Της Κωνσταντίνας Κασούμη,
Σύμφωνα με τη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 70Α του ν. 2238/1994, το οποίο τιτλοφορείται «Διοικητική επίλυση φορολογικών διαφορών στη Γενική Διεύθυνση Φορολογικών Ελέγχων και Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών» ορίζεται ότι έργο της επιτροπής διοικητικής επίλυσης διαφορών είναι «η διοικητική επίλυση των μετά από έλεγχο φορολογικών διαφορών σε κάθε φορολογικό αντικείμενο, εφόσον η αμφισβητούμενη από τον υπόχρεο διαφορά του κύριου φόρου, τέλους, εισφοράς ή προστίμου υπερβαίνει το ποσό των 50.000 (πενήντα χιλιάδων) ευρώ».
Δυσερμήνευτη αποδείχθηκε νομολογιακά η τρίτη παράγραφος του ως άνω άρθρου, όπου ορίζονται τα εξής: «Αν το ποσό της διαφοράς είναι μικρότερο των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ, η κατάθεση της αίτησης προς την Ε.Δ.Ε.Φ.Δ., σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, καθιστά αυτήν αποκλειστικά αρμόδια για τη διοικητική επίλυση της διαφοράς και συνιστά παραίτηση του αιτούντος από προγενέστερη αίτηση που τυχόν έχει υποβάλει για τη διοικητική επίλυση αυτής ενώπιον άλλου διοικητικού οργάνου, με βάση άλλες διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας». Από τη γραμματική διατύπωση της παραγράφου αυτής προκύπτει ότι για τα πρόστιμα ύψους 50.000 έως 300.000 ευρώ η διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής του άρθρου 70Α δεν είναι ενδικοφανής.
Σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της τρίτης παραγράφου του άρθρου 70Α του ν. 2238/1994: «Εφόσον η αμφισβητούμενη από τον υπόχρεο διαφορά του κύριου φόρου, τέλους, εισφοράς ή προστίμου υπερβαίνει το ποσό των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ, η Επιτροπή του παρόντος άρθρου είναι αποκλειστικά αρμόδια για τη διοικητική επίλυση της διαφοράς. Η Επιτροπή επιλαμβάνεται της διοικητικής επίλυσης του συνόλου των διαφορών των καταλογιστικών πράξεων που αφορούν τον ίδιο έλεγχο, εφόσον η διαφορά σε μία τουλάχιστον από αυτές καθιστά την Επιτροπή αρμόδια ή αποκλειστικά αρμόδια για τη διοικητική επίλυση αυτής». Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής του 70Α είναι ενδικοφανής.
Σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 2189/2020 απόφαση του Β’ τμήματος του ΣτΕ «κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, η Επιτροπή Διοικητικής Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών (Ε.Δ.Ε.Φ.Δ.), η οποία συνεστήθη με τον ν. 3943/2011 και η λειτουργία της προβλέπεται στο άρθρο 70Α του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/1994), ήταν κατά τον κρίσιμο χρόνο έκδοσης της ένδικης καταλογιστικής πράξης αφενός αρμόδια για τη διοικητική επίλυση των μετά από έλεγχο φορολογικών διαφορών, εφόσον η αμφισβητούμενη από τον υπόχρεο διαφορά του κύριου φόρου, τέλους, εισφοράς ή προστίμου υπερέβαινε τις 50.000 ευρώ, οπότε στην περίπτωση αυτή συνέτρεχε και η αρμοδιότητα των λοιπών προβλεπόμενων στον νόμο οργάνων για τη διοικητική επίλυση των φορολογικών διαφορών (βλ. άρθρο 70 του ίδιου Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος), αφετέρου αποκλειστικά αρμόδια, εφόσον η αμφισβητούμενη διαφορά υπερέβαινε τις 300.000 ευρώ».
Η αρμοδιότητα ή η -κατά περιπτώσεις- αποκλειστική αρμοδιότητα της διοικητικής επιτροπής του άρθρου 70Α του ν. 2238/1994 προκάλεσε ποικίλες ερμηνευτικές δυσχέρειες ως προς τον ενδικοφανή ή μη χαρακτήρα της διοικητικής διαδικασίας ενώπιον της εν λόγω επιτροπής. Το ΣτΕ ουκ ολίγες φορές ήρθε αντιμέτωπο με την ως άνω ερμηνευτική δυσχέρεια, η οποία οδήγησε σε διάψευση της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου απέναντι στα σαφώς και παγίως τηρηθέντα από την εκάστοτε αρμόδια φορολογική αρχή. Πρόκειται για μια εξαιρετικά δυσερμήνευτη διάταξη, επί τη βάσει της οποίας απορρίφθηκαν ως απαράδεκτες και εκπρόθεσμες οι φορολογικές προσφυγές αρκετών διοικουμένων. Κάτι τέτοιο συνιστά παραβίαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, το οποίο κάνει λόγο για δίκαιη δίκη υπό την ειδικότερη έκφανση της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Το ΕΔΔΑ στην υπόθεση Vermeersch κατά Βελγίου της 16.02.2021 (αριθ. προσφ. 49652/10) έκρινε ότι το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο πρέπει να είναι συγκεκριμένο και αποτελεσματικό και όχι θεωρητικό και απατηλό. Η αποτελεσματικότητα της πρόσβασης στον φυσικό δικαστή προϋποθέτει ότι ένα άτομο έχει σαφή και συγκεκριμένη δυνατότητα να αμφισβητήσει μια πράξη που συνιστά παρέμβαση στα δικαιώματά του. Εν προκειμένω υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη γιατί οι εθνικοί δικονομικοί κανόνες ήταν ασαφείς και απρόβλεπτοι.
Το περίπλοκο και το δυσερμήνευτο της διάταξης του άρθρου 70Α του ν. 2238/1994 παρουσιάζει αξιολογική ομοιότητα με την ως άνω κρίση του ΕΔΔΑ. Η εν λόγω διάταξη είναι εξαιρετικά δυσερμήνευτη και συνιστά de facto παραβίαση του δικαιώματος σε αποτελεσματική δικαστική προστασία. Λόγω του περίπλοκου χαρακτήρα της διάταξης αυτής απορρίφθηκαν ως απαράδεκτες οι προσφυγές αρκετών διοικουμένων λόγω εκπροθέσμου υποβολής αυτών, καταλύοντας de facto το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης.
Το ζήτημα είναι ξεκάθαρο. Η ασφάλεια δικαίου πρέπει να λειτουργεί πάντα υπέρ του διοικουμένου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Επίσημη ιστοσελίδα Συμβουλίου της Επικρατείας και Διοικητικής Δικαιοσύνης, διαθέσιμη εδώ
- Ιστοσελίδα Φορολογικής, Λογιστικής και Εργατικής Ενημέρωσης, διαθέσιμη εδώ
- Πλατφόρμα ενημέρωσης για νομολογία ΕΔΔΑ, διαθέσιμη εδώ