Της Θεοδοσίας Βενιζελέα,
Η Μάνη ή αλλιώς Mέσα Μάνη είναι μια περιοχή της Πελοποννήσου με πλούσια ιστορία και πολλά ήθη και έθιμα. Η πλειονότητα των κατοίκων της Μάνης σέβεται τις παραδόσεις και τηρεί τα ιδιαίτερα ήθη και τα έθιμα τους. Από τα πολλά αυτά έθιμα, εκείνο που μου έκανε εντύπωση και θα αναλύσω εδώ, διότι πιστεύω ότι τηρείται σε πολλά μέρη της Ελλάδος ακόμη και σήμερα, είναι τα μοιρολόγια και συγκεκριμένα το μανιάτικο μοιρολόγι.
Η λέξη «μοιρολόγι» προέρχεται από τις αρχαίες ελληνικές λέξεις «μοίρα + λέγω». Αποτελεί στην Ελλάδα μια από τις σημαντικότερες κατηγορίες δημοτικού τραγουδιού, τα οποία ξεκίνησαν από την αρχαιότητα και συνεχίζονται ως και σήμερα. Ο καθένας μας μπορεί να τα συναντήσει στην αρχαιότητα από την εποχή του Ομήρου. Στην Ιλιάδα, για παράδειγμα, και συγκεκριμένα στις ραψωδίες Ψ και Ω, όπου υπάρχουν τρία μοιρολόγια, στο πρώτο ο Αχιλλέας θρηνεί τον Πάτροκλο, ενώ στο δεύτερο και στο τρίτο θρηνούν η Ανδρομάχη και η Εκάβη τον Έκτορα. Οι γυναίκες που λένε τέτοια θρηνητικά τραγούδια αποτελούν τις σημερινές μοιρολογίστρες. Στα νεότερα χρόνια και στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, τα μοιρολόγια αποκτούν χαρακτηριστικά κλέφτικων τραγουδιών.
Σε κάθε μοιρολόγι περιγράφεται η ανθρώπινη μοίρα, ο αποχωρισμός από την οικογένεια, καθώς αναφέρονται και οι αρετές του νεκρού. Το Μανιάτικο μοιρολόγι, το πιο ξακουστό, συμπεριλαμβάνει και στοιχεία θεατρικότητας. Οι γυναίκες ντύνονται με μαύρα ρούχα και φορούν περίτεχνα, κεντημένα πέπλα που από μόνα τους έχουν έντονο το θεατρικό στοιχείο. Αυτό που ξεχωρίζει αυτά τα μοιρολόγια από τα υπόλοιπα είναι η εκφραστική δύναμη, η οποία μεταβάλλεται σε αφηγηματικό ποίημα, σε εκτενή, πολλές φορές, ιστορία του νεκρού. Είναι η μόνη μορφή λαϊκής ποίησης και μεταφέρεται από γενιά σε γενιά, ενώ ακόμα και σήμερα πολλές Μανιάτισσες αυτοσχεδιάζουν και δημιουργούν.
Η Εθιμοτυπία: Όταν πεθαίνει κάποιος, οι γυναίκες του χωριού πηγαίνουν στο κάθισμα, κάθονται γύρω από τον νεκρό και αρχίζουν το διάλογο με μοιρολόγια. Ο νεκρός μοιρολογείται εάν είναι άντρας ιεραρχικά, ξεκινά η μητέρα, συνεχίζεται από την αδελφή ή την κόρη και τέλος καταλήγει στη γυναίκα του και ως εκ τούτου θεωρείται τιμή, εάν μοιρολογηθεί από άτομο εκτός οικογένειας. Ωστόσο, η γυναίκα που λέει το μοιρολόι δεν πρέπει να διακόπτεται από άλλη γυναίκα. Το μοιρολόι αρχίζει με το ξενύχτισμα του νερού, συνεχίζεται όταν το φέρετρο μεταφέρεται στην εκκλησία και αλλάζει μόνο με ένα κλάμα την ώρα της ακολουθίας. Γίνεται εντονότερο στο δρόμο προς το νεκροταφείο και αποκορυφώνεται μπροστά στον τάφο.
Τα μοιρολόγια της Μάνης, όπως και όλα, χωρίζονται σε κατηγορίες, όπως τα επαινετικά, που έχουν να κάνουν με τις αρετές και τα χαρίσματα του νεκρού και τα αλληγορικά, που παρομοιάζουν τον νεκρό με τον ήλιο ή το φεγγάρι. Εδώ πρέπει να προστεθούν σε αυτά και τα διάφορα βιογραφικά περιστατικά, στα οποία αναφέρονται η ζωή του νεκρού, ο τρόπος του θανάτου του, η κοινωνική σταδιοδρομία του και δράση, η πολεμική και η στρατιωτική του δράση. Επίσης, υπάρχουν και τα νουθετικά και φρονηματιστικά μοιρολόγια, που έχουν μεγάλο ιστορικό ενδιαφέρον, καθώς και μοιρολόγια, που αναφέρονται στην εκδίκηση. Το μοιρολόγι, δηλαδή, είναι ένας νεκρώσιμος ποιητικός αυτοσχεδιασμός, που έχει εμπνευστεί από τον πόνο και, σύμφωνα με τον Νικόλαο Πολίτη, το χαρακτηρίζει ένας ανώτερος λυρισμός και το γνήσιο πάθος.
Οι στίχοι των μοιρολογιών είναι πρωτότυποι και εκφράζουν έντονο το συναίσθημα, όπως φαίνεται στα ακόλουθα παραδείγματα. «Μέσα η καρδιά μου με πονεί, μα δεν ηξεύρω τι έχει, κάνε πουλί τήνε τσιμπά, κάνε θηριό την τρώγει, κάνε μαχαίρι δίκοπο είναι και τήνε κόβει». Σε αυτό το μοιρολόγι εκφράζεται ο θρήνος με τον αφόρητο πόνο, που νιώθει κάποιος που χάνει κάποιον δικό του άνθρωπο, ο πόνος εδώ παρομοιάζεται με τον πόνο που νιώθει κάποιος όταν τον μαχαιρώνουν.
Στα μανιάτικα μοιρολόγια η ανθρώπινη ζωή έχει τη δική της αξία και δεν υπάρχει συμψηφισμός στο θάνατο κανενός. Παρακάτω ακολουθεί μια μανιάτικη παραλλαγή του γνωστού δημοτικού τραγουδιού «Του γιοφυριού της Άρτας»:
«Σαράντα πέντε μάστοροι και εξήντα αποδότες
Γιοφύρι εστεριώσανε στης Άρτας το ποτάμι
Ολημερίς το χτίνανεν, το βράδυ τους εχάλα
Βγήκε φερμάνι από βασιλιά…. Πουλάκι διάει και έκατσε σε μεσιανή κολόνα…..»
(συνέχεια του τραγουδιού του Κάτω κόσμου, από τις εκδόσεις το Ροδακιό σελ.116)
Η μανιάτικη εκδοχή μετατοπίζει το ενδιαφέρον από το θεμελίωμα του γεφυριού στον άδικο χαμό της κόρης. Ξεκάθαρη προβάλλεται η ανάγκη της Μανιάτισσας μοιρολογίστρας να μιλήσει για την καθημερινότητα της κόρης. Η τέχνη του μοιρολογιού απειλείται με εξαφάνιση από τη Μάνη και αυτό γιατί οι γυναίκες των χωριών είναι γύρω στα 80 με 100 χρόνια ηλικίας και οι νεότερες γενιές δεν επιθυμούν την ενασχόληση με αυτό. Όπως και να έχει, τα μοιρολόγια θα τραγουδιούνται για πάντα και έχουν μεγάλη λαογραφική αξία, καθώς αποτελούν λαμπρή παρακαταθήκη του πολιτισμού της Μάνης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Μαρκαντωνάτος, Γεράσιμος Αν. (2013). «Μοιρολόγια». Λογοτεχνικοί και Φιλολογικοί Όροι. Αθήνα: Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη Α.Ε., σελ. 239.
- Περίσσης, Ιωάννης & Περίσσης, Νικήτας (2010) «Μοιρολόγια» Αθήνα εκδόσεις Πατάκη, σελ. 113.