Της Μαριτίνας Γκίνη,
Μια από τις σημαντικότερες στιγμές στη ζωή ενός ανθρώπου είναι η ενηλικίωσή του. Η παιδική και εφηβική ηλικία φτάνουν στο τέλος τους και ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια καινούργια ζωή. Για τους περισσότερους από εμάς, ξεκινάει η πιο όμορφη περίοδος της ζωής μας, τα φοιτητικά χρόνια, μπαίνουν στη ζωή μας νέοι άνθρωποι, νέα ενδιαφέροντα, νέες ιδέες και, ως εκ τούτου, αναθεωρούμε διάφορες απόψεις. Μέσα σε όλη αυτή την καινούργια κατάσταση εντάσσεται και μια νέα ερώτηση από τους συγγενείς και την οικογένεια μας γνωστή ως: «Εσύ πότε με το καλό θα παντρευτείς;».
Η ερώτηση αυτή ηχεί παράξενη στα αυτιά μας και όταν πια απαντήσει κανείς: «Εγώ δεν έχω σκοπό να παντρευτώ», έρχεται αντιμέτωπος με έναν καταιγισμό επιχειρημάτων υπέρ του γάμου και των κοινωνικών, οικονομικών και πολλών άλλων προνομίων που παρέχει. Είναι αλήθεια πως -δυστυχώς- για τους singles, ή αλλιώς τους εργένηδες, δεν υπάρχει τόσο μεγάλη μέριμνα όσο για τους παντρεμένους.
Πολλές φορές, οι singles βρίσκονται σε μειονεκτικές θέσεις. Ένα σύνηθες φαινόμενο είναι η μοριοδότηση των παντρεμένων για να μην μετακινηθούν μακριά από τον τόπο μόνιμης κατοικίας τους, αν και εφόσον εργάζονται στον δημόσιο τομέα, ενώ οι άνθρωποι που ζουν μόνοι τους μπορεί ανά πάσα ώρα και στιγμή να μεταβούν για εργασία σε έναν νέο τόπο, αφού, όπως ακούμε συνέχεια, «δεν έχουν καμία δέσμευση ή υποχρέωση». Επιπλέον, κατά καιρούς έχουμε δει να υπάρχει και άλλη μια αδικία, αυτή τη φορά στον τομέα τις οικονομίας. Τα επιδόματα και η οικονομική βοήθεια που λαμβάνει ένα παντρεμένο ζευγάρι από το κράτος είναι πολλά περισσότερα από εκείνα που δικαιούνται οι singles. Ακόμα και οι τράπεζες πιο εύκολα δίνουν δάνειο σε ένα παντρεμένο ζευγάρι, αφού έχει διπλό εισόδημα. Στην πραγματικότητα, ένας άνθρωπος που ζει και συντηρεί τον εαυτό του μόνος του, αντιμετωπίζει μεγαλύτερη οικονομική στενότητα, καθώς τα πάγια έξοδα (ενοίκιο, κοινόχρηστα, λογαριασμοί κλπ.) παραμένουν και όλες οι υποχρεώσεις πρέπει να βγουν σε πέρας με μόνο έναν μισθό.
Δεν είναι λίγες οι φορές που έχουμε δει εταιρείες κινητής τηλεφωνίας να προωθούν πακέτα προσφορών για οικογένειες, ενώ όσοι δεν επιθυμούν να δημιουργήσουν την δική τους να μην δικαιούνται κάποια διευκόλυνση αφού, όπως είπαμε, «δεν έχουν υποχρεώσεις, μόνο τον εαυτό τους». Ωστόσο, η πραγματικότητα αποδεικνύει πως όσοι ζουν μόνοι τους έχουν μεγαλύτερη επιθυμία και ανάγκη να επικοινωνούν με τους φίλους, τους γονείς και γενικότερα τον κοινωνικό τους περίγυρο. Από την άλλη, αν στρέψουμε το βλέμμα μας στην κρατική μέριμνα απέναντι στους singles, θα παρατηρήσουμε το απόλυτο κενό. Όλοι έχουμε ακούσει να γίνονται φοροελαφρύνσεις και φοροαπαλλαγές σε παντρεμένα ζευγάρια, κανείς, όμως, δεν έχει μεριμνήσει για αυτήν την κοινωνική ομάδα που αυξάνεται σε ραγδαίο βαθμό και δεν έχει κάποιον να μοιραστεί τα έξοδα.
Το τελευταίο και μεγαλύτερο, σύμφωνα πάντα με τη δική μου γνώμη, πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι singles είναι ο «τρόπον τινά κοινωνικός» στιγματισμός τους. Οι περισσότεροι τους αντιμετωπίζουν με λύπηση, άλλοι με καχυποψία, αφού πρώτα έχουν βγάλει το συμπέρασμα πως, από τη στιγμή που έμειναν μόνοι, θα έχουν πολλά ελαττώματα. Υπάρχουν και αυτοί που σπεύδουν να τους γνωρίσουν όλον τον κοινωνικό τους περίγυρο, γιατί «δε μπορεί, κάποιος θα κάνει και για σένα». Κανείς, όμως, δε σκέφτεται να ασχοληθεί πραγματικά με τους singles, να αφουγκραστεί τους φόβους, τους προβληματισμούς και τις ανασφάλειες, που μπορεί να έχουν. Τέλος, πολλοί δεν μπορούν να δεχτούν πως και αυτός είναι ένας τρόπος ζωής που τους κάνει ευτυχισμένους, που τους κάνει να νιώθουν χαρούμενοι και πλήρεις, ακόμη κι αν δεν ταιριάζουν απόλυτα στα «πρότυπα», που θέλει να προβάλει η κοινωνία.