Του Γιώργου Πασσά,
Η μεταχείριση του πίνακα του Picasso κατά τη συνέντευξη τύπου Χρυσοχοΐδη–Μενδώνης είναι αποκαρδιωτική, μα συνάμα και απολύτως χαρακτηριστική. Χαρακτηριστική της αντίληψης του Έλληνα πολίτη προς την τέχνη και, φυσικά, της παντελούς άγνοιάς του για τη σπουδαιότητά της.
Το ότι γίναμε διεθνώς ρεζίλι, θα έπρεπε να μας πονάει, μα δεν θα έπρεπε να χρειαζόμαστε τον παγκόσμιο χλευασμό, προκειμένου να μην είμαστε τόσο απερίσκεπτοι. Η ιστορία γύρω από τους ταλαίπωρους αυτούς πίνακες, είναι σαν σενάριο ταινίας, και μάλιστα διάρκειας, όταν, ήδη από το 2012, οι δύο αυτοί πίνακες βρίσκονταν ως εκθέματα στην Εθνική Πινακοθήκη. Κρεμασμένοι από μία πρόκα, δίχως προστατευτικά μέτρα ή υαλοθήκη (μα τι έκπληξη!), κλάπηκαν. Χρειάστηκαν 9 χρόνια για να βρεθούν «αποθηκευμένοι» σε ένα ρέμα στην Κερατέα, να εκτεθούν μετά από σχεδόν μία δεκαετία σε δημόσια θέα, και να αποδείξουν, με τον πλέον εμφατικό τρόπο, σαν οι ίδιοι οι πίνακες να μην άντεχαν άλλο να το κρατήσουν μέσα τους, το με πόση αδιαφορία και απερισκεψία τους έχουν αντιμετωπίσει.
Ένα σκηνικό όπου ο πίνακας στερεώνεται απρόσεκτα, πέφτει στο πάτωμα και μετά ο «υπεύθυνος» τον επιστρέφει στη θέση του, σαν να σηκώνει βρεγμένη πετσέτα παραλίας γεμάτη άμμο, μας λέει πολλά. Ο πραγματικός υπαίτιος είναι ο ταλαίπωρος υπάλληλος που φέρθηκε ατσούμπαλα; Φυσικά και όχι. Γαλουχημένοι μέσω ενός εκπαιδευτικού συστήματος, που δεν αισθάνεται τίποτα πέρα από απαξία προς τις τέχνες, είναι φυσικό επακόλουθο να είμαστε καλλιτεχνικά αναλφάβητοι. Μεγαλώνουμε ακούγοντας γονείς και δασκάλους να συνομολογούν την ασημαντότητα μαθημάτων, όπως τη μουσική και τα καλλιτεχνικά, με αποτέλεσμα η αντίστοιχη παιδεία να δίδεται μόνο κατ’ οίκον, εάν, όποτε, και όπως το επιθυμούν και το αποφασίσουν οι γονείς.
Πώς μπορεί κάποιος να αναγνωρίσει την αξία ενός Picasso, όταν το πιθανότερο είναι πως δεν έχει έρθει ποτέ στη ζωή του σε επαφή, όχι με τον βίο και την πολιτεία του ζωγράφου, αλλά έστω με ένα από τα δεκάδες αριστουργήματα που έχει δημιουργήσει; Ακόμα και τότε, όμως, πιθανώς και πάλι να μην αντιλαμβανόταν τη σπουδαιότητά του, γιατί είναι απαραίτητη και η ύπαρξη ενός υπόβαθρου, πνευματικού, εκπαιδευτικού, και καλλιτεχνικού, προκειμένου να αντιληφθεί ο θεατής τι αντικρίζουν τα μάτια του.
Η συμπεριφορά των κυβερνητικών εκπροσώπων αποδεικνύει πως ούτε αυτοί αποτελούν την οποιαδήποτε εξαίρεση σε σχέση με όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω. Με πρόθεση να διατυμπανίσουν την εύρεση των πινάκων μετά από σχεδόν μία δεκαετία, διοργανώνεται αυτή η συνέντευξη τύπου, όπου οι πίνακες τοποθετούνται στην άκρη ενός τραπεζιού, σαν να είναι δύο απλές κορνίζες από τα βαφτίσια του τρίτου ξαδέρφου του οικοδεσπότη, δίχως κανένα απολύτως μέτρο προστασίας τους, με φυσικό επακόλουθο την πτώση του πίνακα του Picasso. Και τότε, σαν το κερασάκι στην τούρτα, έρχεται ο κ. Αναστασάκος, δίχως να ενδιαφερθεί για τυχόν ζημιά του πίνακα ή οτιδήποτε άλλο και πιάνει με γυμνά χέρια τον πίνακα για να τον επιστρέψει στη θέση του. Μία κίνηση που, όποιος έχει βρεθεί σε αίθουσα μουσείου, με αγάλματα, πίνακες ζωγραφικής, κειμήλια ή οτιδήποτε άλλο, γνωρίζει πως απαγορεύεται διά ροπάλου να πράξει, γιατί το λίπος που υπάρχει στα ανθρώπινα δάκτυλα, ακόμη και τα πιο επιμελώς και προσφάτως πλυμένα, είναι καταστροφικό για το οποιοδήποτε έργο, πόσω μάλλον έναν πίνακα ζωγραφικής, πολλώ δε μάλλον το Γυναικείο Κεφάλι του Picasso, το οποίο κοστολογείται περί τα 50–200 εκατομμύρια ευρώ.
Η συνεσταλμένη κίνηση του κ. Αναστασάκου, όμως, δεν είναι η ρίζα του προβλήματος. Ένα σύγχρονο κράτος, ένα πολιτισμένο κράτος, του οποίου ο πολιτισμός συνίσταται ακριβώς στην αναγνώριση της σπουδαιότητας όλων των τεχνών και λοιπών πολιτισμών, μεριμνά προκειμένου να γαλουχήσει ανθρώπους με έντονη καλλιτεχνική συνείδηση, με σφαιρική αντίληψη, έστω και επιδερμική, επί των τεχνών. Και σε ένα τέτοιο κράτος, σκηνικά ντροπής όπως αυτό, δεν επρόκειτο να συμβούν ποτέ.