσουν καλά τα λιμάνια και τα τείχη τους, έπειτα να δεχθούν ενισχύσεις από τοξότες και πολεμοφόδια από τον Εύξεινο Πόντο και, αφού όλες οι πολεμικές προετοιμασίες είχαν ολοκληρωθεί, τότε να βρεθούν αντιμέτωποι με τους ισχυρούς Αθηναίους. Ωστόσο, οι Τενέδιοι, οι Μηθυμναίοι και κάποιοι δημοκρατικοί Μυτιληναίοι ειδοποίησαν τους Αθηναίους για τις προετοιμασίες και εξανάγκασαν ουσιαστικά τους Μυτιληναίους να κινηθούν πιο άμεσα. Οι Αθηναίοι αρχικά δεν θεώρησαν αληθείς τις πληροφορίες και απέστειλαν πρέσβεις στη Μυτιλήνη, οι οποίοι δεν κατόρθωσαν να μεταπείσουν τους στασιαστές και ενημέρωσαν για τη σοβαρότητα της κατάστασης.
Οι Αθηναίοι, οι οποίοι δεν ήθελαν να βρεθούν αντιμέτωποι και με τους Μυτιληναίους, που είχαν ικανό και άθικτο από τον πόλεμο ναυτικό, επιχείρησαν να καταστρώσουν ένα σχέδιο για να καταλάβουν την πόλη αλώβητοι. Πληροφορήθηκαν λοιπόν ότι, κατά τη γιορτή του Μαλόεντος Απόλλωνος, όλοι οι κάτοικοι της Μυτιλήνης εορτάζουν τη θεότητα εκτός πόλεως και συνειδητοποίησαν ότι αν κατόρθωναν να αιφνιδιάσουν τους Μυτιληναίους, καταλαμβάνοντας την πόλη τους όταν εκείνοι θα γιόρταζαν εκτός, θα επιλυόταν το ζήτημα επί τόπου. Για αυτόν τον λόγο, αιχμαλώτισαν τα δέκα πλοία των Μυτιληναίων τα οποία βρίσκονταν στον Πειραιά, βάσει του καταστατικού της συμμαχίας, μαζί με τα πληρώματά τους, και απέστειλαν σαράντα πλοία προς τη Λέσβο με αρχηγό τον Κλεϊππίδη του Δεινία. Όμως, για κακή τύχη των Αθηναίων, ένας ναύτης από τα πληρώματα κατάφερε να ξεφύγει και προειδοποίησε εγκαίρως τους Μυτιληναίους για το σχέδιο των Αθηναίων. Όταν έφτασαν οι Αθηναίοι, όλοι βρίσκονταν εντός την πόλεως και περίμεναν.
Αφού δεν πέτυχε το αρχικό τους σχέδιο και αφότου εκδίωξαν τον Μυτιληναίικο στόλο, ο οποίος επιχείρησε να ναυμαχήσει μαζί τους, από κοινού τα δύο στρατόπεδα ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις. Οι Μυτιληναίοι έστειλαν πρέσβεις στην Αθήνα, χωρίς εν τούτοις να ελπίζουν κάτι, απέστειλαν όμως μυστικά πρέσβεις και στη Σπάρτη. Και ενώ οι συζητήσεις με τους Αθηναίους απέβησαν άκαρπες, οι Σπαρτιάτες ενίσχυσαν τους Μυτιληναίους στέλνοντας τον Σπαρτιάτη Στρατηγό Μελέα και τον Θηβαίο Στρατηγό Ερμαιώνδα.
Την ίδια περίοδο, Μυτιληναίοι πρέσβεις απευθύνονται στους Σπαρτιάτες και τους συμμάχους τους στην Ολυμπία και τους παροτρύνουν να επιτεθούν στην Αττική διότι το σύνολο του αθηναϊκού στρατού είναι συγκεντρωμένο στη Λέσβο. Παράλληλα η Μυτιλήνη μαζί με τις άλλες συμμαχικές της πόλεις, την Άντισσα, την Ερεσό και την Πύρρα, κινήθηκαν ανεπιτυχώς κατά της Μύθημνας. Έπειτα και από αυτή την αποτυχημένη επίθεση κατά των Μυθημναίων, οι Μυτιληναίοι και οι σύμμαχοί τους επικεντρώθηκαν στα ζητήματα των πόλεων τους και ανέμεναν τις ενισχύσεις που ο Σπαρτιάτης Σάλαιθος τους είχε υποσχεθεί ότι θα έφταναν.
Πράγματι, το επόμενο καλοκαίρι οι Λακεδαιμόνιοι κινήθηκαν εναντίον της Αττικής και απέστειλαν σαράντα δύο πλοία προς τη Λέσβο με αρχηγό τον ναύαρχο Αλκίδα. Η αργοπορία όμως του Αλκίδα να φτάσει στη Λέσβο είχε ως αποτέλεσμα οι κάτοικοι της Μυτιλήνης να εξαναγκάσουν δια της βίας, με όπλα που τους είχε μοιράσει ο Σάλαιθος, τους ολιγαρχικούς, ούτως ώστε να παραδοθούν στους Αθηναίους, λόγω της μεγάλης έλλειψης τροφίμων. Οι ολιγαρχικοί συνθηκολόγησαν με τον Αθηναίο στρατηγό Πάχη και συμφώνησαν να αποφασίσουν εξ ολοκλήρου οι Αθηναίοι ποια θα είναι η τύχη των Μυτιληναίων, προτού όμως επιστρέψει η πρεσβεία των Μυτιληναίων από την Αθήνα, όποτε και θα ληφθεί η απόφαση, να μην υπάρξει καμία βιαιοπραγία εις βάρος τους. Ο Αλκίδας πληροφορήθηκε όταν βρισκόταν στην Ικαρία την πτώση της Μυτιλήνης και, παρά τις παροτρύνσεις των συντρόφων του να συνεχίσει και να κατευθυνθεί προς τη Λέσβο, διέταξε να επιστρέψουν στη Σπάρτη.
Ο Πάχης κυρίευσε την Πύρρα και την Ερεσό και απέστειλε στην Αθήνα τους ολιγαρχικούς αιχμαλώτους αλλά και τον Σάλαιθο. Μόλις έφτασαν στην Αθήνα, ο Σάλαιθος θανατώθηκε, ενώ η τύχη των υπολοίπων θα κρινόταν στη συνέλευση του λαού. Οι Αθηναίοι, εξαιτίας της οργής τους που η Μυτιλήνη, ούσα εντελώς ανεξάρτητο μέλος της συμμαχίας και όχι υποτελές όπως οι περισσότεροι, τόλμησε να εξεγερθεί εναντίον τους, αποφάσισε να θανατωθούν όχι μόνο οι αιχμάλωτοι υπεύθυνοι για την αποστασία, αλλά όλοι οι ενήλικες Μυτιληναίοι, και να πωληθούν ως σκλάβοι όλα τα γυναικόπαιδα. Απέστειλαν λοιπόν αμέσως πλοίο στον Πάχη για να τον ενημερώσει για τη συλλογική τους απόφαση. Την επομένη ωστόσο, επειδή οι Αθηναίοι συνειδητοποίησαν ότι αυτή η τιμωρία ήταν εξαιρετικά σκληρή, καθότι θα τιμωρούνταν όχι μόνο οι ένοχοι αλλά και οι αθώοι, συγκλήθηκε η Εκκλησία του Δήμου. Στην Εκκλησία, κύριοι ομιλητές ήταν ο Κλέων του Κλεαινέτου, ο οποίος ήταν σκληρός και ζητούσε τη θανάτωση όλων των κατοίκων, και ο Διόδοτος του Ευκράτους, ο οποίος με λογικά επιχειρήματα υποστήριξε ότι έπρεπε να τιμωρηθούν μόνο οι υπαίτιοι. Εν τέλει η άποψη του Διοδότου επικράτησε και απεστάλη εσπευσμένα μία δεύτερη τριήρης στη Λέσβο, στην οποία οι Αθηναίοι υποσχέθηκαν μεγάλη ανταμοιβή αν κατόρθωνε να προλάβει την πρώτη τριήρη που μετέφερε την αρχική απόφαση.
Τελικά, η δεύτερη τριήρης πρόλαβε να φτάσει στη Μυτιλήνη προτού εκτελεστεί η πρώτη απόφαση της Αθηναϊκής συνέλευσης και έτσι θανατώθηκαν μόνο οι χίλιοι υπαίτιοι της αποστασίας που είχαν αποσταλεί στην Αθήνα ως αιχμάλωτοι. Οι Αθηναίοι, για να τιμωρήσουν τη Μυτιλήνη, κατέστρεψαν τα τείχη της πόλης και κατάσχεσαν τον στόλο της, ενώ χώρισαν το νησί σε 3.000 κλήρους, πλην της γης των συμμάχων τους Μυθημναίων βέβαια. Από τους κλήρους, οι 300 αφιερώθηκαν στους θεούς ενώ οι υπόλοιποι, κατόπιν κλήρωσης, διανεμήθηκαν σε Αθηναίους, στους οποίους οι Μυτιληναίοι που καλλιεργούσαν την αντίστοιχη γη όφειλαν να αποδίδουν φόρο 2 μνες τον χρόνο για κάθε κλήρο.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο εξελίχθηκε η αποστασία της Μυτιλήνης και της υπόλοιπης Λέσβου ενάντια στην Αθηναϊκή ηγεμονία της δηλιακής συμμαχίας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Θουκυδίδου Ιστορίαι, Βιβλίο Γ. Διαθέσιμο εδώ.