Της Αναστασίας Διαμαντοπούλου,
Μία ελληνική αποικία στον Βόσπορο, σε μία θέση εξαιρετικής στρατηγικής σημασίας, είχε το όνομα που αργότερα θα δάνειζε σε μία από τις μεγαλύτερες αυτοκρατορίες του κόσμου. Το όνομα της ήταν «Βυζάντιον». Αργότερα, ο Μέγας Κωνσταντίνος επέλεξε το Βυζάντιο ως την έδρα της αυτοκρατορίας του και αποφάσισε να αλλάξει το όνομα της πόλης σε Κωνσταντινούπολη. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ως συνέχεια της Ρωμαϊκής, έχει επίσημα ως αφετηρία ύπαρξης τα εγκαίνια της Κωνσταντινούπολης, στις 11 Μαΐου 330, και ως τέλος της την Άλωση της Πόλης από τους Οθωμανούς, στις 29 Μαΐου 1453.
Μέσα σε αυτά τα χρονικά πλαίσια, που αν τα αναλογιστούμε, διαπιστώνουμε ότι είναι 11 αιώνες καθαρής Βυζαντινής κυριαρχίας, και 16 αιώνες αν υπολογίζουμε και την Οθωμανική επικράτηση, έχουμε στα χέρια μας μία αυτοκρατορία που κάποια στιγμή έφτασε να περιλαμβάνει τα Βαλκάνια, την Ιταλική χερσόνησο, τη Μικρά Ασία, τη Συρία και Παλαιστίνη, την Αίγυπτο, τη σημερινή Τυνησία καθώς και ένα μικρό τμήμα της Ιβηρικής χερσονήσου και της Κριμαίας. Οι εκατοντάδες αυτοκράτορες και αυτοκράτειρες που κλήθηκαν να προστατεύσουν αυτά τα εδάφη, που όσο περνούσαν τα χρόνια γίνονταν όλο και λιγότερα, είχαν ένα δύσκολο εγχείρημα μπροστά τους. Όπως είναι λογικό, μία τέτοιας έκταση αυτοκρατορία βαλλόταν από παντού και η ανάγκη για ισχυρά στρατιωτικά τάγματα μεγάλωνε συνεχώς. Σε αυτό το άρθρο, θα δούμε συνοπτικά και στοχευμένα τα τέσσερα βασικά τμήματα του στρατού ξηράς που προστάτευσαν τα εδάφη του Βυζαντίου, ξεκινώντας με τα στρατιωτικά τάγματα.
Στα ρωμαϊκά χρόνια ο στρατός αποτελούνταν από δύο βασικά σώματα. Αρχικά είχαμε τους πολυάριθμους φρουρούς των συνόρων (limitanei=συνοριακοί) με επικεφαλής ένα δούκα (dux), που η αποστολή τους ήταν να προστατεύουν τα σύνορα της αυτοκρατορίας, και το δεύτερο σώμα ήταν η πραιτοριανή φρουρά, που είχε έδρα τη Ρώμη. Προς το τέλος του 4ου αιώνα ο στρατός δεν ήταν εκσυγχρονισμένος και δεν επαρκούσε για την προστασία της αυτοκρατορίας, ενώ η πραιτοριανή φρουρά δεν ήταν πάντοτε πιστή στον αυτοκράτορα. Ο Κωνσταντίνος Α΄ το 312 διέλυσε τη φρουρά, καθώς έπαιζε ενεργό ρόλο στην πολιτική σκηνή, καθώς και στην ανατροπή ηγεμόνων, και ίδρυσε μία νέα αυτοκρατορική φρουρά, τις scholae palatinae, που τέθηκαν υπό τον magister officiorum.
Κατά τη διάρκεια της Μεσοβυζαντινής Περιόδου (565-1081) ο βυζαντινός στρατός αποτελούνταν από σώματα Bυζαντινών πολιτών, τον θεματικό στρατό, και από μονάδες μόνιμων επαγγελματιών στρατιωτών (τάγματα). Τα κύρια χαρακτηριστικά του θεματικού στρατού ήταν η ιδιοκτησία της γης, η απαλλαγή από τους φόρους και η στρατιωτική υπηρεσία. Τα στρατιωτικά κτήματα ανήκαν εξολοκλήρου στον στρατιώτη, αλλά αυτός επιβαρυνόταν από στρατιωτική θητεία και οικονομικές υποχρεώσεις. Οι υποχρεώσεις αυτές δεν επιβάρυναν όμως τον ιδιοκτήτη της γης, αλλά την ίδια τη γη, εξ ου και η μεταβίβαση των υποχρεώσεων. Αν ο ιδιοκτήτης του στρατιωτικού κλήρου αδυνατούσε να πληρώσει τα έξοδα του οπλισμού του στρατευμένου, αυτού που πολεμά είτε ως μέλος του στρατιωτικού οίκου είτε ως εκπρόσωπός του, σε αυτή την περίπτωση λειτουργούσε ο θεσμός του συνδότου. Όσο καιρό ο θεσμός των θεμάτων παρέμεινε σταθερός, ο θεματικός στρατός δεν υπέστη μεταβολές. Η χρήση όμως βαρύτερου οπλισμού και η αλλαγή στην πολεμική τεχνική ήταν οι παράγοντες που απαιτούσαν συστηματικότερη και μονιμότερη απασχόληση του στρατού.
Επιπλέον, ιδιαίτερα σημαντικός ήταν και ο ταγματικός στρατός. Οι νέες συνθήκες που είδαμε προκάλεσαν σταδιακά τη διάλυση του θεματικού στρατού και, αντίθετα, την ενίσχυση του ταγματικού στρατού, ο οποίος στελεχωνόταν με εκούσια στρατολογία του βυζαντινού πληθυσμού. Τα τάγματα αυτά αποκαλούνταν Ρωμαϊκά τάγματα.
Τέλος, αλλά όχι λιγότερο σημαντικά, τα μισθοφορικά τάγματα αποδείχθηκαν σημαντικά για την αυτοκρατορία. Αυτά εμφανίστηκαν προς τα τέλη του 10ου αιώνα ως τμήμα της ανακτορικής φρουράς, με τη γνωστή ομάδα των Βαράγγων. Από τα μέσα του 11ου αιώνα πολλαπλασιάζονται και ονομάζονται συμμαχικά. Στο δεύτερο μισό του 11ου αιώνα τα μισθοφορικά τάγματα απέκτησαν κεντρική θέση στον αυτοκρατορικό στρατό. Τα τάγματα αποτελούνταν από ομοεθνείς στρατιώτες με ομοεθνή αρχηγό και γι’ αυτό αργότερα ονομάζονταν, για παράδειγμα, σώμα Φραγγικόν, Ρωσικόν κ.λπ.. Κατά τη διάρκεια εκστρατείας, τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στα συμμαχικά τάγματα και τη διοίκηση αποτελούσε ο εθνάρχης, ο οποίος ήταν βυζαντινός αξιωματούχος. Γενικά, αν και τα μισθοφορικά τάγματα ήταν πιο αξιόμαχα από τα βυζαντινά, οι αρχηγοί τους δημιουργούσαν συχνά προβλήματα, γιατί ενώ το χρέος τους ήταν να στηρίξουν τον νόμιμο αυτοκράτορα, συχνά τάσσονταν υπέρ του ανταπαιτητή του θρόνου, υπέρ του ξένου εχθρού, βάζοντας μπροστά το προσωπικό τους συμφέρον πάνω από το Βυζάντιο.
Όπως είδαμε, ο στρατός ήταν μία σύνθετη υπόθεση για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και δεν αποτελούσε μία ενιαία ομάδα στρατιωτών που θα ριχνόταν στη μάχη ταυτόχρονα. Αντίθετα, είδαμε βασικά στρατιωτικά τάγματα που το κάθε ένα είχε τη δική του λειτουργία και τον δικό του στόχο. Οι κάτοχοι των ηνίων της διοίκησης του Βυζαντίου κατάφεραν να προστατεύσουν τα σύνορά του όσο καλύτερα μπορούσαν, έχοντας παράλληλα να αντιμετωπίσουν εσωτερικές κρίσεις οικονομικού, πολιτικού και κοινωνικού χαρακτήρα. Όμως, όπως είναι φυσικό, μία αυτοκρατορία τέτοιας έκτασης δεν ήταν εύκολο και λογικό να συνεχίσει να επεκτείνεται αλλά ούτε και να διατηρήσει τα σύνορα της ακέραια.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, Το πολίτευμα και οι θεσμοί της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 324-1204, Κράτος, Διοίκηση, Οικονομία, Κοινωνία, Αθήνα, 2004.
- Tamara Talbot Rice, Ο Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος των Βυζαντινών, μτφρ. Βώρος Κ. Φανούργιος, εκδόσεις Παπαδήμας, Αθήνα, 2006.
- C. Mango (επιμ.), Ιστορία του Βυζαντίου, μτφρ. Όλγα Καραγιώργου, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα, 2006.