Της Ιωάννας Μπάκουλη,
Το Μάιο του 1832 οι τρεις Μεγάλες δυνάμεις εκκινούν τις διαδικασίες για την εκλογή του βασιλέως της Ελλάδος. Επιλέγουν τον δευτερότοκο γιο του Λουδοβίκου Α’ της Βαυαρίας, τον δεκαεπτάχρονο τότε Όθωνα ο οποίος, όντας ακόμη ανήλικος, δεν μπορεί να αναλάβει τα βασιλικά του καθήκοντα. Για αυτό και στις 25 Ιανουαρίου 1833 δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως η πρώτη του προκήρυξη, η οποία ενημερώνει τον ελληνικό λαό πως, μέχρι την ενηλικίωσή του, η εξουσία θα ασκείται από τρεις Αντιβασιλείς. Έτσι, στις 30 Ιανουαρίου καταφθάνει στο λιμάνι του Ναυπλίου, υπό την προστασία των Μεγάλων Δυνάμεων και με την συνοδεία των Αντιβασιλέων.
Το Συμβούλιο της Αντιβασιλείας ήταν τριμελές και αποτελούνταν από τρεις εξέχοντες άνδρες. Τον Κόμη Joseph Ludwig von Armansberg, πρώην Υπουργό Οικονομικών της Βαυαρίας και σύμβουλο του Κράτους, ο οποίος ανέλαβε το αξίωμα του προέδρου. Τον Georg Ludwig von Maurer, καθηγητή Νομικής στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβεργης, ο οποίος είχε διατελέσει Βασιλικός Σύμβουλος της Βασιλικής Επικράτειας και ήταν τακτικό μέλος της Ακαδημίας Επιστημών του Μονάχου. Ασχολήθηκε πολύ με το νομοθετικό σύστημα της χώρας και έθεσε τις βάσεις για το ισχύον δίκαιο. Επίσης ήταν υπεύθυνος για τα θέματα της δημόσιας εκπαίδευσης, της εκκλησίας και της δικαιοσύνης. Και τέλος, ο φιλέλληνας Υποστράτηγος Karl Willhelm von Heideck, που επέβλεπε τα στρατιωτικά και ναυτικά θέματα της διοικήσεως. Υπήρχαν και άλλα δύο μέλη που τελούσαν αναπληρωματικό ρόλο, ο Karl von Abel ο οποίος επέβλεπε τα οικονομικά και ο Johann Baptist Greiner ο οποίος επέβλεπε την εξωτερική πολιτική και την εσωτερική διοίκηση.
Η Αντιβασιλεία είχε κληθεί να φέρει εις πέρας ένα δύσκολο και σοβαρό διοικητικό και νομοθετικό έργο. Κατά την θητεία της προσπάθησε να εφαρμόσει αλλαγές στην στρατιωτική, οικονομική και εκκλησιαστική διοίκηση της χώρας, καθώς και στην εκπαίδευση. Εμφανές είναι πως είχε επιλεγεί από την Βαυαροκρατία μια πολιτική εξευρωπαϊσμού της Ελλάδας, με την υιοθέτηση δυτικών προτύπων. Επιθυμούσαν, κυρίως, τον περιορισμό των κομματικών συγκρούσεων και της επιρροής των Μεγάλων Δυνάμεων. Σε όλες αυτές τις προσπάθειές της, ωστόσο, όπως και στην περίοδο διακυβέρνησης του Ιωάννη Καποδίστρια, οι Μεγάλες Δυνάμεις στέκονταν εμπόδιο στην αναδιοργάνωση της χώρας.
Η ανάμειξη τους στην ανασυγκρότηση της Ελλάδας ήταν αναπόφευκτη, λόγω των οξύτατων πολιτικών και οικονομικών αναγκών της. Πέραν του ότι είχαν την πλήρη υπακοή των Αντιβασιλέων, οι προστάτιδες δυνάμεις εύρισκαν γόνιμο έδαφος, προκειμένου να εμπλέκονται στα εσωτερικά ζητήματα της χώρας, μέσω των διενέξεων στο Συμβούλιο της Αντιβασιλείας. Γενικότερα, υπήρχε η επιθυμία αλληλοεξόντωσης μεταξύ των μελών του Συμβουλίου. Για αυτό και οι Αντιβασιλείς έστελναν πότε στο Λονδίνο και πότε στο Μόναχο, εμπιστευτικές επιστολές με αποσταλμένους τους, με κατηγορίες και συκοφαντίες ο ένας για τον άλλον. Η συμμετοχή των πρεσβευτών των Μεγάλων Δυνάμεων σε αυτές τις δολοπλοκίες ήταν, εν τέλει, η μοναδική τους ασχολία.
Η προνομιακή μεταχείριση του Armansperg και δη η αυξημένη αμοιβή του, ήταν ένας από τους πρώτους λόγους σύγκρουσης των Αντιβασιλέων. Ο Armansperg ήταν επίσης στενά συνδεδεμένος με τον πρέσβη της Αγγλίας, Edward Dawkins, με αποτέλεσμα να προωθεί τα συμφέροντα του αγγλικού κόμματος, το οποίο τελούσε υπό την ηγεσία του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου. Όμως, οι αντιβασιλείς δεν είχαν κοινή εξωτερική πολιτική. Ο Maurer φιανόταν να τάσσεται υπέρ του Κωλέττη και του γαλλικού κόμματος μαζί με τον Abel, ενώ ο Heideck έτρεφε ρωσοφιλικά αισθήματα.
Μπορεί οι Μεγάλες Δυνάμεις να έβρισκαν έρεισμα στην κόντρα των Αντιβασιλέων, όμως κατά κύριο λόγο προωθούσαν τα αιτήματά τους μέσω των κομματικών παρατάξεων. Αυτή η πάγια τακτική των Μεγάλων Δυνάμεων, να χρησιμοποιούν δηλαδή ως μέσα παρέμβασης στα εσωτερικά ζητήματα της Ελλάδας τα κόμματα, τα είχε καταστήσει μισητά προς τον λαό, ο οποίος έβλεπε τα επιβλαβή για το εθνικό συμφέρον αποτελέσματα.
Ίσως να φαίνεται οξύμωρο οι φερόμενες ως «προστάτιδες» χώρες να προσπαθούν να αποκλείσουν το ενδεχόμενο της ελληνικής ανάπτυξης. Όπως υποστήριζε ο γαλλόφιλος Maurer, η Αγγλία και η Ρωσία είχαν αντικρουόμενα συμφέροντα, για την ανασυγκρότηση της Ελλάδος και την ανάδειξή της ως ένα ισχυρό Κράτος, που θα ενέπνεε εμπιστοσύνη στις χώρες του εξωτερικού. Η Ρωσία ειδικότερα, ενδιαφερόταν για την Κωνσταντινούπολη και τα Στενά (ήδη από το 1829 με την Συνθήκη της Αδριανούπολης, έχει επεκταθεί ως τον Δούναβη), πράγμα που πήγαινε κόντρα στο όραμα της Μεγάλης Ιδέας. Έτσι, άρχισαν οι συνωμοτικές ενέργειες του Ρωσικού κόμματος κατά της Αντιβασιλεία. Το 1833, ο ήρωας της Επανάστασης, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, έλαβε μια ελπιδοφόρα απάντηση με την άποψη του ίδιου του Τσάρου. Στην επιστολή οι Ρώσοι υπενθύμιζαν τους δεσμούς κοινής θρησκείας με τους Έλληνες και υπήρχαν υπαινιγμοί για την επιθυμία επικράτησης του ρωσικού κόμματος και των Ναπαίων και πως, σε περίπτωση εξέγερσης κατά της Αντιβασιλείας, υπόσχονταν πως θα έστελναν ενισχύσεις. Η επιστολή αυτή κυκλοφόρησε μεταφρασμένη και είχε απήχηση στο λαό, καθώς δημιουργήθηκε ο «Φοίνιξ», μια μυστική φιλορθόδοξη εταιρία, που υποστήριζε την ιδέα. Η προσπάθεια αυτή καταπνίγηκε με την φυλάκιση του Κολοκοτρώνη και των συμμάχων του Τζαβέλλα και Πλαπούτα, με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας.
Η Αγγλία από την άλλη πλευρά, με ισχυρό ναυτικό και την εμπορική ηγεμονία στην Νότια Ασία, δεν μπορούσε να αφήσει την μικρή Ελλάδα, που είχε αποδεδειγμένα ισχυρό ναυτικό, να αναδειχθεί σε ναυτική υπερδύναμη και να χάσει έτσι η ίδια την υπεροχή και τα οικονομικά της προνόμια. Η Γαλλία, ωστόσο, έδειχνε να κερδίζει έδαφος στην Ελλάδα, μετά την ρωσική συνωμοσία (σε συνδυασμό με την υποστήριξη του σεβαστού Maurer), γι’ αυτό και ο Κωλέττης κατάφερε να αναλάβει καθήκοντα της Γραμματείας επί των Εσωτερικών και ο συνεργάτης του, Σχινάς, τη Γραμματεία επί της Δικαιοσύνης.
Στις 19 Ιουνίου 1834 καταφθάνει στο Ναύπλιο από το Μόναχο ο σύμβουλος Επικρατείας Agid von Cobell και ανακοινώνει πως ο Λουδοβίκος διατάζει την ανάκληση του Maurer και του Abel. Ο Λουδοβίκος, πιεσμένος από την Βρετάνια (η οποία συνεργαζόταν με τον Armansperg), διατάζει την αντικατάσταση του Maurer από τον Cobell και του Abel από τον Greiner.
Περνάμε έτσι στη φάση της δεύτερης Αντιβασιλείας, όπου ο Armansperg έχει συγκεντρώσει την εξουσία πάνω του. Ο καινούριος του συνεργάτης όμως, δεν μοιάζει με τον προκάτοχό του. Υστερεί σε γνώσεις και διστάζει να αναλάβει πρωτοβουλίες, όντας απλά ένα πειθήνιο όργανο του. Το αγγλικό κόμμα υπερέχει και υπόσχεται την γόνιμη και αποτελεσματική οργάνωση ενός νεοπαγούς Κράτους, όμως γρήγορα διαψεύδεται. Ο Μάουρερ και ο Άμπελ, ωστόσο, παρά την ανάκλησή τους, συνεχίζουν να στέλνουν συμβουλές, συστάσεις και υποδείξεις με εκθέσεις και υπομνήματα στον Όθωνα, που λαμβάνονταν σοβαρά υπόψη. Η Γαλλία και η Ρωσία δεν είναι ευχαριστημένες από την αγγλική υπεροχή και αυτό φαίνεται αργότερα με την άρνηση τους στη χορήγηση δανείου, στη διάσκεψη του Λονδίνου. Επίσης, υποκινήθηκαν συνωμοτικές πράξεις με σκοπό την ανατροπή της αντιβασιλείας, όπως ήταν η εξέγερση στη Μάνη και τη Μεσσηνία το 1834.
Συνεπώς, τα δύο χρόνια και οι τέσσερις μήνες της Αντιβασιλείας, δεν απέδωσαν γόνιμα αποτελέσματα. Οι ανύπαρκτες πλουτοπαραγωγικές πηγές, η αναρχία, η εξάντληση μετά τον Αγώνα, οι εμφύλιοι πόλεμοι και η εμπλοκή των Μεγάλων Δυνάμεων, κατέστησαν αδύνατη την ανάκαμψη της χώρας και τη δημιουργία ενός ισχυρού Κράτους. Μπορεί, επίσης, κάποιος να κατηγορήσει την ηγεσία για τις εσωτερικές της έριδες και την υποταγή της στις προστάτιδες δυνάμεις, όμως ποιος θα μπορούσε σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα να ανορθώσει μια χώρα τόσο ταλαιπωρημένη; Ο Όθων αναλαμβάνει τα καθήκοντά του τον Μάιο του 1835, γεγονός που σήμανε το τέλος της Αντιβασιλείας, όχι όμως και το τέλος της εμπλοκής των Δυνάμεων στο εσωτερικό της χώρας. Συνέχισαν να επεμβαίνουν και να δρουν με βάση τα συμφέροντά τους χωρίς να βοηθούν ουσιαστικά τη μικρή Ελλάδα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Ευαγγελίδου, Τρύφωνος Ε. (1894) Ιστορία του Όθωνος της Ελλάδος (1832-1862), Αθήνα: Αριστείδης Γ. Γαλανός, σελ. 29- 94
-
Σκανδάμη, Α.Σ. (1961) Η τριακονταετία της βασιλείας του Όθωνος, Αθήνα, σελ.75-144
-
Petropoulos, John A. (1985) Πολιτική και συγκρότηση του Κράτους στο ελληνικό βασίλειο, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, σελ. 190- 306