Του Πέτρου-Ορέστη Κατσούλα,
Η εξάπλωση της πανδημίας του Covid-19 ανέσυρε στην επιφάνεια με ιδιαίτερη δριμύτητα το ακανθώδες για το Συνταγματικό Δίκαιο ζήτημα του κράτους της ανάγκης. Υπό ένα διαφορετικό πρίσμα, οι επιβαλλόμενοι περιορισμοί και η εμπέδωση μίας κουλτούρας ιδιαίτερα αυξημένης επιτήρησης, ελέγχου, περιστολής διαφόρων εκφάνσεων της ελευθερίας του προσώπου κατέδειξαν την ανάγκη εντοπισμού των συνταγματικών ορίων μίας τέτοιας εξαιρετικής υγειονομικής κατάστασης.
Οπωσδήποτε, το ζήτημα του υποχρεωτικού εμβολιασμού αποτελεί ένα ιδιαιτέρως λεπτό και κρίσιμο ερώτημα που απασχολεί τη συνταγματική δογματική. Η θεμελίωση των ευρωπαϊκών συνταγματικών παραδόσεων στην ανθρώπινη αξία και την ελεύθερη αυτοδιάθεση του προσώπου καθιστούν προβληματική την εικόνα ενός κράτους που επεμβαίνει στο ανθρώπινο σώμα, με σκοπό τη διαφύλαξη του δημοσίου συμφέροντος. Και αυτό, γιατί ο άνθρωπος και η αξία του αποτελούν απόλυτα αγαθά και ανώτατους σκοπούς της έννομης τάξης και σε καμία περίπτωση μέσα προς την επιδίωξη σκοπών δημοσίου συμφέροντος.
Το ελληνικό θεσμικό πλαίσιο για τους εμβολιασμούς
Η ελληνική έννομη τάξη ιδρύει σε αρκετές περιπτώσεις την υποχρέωση εμβολιασμού. Πράγματι στο άρθρο 33 του νόμου 2676/1999 ορίζεται ότι «στα πλαίσια της ιατρικής περίθαλψης που παρέχουν οι ασφαλιστικοί οργανισμοί…καθιερώνεται η υποχρεωτική προληπτική ιατρική με σκοπό την έγκαιρη διάγνωση και τη λήψη μέτρων για την πρόληψη της εκδήλωσης ή την αποτροπή της εμφάνισης νοσηρών καταστάσεων. Η προληπτική ιατρική περιλαμβάνει:
α. εμβολιασμός παιδιών και ενηλίκων, σύμφωνα με το εθνικό πρόγραμμα εμβολιασμού για την Ελλάδα του υπουργείου υγείας και πρόνοιας
β. εξετάσεις προγεννητικού ελέγχου
γ. εξετάσεις για την πρόληψη γυναικολογικών καρκίνων
Άλλωστε, σύμφωνα με το άρθρο 7 της Απόφασης του Υπουργού Εργασίας 25078/1938 ορίστηκε ότι «ιατρική περίθαλψις χορηγείται εφ’ εκάστης περιπτώσεως ασθενείας καθ’ ην έκτασιν δικαιολογεί η σοβαρότης αυτής και επιτρέπουσα τα διατιθέμενα εν τω τόπω επιστημονικά μέσα. Αυτή δέον να είναι επαρκής και σκόπιμος, χωρίς όμως να υπερβαίνει το μέτρον του αναγκαίου. Προληπτικοί εμβολιασμοί πάσης φύσεως συμπεριλαμβάνονται εις την ιατρικήν περίθαλψιν».
Υποχρεωτικός εμβολιασμός αναγνωρίζεται και στο άρθρο 7 παράγραφος 2β του π.δ. 200/1998, όπου προβλέπεται ότι για την εγγραφή στο νηπιαγωγείο απαιτούνται «{…} β. επίδειξη του βιβλιαρίου η προσκόμιση αλλού στοιχείου στο οποίο φαίνεται ότι έγιναν τα προβλεπόμενα εμβόλια». Υποχρεωτικότητα προσκόμισης πιστοποιητικών τέλεσης των αναγκαίων εμβολιασμών ισχύει και για την εισαγωγή ασθενών σε θεραπευτήρια ή κέντρα φροντίδας, όπως για παράδειγμα ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 π.δ. 156/2009 που αφορά τον οργανισμό του θεραπευτηρίου χρόνιων παθήσεων «Παίδων Αθηνών», στο οποίο ορίζεται ότι για την εισαγωγή στο θεραπευτήριο για τη συμμετοχή σε προγράμματα ημερήσιας φροντίδας ή αποκατάστασης οι ενδιαφερόμενοι οφείλουν να προσκομίσουν στο Ίδρυμα βιβλιάριο υγείας, από το οποίο να προκύπτει ότι έχουν διενεργηθεί όλοι οι απαραίτητοι εμβολιασμοί για την ηλικία του ατόμου, σύμφωνα με το εκάστοτε εθνικό πρόγραμμα εμβολιασμών, επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 4 του π.δ. 169/2007.
Αντίστοιχες διατάξεις εντοπίζονται, όμως, και στη μεταναστευτική νομοθεσία. Συγκεκριμένα, με το άρθρο 20α του νόμου 3172/2003 ορίστηκε ότι σε περιπτώσεις κινδύνου διάδοσης μεταδοτικού νοσήματος, το οποίο ενδέχεται να έχει σοβαρές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία, είναι δυνατόν να επιβάλλονται μέτρα στην είσοδο και τη διακίνηση προσώπων στη χώρα, με σκοπό τη διάγνωση και την αποτροπή της διάδοσης της νόσου. Ανάμεσα στα μέτρα, συστήνεται η υποχρεωτική υποβολή σε κλινικό και εργαστηριακό ιατρικό έλεγχο, η παρακολούθηση, ο εμβολιασμός, η φαρμακευτική αγωγή και νοσηλεία προσώπων, για τα οποία υπάρχουν ανάλογες υπόνοιες ότι μπορεί να μεταδώσουν άμεσα ή έμμεσα τη νόσο.
Η διενέργεια εμβολιασμού προϋποθέτει τη συναίνεση του προσώπου, ύστερα από κατάλληλη ενημέρωση. Η αναγκαστική υποβολή εμβολιασμού, προκειμένου να εξασφαλιστεί η μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχή, ήδη, φαντάζει ιδιαίτερα προβληματική σε μία Δημοκρατική κοινωνία. Σε σχετική σύσταση εκδοθείσα την 26η Μαΐου 2015, η Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής υπογράμμισε ότι η συναίνεση του προσώπου αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη διενέργεια του εμβολιασμού. Όπως, μάλιστα, καταδείχθηκε στη συγκεκριμένη σύσταση, δεν είναι δυνατός ο εμβολιασμός παιδιών κατά παράκαμψη της εκπεφρασμένης βούλησης των γονέων, η οποία αποτελεί άσκηση της γονικής μέριμνας.
Το ζήτημα της υγείας στο ελληνικό Συνταγματικό Δίκαιο και η αντιμετώπισή του από την ελληνική θεωρία και νομολογία
Η υγεία ως ατομικό δικαίωμα κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 παρ. 5 του Συντάγματος, όπου ορίζεται ότι «καθένας έχει δικαίωμα στην προστασία της υγείας του». Το άρθρο αυτό προστατεύει την ατομική υγεία του προσώπου από προσβολές ή διακινδυνεύσεις από όπου και αν αυτές προέρχονται (κράτος, ιδιώτες) και περιλαμβάνει την ελευθερία της περίθαλψης ή της μη περίθαλψης). Ως κοινωνικό δικαίωμα, η υγεία διασφαλίζεται στο άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος, το οποίο εγκαθιδρύει υποχρέωση του Κράτους προς παροχή υπηρεσιών υγείας στο σύνολο των πολιτών, μέσα από την οργάνωση ενός ενιαίου συστήματος υγείας, που να διασφαλίζει ότι οι υπηρεσίες υγείας παρέχονται ισότιμα σε κάθε πολίτη, ανεξάρτητα από την οικονομική κοινωνική και επαγγελματική του κατάσταση.[1]
Το έννομο αγαθό της υγείας προσδιορίζεται όλο και περισσότερο υπό μία συλλογική διάσταση, αφού αποτελεί συστατικό στοιχείο του δημοσίου συμφέροντος ή της δημόσιας τάξης, όπως προκύπτει άλλωστε και από την προστατευτική λειτουργία του Κράτους, κατά το άρθρο 25 παράγραφος 1 εδ. β’ του Συντάγματος, αλλά και στο ίδιο το άρθρο παρ. 5, υπό την έννοια ότι η διαφύλαξη της δημόσιας υγείας αποτελεί προϋπόθεση και για τη διασφάλιση της υγείας κάθε ατόμου ξεχωριστά.
Σε αυτό το πλαίσιο της προστασίας της δημόσιας υγείας, ως μορφής διαφύλαξης του ευρύτερου δημοσίου συμφέροντος, πρέπει να προσδιοριστούν και οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν, με σκοπό την πρόληψη της εξάπλωσης της νόσου Covid-19. Οι περιορισμοί αυτοί προκάλεσαν ιδιαίτερους προβληματισμούς στη θεωρία, δεδομένου ότι το άρθρο 5 του Συντάγματος επιτρέπει μόνο τη δυνατότητα επιβολής ατομικών διοικητικών μέτρων για την προστασία της Δημόσιας Υγείας και όχι ευρύτερων γενικών περιορισμών. Κατά συνέπεια, προκειμένου να δικαιολογηθούν πολλοί περιορισμοί, η θεωρία προσέφυγε στην έννοια της «υγειονομικής κατάστασης έκτακτης ανάγκης», ως μιας συνιστώσας του Κράτους ανάγκης, το οποίο η ελληνική συνταγματική ιστορία βίωσε υπό διάφορες μορφές.
Η συνταγματική αρχή της αλληλεγγύης, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος θα μπορούσε ενδεχομένως να χρησιμοποιηθεί ως νομική βάση για την επιβολή μέτρων, με σκοπό την προστασία της Δημόσιας Υγείας. Oπως επισημαίνει ο Χ. Ανθόπουλος, σε περιόδους ιδιαίτερα αυξημένης επικινδυνότητας κατά τις οποίες διακυβεύεται έντονα η δημόσια υγεία των πολιτών, μπορεί να αξιωθεί η τήρηση μιας υγειονομικά υπεύθυνης συμπεριφοράς μέσα από την επιβολή περιοριστικών μέτρων. Μάλιστα, προς την κατεύθυνση αυτή, ο ίδιος προβαίνει σε μία ερμηνευτική παραλλαγή του άρθρου 5 παρ. 5 του Συντάγματος, θεωρώντας ότι σε αυτό ορίζεται ως υποκείμενο του δικαιώματος όχι ο άνθρωπος ως άτομο αλλά ως μέρος του κοινωνικού συνόλου, ειδικά αν ιδωθεί σε συνδυασμό με το άρθρο 25 παράγραφος 1 εδάφιο α’ και καταλήγοντας ότι το άρθρο 25 παρ. 4 μπορεί να θεωρηθεί θεμέλιο και για την επιβολή υποχρεωτικού εμβολιασμού προς αποφυγή της διάδοσης μεταδοτικών νόσων.[2]
Κατά τον καθηγητή Πρόδρομο Δαγτόγλου, αν και η συναίνεση αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για κάθε ιατρική επέμβαση πάνω στο σώμα του ανθρώπου -καθώς σε διαφορετική περίπτωση θα οδηγούμασταν σε παραβίαση του άρθρου 7 παρ. 2 του Συντάγματος και σε σοβαρή προσβολή της αξίας του ανθρώπου- σε εξαιρετικές περιπτώσεις, συνδεόμενες με σημαντική διακινδύνευση της ζωής ή της υγείας των άλλων ή της Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας, θα μπορούσε να επιτραπεί μία αναγκαστική επέμβαση στο σώμα του ατόμου, με χαρακτηριστικές περιπτώσεις τον υποχρεωτικό εμβολιασμό ή τις αναγκαστικές εξετάσεις και θεραπείες προσώπων πασχόντων από επικίνδυνα μεταδοτικά νοσήματα.[3]
Ο καθηγητής Ν. Παπασπύρου[4] αρνείται να τοποθετήσει τη συζήτηση για τη συνταγματικότητα του υποχρεωτικού εμβολιασμού σε ένα γενικευμένο μοντέλο στάθμισης, το οποίο θεωρεί αυθαίρετο. Αντιθέτως, προκειμένου να εκτιμηθεί ο συνταγματικός χαρακτήρας μιας τέτοιας επέμβασης στο σώμα του ατόμου, βασικό κριτήριο θα πρέπει να θεωρηθεί η αρχή της θεμιτής συνάφειας. Με βάση τη λογική αυτή, ο υποχρεωτικός χαρακτήρας του εμβολιασμού θα μπορούσε να δικαιολογηθεί υπό την οπτική του ότι ο εμβολιαζόμενος αποτελεί μέλος του κοινωνικού συνόλου και, συνεπώς, επιβαρύνεται με σκοπό να μη συνεισφέρει αιτιακά στην εξάπλωση της νόσου, ενώ, αντιθέτως, η άρνηση εμβολισμού του θα ήταν ικανή να προσβάλει την υποχρέωση συνεισφοράς στα συλλογικά βάρη, δεδομένων μάλιστα των αμελητέων κινδύνων για την ατομική υγεία, ακόμα και αν τα οφέλη για τον ίδιο τον εμβολιασμένο είναι σημαντικά υποδεέστερα ως προς τα οφέλη άλλων κατηγοριών του πληθυσμού.
Στη συνταγματικότητα του μέτρου του υποχρεωτικού εμβολιασμού του πληθυσμού των νηπίων και ανηλίκων κατέληξε και το Συμβούλιο της Επικρατείας[5]. Συγκεκριμένα, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο δέχτηκε ότι, αν και το μέτρο του εμβολιασμού καθαυτό συνιστά μία σοβαρή παρέμβαση στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και την ιδιωτική ζωή του ατόμου είναι συνταγματικώς ανεκτή, εφόσον προβλέπεται από ειδική νομοθεσία που να υιοθετεί πλήρως τα έγκυρα και τεκμηριωμένα επιστημονικά ιατρικά και επιδημιολογικά πορίσματα και παρέχεται δυνατότητα εξαίρεσης από τον εμβολιασμό σε ειδικές ατομικές περιπτώσεις, για τις οποίες αυτός αντενδείκνυται. Με το σκεπτικό αυτό, το Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν παραβιάζεται ούτε η αρχή της αναλογικότητας, δεδομένου ότι το μέτρο κρίνεται ως αναγκαίο και πρόσφορο για την προστασία της υγείας, όχι μόνο των ιδιωτών εμβολιασμένων αλλά και των τρίτων, ενώ υπογράμμισε ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί δυσανάλογο ως προς την επίτευξη του προαναφερθέντος συνταγματικού δημοσίου σκοπού. Είναι χαρακτηριστικό, μάλιστα, ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας υπογράμμισε ότι η ατομική αξίωση προσώπου να μην εμβολιαστεί θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να αντίκειται στην αρχή της ισότητας, από τη στιγμή που το άτομο διαβιεί σε ασφαλές περιβάλλον, οφειλόμενο στο γεγονός ότι τα άλλα πρόσωπα του περιβάλλοντός του έχουν εμβολιαστεί. Σημαντικό δε στοιχείο, το οποίο συνεκτιμήθηκε στον συλλογισμό του διοικητικού δικαστή ήταν και η εμφάνιση στατιστικώς πολύ μικρού αριθμού περιπτώσεων σοβαρών παρενεργειών που συνδέονται με τη χορήγηση εμβολίου, σε σχέση με το αντίστοιχο μεγάλο όφελος για τη δημόσια υγεία.
Το ζήτημα της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού σε συγκριτικό πλαίσιο
Αναφορικά με το ζήτημα, το γαλλικό Conseil d’Etat [6] έχει κρίνει ότι αν και ο υποχρεωτικός εμβολιασμός συνιστά κατ’ αρχήν μία επέμβαση στο δικαίωμα της φυσικής αυτοδιάθεσης του προσώπου, μπορεί να δικαιολογηθεί για λόγους δημόσιας υγείας και υπό την προϋπόθεση ότι ένα τέτοιο μέτρο είναι ανάλογο με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Ως κριτήρια που συνηγορούν στη συνταγματικότητα ή μη ενός τέτοιου μέτρου λαμβάνονται υπόψη: η σοβαρότητα και μεταδοτικότητα της νόσου, η αποτελεσματικότητά του εμβολίου, οι κίνδυνοι και οι ανεπιθύμητες ενέργειες που μπορεί αυτό να παρουσιάσει, αλλά και τα οφέλη από τον εμβολιασμό τόσο για τον εμβολιασμένο όσο και για το κοινωνικό σύνολο. Εξάλλου, σε περιπτώσεις σοβαρών, πολύ μεταδοτικών και επικίνδυνων για σοβαρές επιπλοκές λοιμώξεων, που μπορεί να οδηγήσουν στον θάνατο ή να δημιουργήσουν σε εγκύους υψηλό κίνδυνο θανάτου ή σοβαρά γενετικά ελαττώματα του εμβρύου, η υποχρέωση προς εμβολιασμό εμφανίζεται ως δικαιολογημένη, ενώ προς αυτήν την κατεύθυνση συνηγορούν και το επίπεδο αποτελεσματικότητας του εμβολίου, αλλά και η συμβολή του εμβολίου προς τον επιδιωκόμενο στόχο της μαζικής εμβολιαστικής κάλυψης. Στο πλαίσιο αυτό, αναγνωρίστηκε στην υγειονομική γαλλική διοίκηση ευρύ περιθώριο διακριτικής ευχέρειας για την επιβολή της πολιτικής εμβολιασμού.[7]
Αναφορικά με την υποχρέωση εμβολιασμού διφθερίτιδας, πολιομυελίτιδας και τετάνου σε ανήλικα τέκνα, το γαλλικό Συνταγματικό Συμβούλιο συνέκλινε στη συμφωνία με το σύνταγμα ενός τέτοιου μέτρου, καταλείποντας ευρύ περιθώριο διακριτικής ευχέρειας στον κοινό νομοθέτη, ο οποίος είναι ελεύθερος να καθορίσει μια πολιτική εμβολιασμού για την προστασία της ατομικής και συλλογικής υγείας, λαμβάνοντας υπόψη την εξέλιξη των επιστημονικών, ιατρικών και επιδημιολογικών δεδομένων, κρίνοντας ότι «η πολιτική εμβολιασμού πληροί έναν στόχο γενικού ενδιαφέροντος». Μάλιστα, ο συνταγματικός δικαστής της Γαλλίας προχώρησε σε μία κοινωνικά προσανατολισμένη ερμηνεία του δικαιώματος προστασίας της υγείας, τονίζοντας ότι δεν μπορεί να αντιταχθεί ένα προσωπικό δικαίωμα στην υγεία, αποκομμένο από την κοινότητα στην οποία το άτομο διαβιεί και εις βάρος της συλλογικής υγείας.[8]
Επί προσφυγής αναφορικά με τον υποχρεωτικό εμβολιασμό παιδιών, ως προϋπόθεση για την εγγραφή στο σχολείο, το ΕΔΔΑ[9] επιβεβαίωσε πρόσφατα την θέση ότι κατ’ αρχήν ο υποχρεωτικός εμβολιασμός συνιστά παρέμβαση στην φυσική ακεραιότητα και την ιδιωτική ζωή του προσώπου. Ωστόσο, με υπαγωγή στους θεμιτούς περιορισμούς που προβλέπονται από τη Σύμβαση στο άρθρο 8 (προστασία της υγείας και προστασία των δικαιωμάτων των άλλων), καθώς και εκτιμώντας αν ένας τέτοιος περιορισμός κρίνεται απαραίτητος σε μία δημοκρατική κοινωνία, το Δικαστήριο θεώρησε ένα τέτοιο μέτρο ως σύμφωνο με τη Σύμβαση, εστιάζοντας στο εύλογο ποσό των προστίμων και την απουσία καταναγκασμού προς την εκπλήρωση της υποχρέωσης εμβολιασμού. Υπό το πρίσμα αυτό, αναγνώρισε ευρύ περιθώριο εκτίμησης στις εθνικές αρχές για τη χάραξη της πολιτικής εμβολιασμού. Δεν μπορεί να μην τονισθεί, βέβαια, ότι το μέτρο ενός εν δυνάμει υποχρεωτικού εμβολιασμού, το οποίο αποτελεί μία πολύ σημαντική επέμβαση στη σωματική ακεραιότητα και την ιδιωτική σφαίρα του προσώπου πλαισιώνεται από την αρχή της αναλογικότητας, η οποία εξετάστηκε πιο αυστηρά από το Δικαστήριο του Στρασβούργου, αφού προϋποθέτει απουσία άλλων, λιγότερο επαχθών μέτρων, ενώ η όλη κρίση εξαρτάται και από το είδος των επιβαλλόμενων ποινών.
Όσον αφορά τη γερμανική έννομη τάξη, γίνεται κατ’ αρχήν δεκτός ο υποχρεωτικός χαρακτήρας του εμβολιασμού. Συγκεκριμένα, στον Ιnfektionsschutzgesetz (νόμος για την προστασία κατά των λοιμώξεων) ορίζεται ότι το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Υγείας (με έγκριση από την Bundesrat) μπορεί να διατάξει τον εμβολιασμό ή άλλα ειδικά μέτρα προφύλαξης, σε περίπτωση μεταδοτικής ασθένειας, της οποία η αντιμετώπιση είναι κλινικά δυσχερής και αναμένεται να εξαπλωθεί στην κοινότητα. Σε απόφαση αναφορικά με τη συνταγματικότητα του νόμου για την προστασία κατά της ιλαράς, με τον οποίο δόθηκε η αμφισβητούμενη εντολή εμβολιασμού παιδιών, στα οποία επανεμφανίστηκε η νόσος, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο[10] έκανε δεκτό το συνταγματικό χαρακτήρα ειδικών προγραμμάτων υποχρεωτικού εμβολιασμού, θεωρώντας ότι «στόχος του νόμου για την προστασία της ιλαράς είναι ιδίως η προστασία της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας, την οποία το κράτος κατ’ αρχήν έχει καθήκον να προστατεύει βάσει των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από τον Θεμελιώδη Νόμο». Ζυγίζοντας τα πλεονεκτήματα και τις πιθανές βλάβες της αναστολής του νόμου, το Bundesfervassungsgericht υποστήριξε, λοιπόν, ότι «ο εμβολιασμός κατά της ιλαράς όχι μόνο προστατεύει τους πληγέντες, αλλά έχει επίσης ως στόχο να αποτρέψει την περαιτέρω εξάπλωση της νόσου στον πληθυσμό, ενώ υιοθέτησε και το πόρισμα του Γερμανικού Συμβουλίου Δεοντολογίας, υπογραμμίζοντας ότι ο εμβολιασμός κατά των πολύ μολυσματικών ασθενειών δεν είναι «καθαρά ιδιωτικό θέμα», αλλά νοηματοδοτείται από την ευθύνη μεταξύ των γενεών για την εξάλειψη των ασθενειών.
Συμπεράσματα
Η ως άνω έκθεση απόψεων καταδεικνύει ότι ο υποχρεωτικός χαρακτήρας του εμβολιασμού κατά ιδιαίτερα μολυσματικών ή επικίνδυνων ασθενειών γίνεται κατ’ αρχήν ανεκτός από τις ευρωπαϊκές συνταγματικές παραδόσεις. Η νομολογία των Συνταγματικών και Διοικητικών δικαστηρίων, αλλά και του ΕΔΔΑ διαφαίνεται ιδιαίτερα ανεκτική στη λήψη τέτοιου είδους μέτρων, προσλαμβάνοντας το δικαίωμα στην υγεία σε μία ευρύτερη κοινωνική διάσταση και ερμηνεύοντάς το υπό το πρίσμα της διαγενεακής και κοινωνικής αλληλεγγύης. Σαφώς, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί κανείς να παραγνωρίσει την εξάρτηση της συνταγματικότητας τέτοιων μέτρων από την προσφορότητα του εμβολιασμού, της συμφωνίας με τα ιατρικά πορίσματα και την επιταγή της μη διακινδύνευσης του ατόμου. Σε διαφορετική περίπτωση θα οδηγούμασταν σε μία απαγορευμένη αντιμετώπιση του ανθρώπου ως μέσου για την επίτευξη ενός δημόσιου σκοπού, κάτι που θα προσέβαλε δριμύτατα την ίδια την ανθρώπινη αξία. Αντιθέτως, από την συγκριτική επισκόπηση προκύπτει εναργώς ότι ο ο άνθρωπος δεν θεωρείται ένα απλό μέσο, αλλά μία κοινωνική ύπαρξη που συμμετέχει στο καλό της κοινότητας, εμφορούμενος από το πνεύμα της αλληλεγγύης. Το κατά πόσο η ανωτέρω νομολογιακή παράδοση μπορεί να ακολουθηθεί αυτούσια και για την πανδημία της νόσου Covid-19, θα εξαρτηθεί ασφαλώς από τα πορίσματα της παγκόσμιας επιστημονικής κοινότητας και την εξακρίβωση των μακροπρόθεσμων παρενεργειών και επιπτώσεων των εμβολίων.
[1] Στην απόφαση ΣτΕ 400/1986 κρίθηκε ότι ιδρύεται ευθεία του συντάγματος υποχρέωση του κράτους για τη λήψη θετικών μέτρων προστασίας της υγείας των πολιτών, στους οποίους δίνει το δικαίωμα να απαιτήσουν από την πόλη την πραγμάτωση της αντίστοιχης υποχρεώσεως της.
[2] Χ. Ανθόπουλος, «Πανδημία, δικαίωμα στην υγεία και καθήκον αλληλεγγύης» σε ΕφημΔΔ 1/2020 Σ. 28-34.
[3] Π. Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο-Ατομικά Δικαιώματα, Αθήνα, Σάκκουλας, 4η έκδοση 2012 σ.22
[4] Ν. Παπασπύρου “Από την ανθρώπινη ζωή στη χοάνη των σταθμισμένων συμφερόντων. Το παράδειγμα του υποχρεωτικού εμβολιασμού” σε Συνταγματική Ελευθερία και δημόσια σκοποί, Αθήνα, Σάκκουλας 2019 σ. 80.
[5] ΣτΕ Τμ. Δ’ 2387/2020.
[6] CE 6 mai 2019, Ligue nationale pour la liberté des vaccinations, req. n° 419242
[7] CE 1 Απριλίου 1977, n ° 00941, Epoux Deleersnyder, αναφορικά με την δυνατότητα ενός σχολικού επιθεωρητή να αρνηθεί τη συμμετοχή μαθητή σε αθλητική δραστηριότητα, δεδομένων των κινδύνων για τη σχολική κοινότητα». Σε παρόμοια συλλογιστική και το Supreme Court των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, όπου ο υποχρεωτικός εμβολιασμός, ο οποίος υπάγεται στην αρμοδιότητα των ομόσπονδων κρατών, μπορεί να δικαιολογηθεί, εφόσον παρουσιάζεται ως υγειονομική ανάγκη, παρουσιάζεται ως εύλογος (reasonable) και δεν οδηγεί σε βλάβη του προσώπου. Βλ. Jacobson v. Massachusetts.
[8] Σε παρόμοια συλλογιστική κατέληξε το γαλλικό Συνταγματικό Συμβούλιο και στην CC 16 mai 2012, déc. n° 2012-249 QPC, Sté Cryo Save France, consid. 8, αλλά και στην γνωστή CC. 15 janv. 1975, déc. n° 74-54 DC, IVG.
[9] ΕΔΔΑ, Vavricka e.a κατά Τσεχικής Δημοκρατίας, 8 Απριλίου 2021, n° 47621/13
[10] Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο, απόφαση της 11ης Μαΐου 2020, 1 BvR 469/20
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Χ. Ανθόπουλος, “ Πανδημία, δικαίωμα στην υγεία και καθήκον αλληλεγγύης” σε ΕφημΔΔ 1/2020 σελ. 28-34.
- Π. Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο- Ατομικα Δικαιώματα, Αθήνα, Σάκκουλας, 4η έκδοση 2012 σελ.22
- Ν. Παπασπύρου “Από την ανθρώπινη ζωή στη χοάνη των σταθμισμένων συμφερόντων. Το παράδειγμα του υποχρεωτικού εμβολιασμού” σε Συνταγματική Ελευθερία και δημόσια σκοποί, Αθήνα, Σάκκουλας 2019 σελ. 80.