Της Θεοδώρας Κρέπη,
Πρόκειται για έναν εκ των πλουσιότερων και επιφανέστερων Τούρκων διοικητών της Πελοποννήσου. Ήταν γνωστός όχι μόνο για τα αμύθητα πλούτη του, αλλά και για την ομορφιά του και για τον χαρακτήρα του. Η μοίρα ωστόσο του επεφύλαξε μια άσχημη τύχη και ένα τραγικό τέλος. Ο Κιαμήλ μπέης ήταν γόνος επιφανούς οικογένειας Οθωμανών, που κυβερνούσαν την περιοχή της Κορίνθου για αρκετές δεκαετίες. Φημολογείται ότι είχαν συσσωρεύσει τεράστια πλούτη. Ο Κιαμήλ γεννήθηκε στη Κόρινθο το 1784 και διαδέχτηκε στη θέση του κυβερνήτη της Κορίνθου τον πατέρα του, Νουρή μπέη, το 1815.
Ο Κιαμήλ μπέης φαίνεται πως ήταν ένας μάλλον ήπιος κυβερνήτης, και αντιμετώπιζε τους χριστιανούς υπηκόους του με τον ίδιο τρόπο που αντιμετώπιζε και τους ομοθρήσκους του. Κατείχε εκτάσεις σε πολλές περιοχές της Πελοποννήσου αλλά και εκτός αυτής, ενώ παράλληλα πέτυχε, με τη φορολογία που επέβαλλε στις εκτάσεις αυτές και τη συστηματική εκμετάλλευση των διαφόρων καλλιεργειών και των ελαιοδέντρων που του ανήκαν, να αυξήσει σημαντικά τον πλούτο του, με αποτέλεσμα να θεωρείται από τους πλουσιότερους Τούρκους της Πελοποννήσου. Απολάμβανε την εύνοια του σουλτάνου, ο οποίος του είχε επιτρέψει να διαμένει όπου ήθελε. Έτσι ο Κιαμήλ διέθετε μεγάλο αριθμό μεγαλοπρεπών παλατιών, με πιο εντυπωσιακό αυτό που βρισκόταν στη βάση του, την Κόρινθο.
Το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης τον βρήκε στην Τρίπολη, όπου είχε ταξιδέψει στο πλαίσιο μιας συνάντησης των προκρίτων της Πελοποννήσου. Εγκλωβίστηκε εκεί μέχρι και την κατάληψη της πόλης από τα ελληνικά στρατεύματα, τον Σεπτέμβριο του 1821. Τότε αιχμαλωτίστηκε, μαζί με άλλους επιφανείς Τούρκους. Η δική του περίπτωση ήταν όμως διαφορετική. Ο Κιαμήλ ήταν ένας πολύτιμος όμηρος, και μάλιστα είχε οριστεί και αμοιβή για τη σύλληψή του. Αυτό συνέβαινε γιατί, όχι μόνο το κύρος και (κυρίως) οι θησαυροί του Κιαμήλ θα μπορούσαν να βοηθήσουν την επανάσταση, αλλά επειδή και ο ίδιος θα μπορούσε να μεσολαβήσει για την ειρηνική παράδοση του φρουρίου του Ακροκορίνθου, το οποίο είχαν ξεκινήσει να πολιορκούν οι Έλληνες από τον Απρίλιο. Για τους λόγους αυτούς, προσπάθησαν να φερθούν με ευμένεια και ηπιότητα στον αιχμάλωτό τους. Τη φύλαξη και την προστασία του, καθώς και την εξασφάλιση των αναγκών του, ανέλαβε ο αγωνιστής και γιατρός Παναγιώτης Γιατράκος.
Η αιχμαλωσία του Κιαμήλ κράτησε αρκετά. Τους επόμενους πέντε μήνες κρατήθηκε διαδοχικά στην Τρίπολη, στο Άργος, στη Νεμέα και στο Εξαμίλι. Τελικά, στις 19 Φεβρουαρίου 1822 παραδόθηκε από τον Γιατράκο στη νεοσύστατη Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος, η οποία και τον φυλάκισε στην πρώην έδρα του, τον Ακροκόρινθο, τον οποίο οι Έλληνες είχαν καταλάβει λίγο νωρίτερα. Τότε ήταν που ξεκίνησαν και τα βάσανα του Κιαμήλ. Αυτό συνέβη γιατί, όταν οι Έλληνες μπήκαν στο φρούριο, περίμεναν να ανακαλύψουν πολύ μεγαλύτερους θησαυρούς από αυτούς που τελικά βρήκαν. Από την άλλη, από τα πολύτιμα αντικείμενα και τα χρήματα που βρήκαν, μπόρεσαν να αξιοποιήσουν μόνο ένα μικρό τμήμα, καθώς οι Έλληνες αγωνιστές επιδόθηκαν στη λαφυραγωγία, παρά τη σχετική απαγόρευση των οπλαρχηγών. Ήταν αναγκαίο λοιπόν να τους αποκαλύψει ο Κιαμήλ πού είχε κρυμμένους τους θησαυρούς του, οι οποίοι θα χρησιμοποιούνταν για την ενίσχυση του Αγώνα.
Παρά τις πιέσεις που άσκησαν οι Έλληνες, τόσο στον ίδιο όσο και στην οικογένειά του, εκείνος αρνούνταν να παραδεχτεί ότι υπάρχει άλλος θησαυρός. Άλλωστε, είχε δηλώσει προφητικά στο Δημήτρη Υψηλάντη στις 26 Οκτωβρίου 1821 ότι: «Σας συμβουλεύω όμως ως φίλος Τούρκος, να παύσητε τας διχόνοιας σας, να γνωρίσετε έναν αρχηγό να σας κυβερνά. Πιστεύετε να σάς ειπώ ότι όλοι σας εις τον οδάν μου ήλθετε ρωτώντας περί πλούτου και χρυσίου. Δεν δύναμαι να αρνηθώ ότι έχω εις την Κόρινθον αρκετόν, μα εις ποιον να τον εμπιστευθώ, αφού εσείς οι ίδιοι δεν εμπιστεύεσθε ο ένας τον άλλο, και πώς δύναμαι να μαρτυρήσω εις τον έναν, ενώ δεν έχει την ισχύν να με προφυλάξει από τον άλλον;»
Ενώ συνέβαιναν αυτά, ο Δράμαλης κατευθυνόταν προς την Πελοπόννησο. Στις 6 Ιουλίου πέρασε τον Ισθμό, προκαλώντας τον πανικό του φρουράρχου του Ακροκορίνθου, Ιακώβου Θεοδωρίδη. Εκείνος δεν στάθηκε αντάξιος του προσωνυμίου που του είχε δοθεί (καθώς οι συναγωνιστές του τον αποκαλούσαν Αχιλλέα), και, αντί να προετοιμάσει την άμυνα του φρουρίου, αποφάσισε να το παραδώσει αμαχητί και να δραπετεύσει. Πράγματι, την επομένη, ο ίδιος και οι 150 άνδρες που είχε υπό τις εντολές του, εγκατέλειψαν το κάστρο.
Πριν από αυτό, κλήθηκε να αποφασίσει τη μοίρα του επιφανούς ομήρου του, του Κιαμήλ μπέη. Η προφανής λύση θα ήταν να τον πάρει μαζί του και να συνεχίσει να τον κρατά μέχρι να μάθει πού βρισκόταν ο θησαυρός. Πάνω στον πανικό του όμως φοβήθηκε μήπως ο Κιαμήλ κατάφερνε να του ξεφύγει και τότε θα αποτελούσε έναν πολύτιμο σύμμαχο για τον Δράμαλη, καθώς, όχι μόνο θα λειτουργούσε ως οδηγός του στην Πελοπόννησο, αλλά θα μπορούσε και να τον βοηθήσει με τον πλούτο του. Λίγο πριν αποχωρήσει ο Θεοδωρίδης από τον Ακροκόρινθο, ήρθε σε συνεννόηση με έναν πρώην υπηρέτη του Κιαμήλ, τον Δημήτριο Μπενάκη, και τον διέταξε να σκοτώσει τον Κιαμήλ.
Ο Μπενάκης, μαζί με τον υποφρούραρχο Διαμαντή Λαλάκα και τον ηγούμενο της Μονής Φανερωμένης, Παρθένιο Βλάχο, πήγαν στο σπίτι όπου κρατείτο ο Κιαμήλ, και ο Μπενάκης τον πυροβόλησε. Αυτό ήταν το άδοξο τέλος του Κιαμήλ μπέη, του πλουσιότερου Τούρκου της Πελοποννήσου και του τελευταίου δυνάστη της Κορίνθου. Δεν είναι όμως αυτό το τελευταίο κεφάλαιο της ιστορίας του.
Όπως αποδείχθηκε, ο Κιαμήλ πράγματι κρατούσε κρυμμένο έναν αμύθητο θησαυρό. Την επομένη της δολοφονίας του έκανε την είσοδό του στην πόλη ως θριαμβευτής ο Δράμαλης. Στο φρούριο του Ακροκορίνθου τον υποδέχτηκαν με όλες τις τιμές και πολυτελώς ενδεδυμένες η μητέρα και η χήρα του Κιαμήλ, συνοδευόμενες από εξίσου πλούσια ντυμένες θεραπαινίδες. Η σύζυγος του Κιαμήλ, Γκιουλ-Χανούμ, υπέδειξε στον Δράμαλη ένα πηγάδι, στο οποίο ο αποθανώς είχε κρύψει 40.000 πουγκιά με χρυσά νομίσματα, έναν τεράστιο θησαυρό που ανερχόταν σε ένα αστρονομικό ποσό. Με αυτά τα χρήματα ο Δράμαλης κατάφερε να ενισχύσει την εκστρατεία του, και σε αντάλλαγμα για τις «υπηρεσίες» της παντρεύτηκε την Γκιουλ-Χανούμ, κατά τα λεγόμενα «μία από τις ομορφότερες Τουρκάλες της Πελοποννήσου».
Πάντως φημολογείται ότι, ακόμα και μετά από την πράξη αυτή της συζύγου του Κιαμήλ, ένα μεγάλο μέρος των θησαυρών του παραμένει κρυμμένο ακόμη και σήμερα. Ο θρύλος του χαμένου θησαυρού του μπέη της Κορίνθου έχει κινητοποιήσει τη φαντασία πολλών ως και τις μέρες μας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Θ. Δ. Παναγόπουλος (2009) Τα Ψιλά Γράμματα της Ιστορίας, 2η έκδοση, Αθήνα: Εκδ. Ενάλιος
- Σ. Τρικούπης (1888), Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμος Β΄, Αθήνα: Εκδ. Παναγιώτης Ασλάνης. Διαθέσιμο εδώ
- Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού (10/11/2009) Κιαμίλ Μπέης Κορίνθου. Διαθέσιμο εδώ.
- Κ. Ασημακόπουλος (17/5/2020) Λουτράκι: Ο θησαυρός του Κιαμίλ Μπέη που αναζητείται εδώ και 200 χρόνια. Από το ethnos.gr. Διαθέσιμο εδώ
- Κ. Λαγός, Η δολοφονία του πάμπλουτου διοικητή της Κορινθίας Κιαμήλ Μπέη, για να μη βοηθήσει τον Δράμαλη. Μετά την επανάσταση ο εκτελεστής τιμήθηκε από τον Όθωνα με «κολοκύθια». Μηχανή του χρόνου. Διαθέσιμο εδώ