Του Βασίλη Πλαΐτη,
Ο Γαλλοπρωσικός πόλεμος του 1870-71 αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα του 19ου αιώνα, καθώς είχε ως αποτέλεσμα την δημιουργία του γερμανικού κράτους υπό τον Πρώσο βασιλιά, την πτώση της Δεύτερης Γαλλικής Δημοκρατίας και την συγκρότηση της Τρίτης Γαλλικής Δημοκρατίας, ενώ είχε και μακρόχρονες συνέπειες στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια ιστορία. Παρακάτω θα εξεταστεί αυτή ακριβώς η διαμάχη.
Οι απαρχές της κρίσης μεταξύ της Γαλλίας και της Πρωσίας μπορούν να εντοπιστούν στο τέλος του Πρωσοαυστριακού πολέμου (1866-67). Η νικήτρια Πρωσία κατάφερε κατ’ αυτόν τον τρόπο να προσαρτήσει τα γερμανικά κράτη του Βορρά στην Βόρεια Γερμανική Ομοσπονδία (με ηγέτη τον Πρώσο βασιλιά), να επιβληθεί σε αυτά του Νότου με οικονομικές και στρατιωτικές συμφωνίες και να εκδιώξει την Αυστρία από τον γερμανικό χώρο, εκπληρώνοντας το όραμα του αυταρχικού καγκελαρίου της, Otto von Bismarck, για την ενοποίηση της Γερμανίας. Ο Ναπολέων Γ΄, Αυτοκράτορας της Γαλλίας από το 1852, ανησυχούσε για την πρωσική ισχυροποίηση και βρισκόταν υπό ισχυρή αντιπολιτευτική πίεση, επειδή έμεινε ουδέτερος στην Πρωσοαυστριακή διαμάχη.
Έτσι, από το 1867, ο Ναπολέων Γ΄ ζήτησε εδάφη γερμανικών κρατιδίων στον Ρήνο, κάτι που ο Bismarck προώθησε σε αυτά τα γερμανικά βασίλεια με διαστρεβλωμένη παρουσίαση των γαλλικών απαιτήσεων. Η διαστρέβλωση αυτή έσπρωξε τα νότια γερμανικά βασίλεια προς την αγκαλιά της Πρωσίας και αποδυνάμωσε διεθνώς την Γαλλία. Ο Bismarck πρότεινε στον Ναπολέοντα την προσάρτηση του Βελγίου, σχέδιο που κατέστησε απαγορευτική οποιαδήποτε αγγλογαλλική συνεννόηση, ενώ, όταν ο δεύτερος αγόρασε το δουκάτο του Λουξεμβούργου από τον Ολλανδό βασιλιά, η γερμανική αντίδραση τον ανάγκασε να παραιτηθεί από τα δικαιώματά του στην περιοχή.
Βλέποντας την κατάσταση αυτή, Γάλλοι και Πρώσοι αξιωματούχοι θεωρούσαν ότι ο πόλεμος θα ερχόταν σύντομα. Άλλωστε, ο καγκελάριος Bismarck τον επιζητούσε, για να μπορέσει να προσαρτήσει τα υπόλοιπα βασίλεια. Πόλεμος όντως ξέσπασε, αν και η αφορμή του ήταν κάπως παράξενη. Ο θρόνος της Ισπανίας είχε μείνει κενός από το 1868, όταν η βασίλισσα Ισαβέλλα εξαναγκάστηκε σε παραίτηση. Στις 2 Ιουλίου 1870, η Πρωσία πρότεινε τον πρίγκιπα Λεοπόλδο για την θέση αυτή. Η γαλλική κυβέρνηση τρομοκρατήθηκε από ένα τέτοιο ενδεχόμενο «περικύκλωσης» της Γαλλίας από τον πρωσικό αυτοκρατορικό οίκο και ανέλαβε δράση η γαλλική διπλωματία. Η Πρωσία ενέδωσε στην γαλλική πίεση και απέσυρε την υποψηφιότητα του Λεοπόλδου.
Ωστόσο, εκείνη τη στιγμή, η Γαλλία εκμεταλλεύτηκε την πλεονεκτική της θέση και επιχείρησε να επιβληθεί διπλωματικά στην Πρωσία. Ο Γάλλος πρέσβης στο Βερολίνο πήγε στην Εμς, λουτρόπολη στον Ρήνο, και απαίτησε από τον Γουλιέλμο Α΄ να δεσμευθεί ότι η Πρωσία δεν θα επιχειρούσε ποτέ κάτι τέτοιο ξανά. Ο βασιλιάς αρνήθηκε κάτι τέτοιο και το ζήτημα θεωρήθηκε λήξαν. Ωστόσο, ο Bismarck, όταν έλαβε το τηλεγράφημα, είδε μια χρυσή ευκαιρία για να πετύχει τους σκοπούς του. Δημοσίευσε μια σύνοψη του τηλεγραφήματος στον Τύπο, η οποία είχε διαστρεβλωθεί αρκετά, ώστε να θεωρηθεί ως προσβολή στην Γαλλία. Στην Γαλλία δημιουργήθηκε τεράστια οργή και ο Ναπολέων Γ΄ κήρυξε πόλεμο στην Πρωσία στις 19 Ιουλίου.
Όλοι προέβλεπαν μια γαλλική νίκη, που θα ενίσχυε τον Ναπολέοντα Γ΄. Ωστόσο, εξαρχής, η πλάστιγγα έγερνε υπέρ της Πρωσίας: Οι Πρώσοι υπερτερούσαν αριθμητικά, διαθέτοντας συνολικά περίπου μια δύναμη 500.000 ανδρών, Πρώσων & ετοιμοπόλεμων συμμάχων, έναντι 250.000 Γάλλων, ενώ ο στρατός τους ήταν καλύτερα οργανωμένος από αυτό των αντιπάλων τους. Επίσης, οι Πρώσοι αξιωματικοί είχαν μεγαλύτερο βαθμό ελευθερίας στο πεδίο της μάχης, πράγμα που επέτρεπε ελιγμούς και καλύτερη οργάνωση.
Ο πόλεμος ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς για το στράτευμα του Helmuth Karl von Moltke, καθώς κατελήφθη η συνοριακή πόλη Βίσενμπουργκ στις 4 Αυγούστου. Νέες νίκες των Πρώσων προβλημάτισαν τους Γάλλους αξιωματικούς, αλλά ο διοικητής Bazaine παρέμεινε στάσιμος και αναποφάσιστος. Μια αυθόρμητη επίθεση Πρώσων εξέπληξε τους Γάλλους και οδήγησε τον Bazaine σε υποχώρηση στο Μετς, στην Βόρεια Γαλλία, ενώ στις 18 Αυγούστου ηττήθηκαν στο Γκραβελότ. Ενώ 140.000 στρατιώτες έφθασαν στο Μετς, ο Πρώσος στρατάρχης Moltke επιχείρησε να τους περικυκλώσει. Στράτευμα υπό τον στρατηγό (και μετέπειτα πρόεδρο της Γαλλίας) MacMahon και τον Ναπολέοντα προσπάθησε να τους σταματήσει κι έτσι οδηγήθηκαν στην μάχη του Σεντάν. Η μάχη ήταν μια αποφασιστική πρωσική νίκη, και, βλέποντας το αδιέξοδο, ο Γάλλος Αυτοκράτορας παραδόθηκε στους Πρώσους, όπου συναντήθηκε με τον Bismarck.
Η μάχη του Σεντάν αποτέλεσε το σημείο καμπής του πολέμου, αν και αυτός δεν είχε τελειώσει ακόμη. Ο στρατός είχε αποδιοργανωθεί σημαντικά, με το πεινασμένο στράτευμα του στρατάρχη Bazaine να παραδίδεται στις 27 Οκτωβρίου. Όπως είναι φυσικό, η παράδοση του Ναπολέοντα πυροδότησε πολιτική κρίση στην Γαλλία. Στις 3 Σεπτεμβρίου, ξέσπασαν τεράστιες διαδηλώσεις στο Παρίσι, και την επόμενη ημέρα, η Εθνοσυνέλευση κήρυξε έκπτωτο τον Βοναπάρτη, ο οποίος αυτοεξορίστηκε και πέθανε στην Αγγλία.
Οργανώθηκε κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας υπό τον Λέων Γαμβέτα, που έγινε υπουργός Εσωτερικών, διέφυγε από το πολιορκημένο Παρίσι με αερόστατο στην Τουρ και συγκρότησε στράτευμα 250.000 ανδρών. Ακόμη, αρκετοί Γάλλοι λαϊκοί επιδόθηκαν σε τακτικές ανταρτοπόλεμου απέναντι στους Πρώσους εισβολείς. Ωστόσο, αυτό δεν ήταν αρκετό. Ο πρωσικός στρατός απώθησε τις επιθέσεις των Γάλλων επιτυχώς, ενώ οποιαδήποτε προσπάθεια ανταρτοπόλεμου αντιμετωπιζόταν από την άγρια πρωσική καταστολή. Επίσης, το Παρίσι είχε καταπονηθεί απίστευτα από την σφιχτή πρωσική πολιορκία, με την πείνα να έχει θερίσει τον πληθυσμό. Εν τέλει, στις 28 Ιανουαρίου παραδόθηκαν τα στρατεύματα που υπεράσπιζαν την γαλλική πρωτεύουσα. Την ίδια ημέρα υπεγράφη ανακωχή ανάμεσα στην Γαλλία (με πρόεδρο τον γηραιό Adolphe Thiers , που είχε επιλεγεί από μια νεοεκλεγείσα Βουλή) και την Γερμανία (ο Γουλιέλμος Α’ εστέφθη Γερμανός αυτοκράτορας στις Βερσαλλίες στις 18 Ιανουαρίου).
Οι συνέπειες του πολέμου ήταν πολλές, μακροχρόνιες και δεν αφορούσαν μόνο τα εμπλεκόμενα κράτη. Αρχίζοντας από αυτά, η συνθήκη της Φρανκφούρτης, η οποία υπεγράφη στις 10 Μαΐου 1871, όριζε ότι η Γαλλία θα παρέδιδε την Αλσατία και την Λορραίνη στην Γερμανία και θα πλήρωνε μια γιγαντιαία πολεμική αποζημίωση. Οι σκληροί όροι της συνθήκης δημιούργησαν μια έντονη γαλλογερμανική έχθρα, η οποία εκδηλώθηκε πάμπολλες φορές, με κυριότερες φάσεις σύγκρουσης τους δύο Παγκοσμίους Πολέμους.
Επίσης, η απόλυτη εξαθλίωση στο Παρίσι, καθώς και η συνθήκη ειρήνης, γέννησε την Παρισινή Κομμούνα, η οποία επέβαλλε ένα πρότυπο κομμουνιστικού καθεστώτος στην πόλη, το οποίο ελέγχονταν από την εργατική τάξη και έλαβε φιλολαϊκά μέτρα. Το καθεστώς αυτό καταλύθηκε έπειτα από την παρέμβαση του γαλλικού στρατού, που προχώρησε σε εκτελέσεις και εξορίες. Η Κομμούνα αποτέλεσε ένα πρότυπο για μελλοντικούς επαναστάτες, όπως ο Λένιν. Η Γαλλία απέκτησε ρεπουμπλικανικό καθεστώς, αν και ήταν σε διάσταση με τα εργατικά στρώματα.
Έπειτα, τα γερμανικά κράτη του Νότου, εντάχθηκαν, αν και όχι πάντα με την θέλησή τους, στην Γερμανική Συνομοσπονδία, ολοκληρώνοντας την γερμανική ενοποίηση σε ένα ομοσπονδιακό, αυταρχικό κράτος, το ισχυρότερο στην ηπειρωτική Ευρώπη. Έκτοτε, ο ευχαριστημένος Bismarck αποτέλεσε τον στυλοβάτη του ευρωπαϊκού γεωπολιτικού status quo για τα επόμενα 20 χρόνια, μιας και κατέστη κυρίαρχος στην Γηραιά Ήπειρο, ενώ πρότερα ήταν ένας ανατρεπτικός, γεωπολιτικά, καγκελάριος. Τέλος, μια αθέλητη συνέπεια ήταν η άρση της γαλλικής προστασίας στο Παπικό Κράτος και η επικείμενη κατάληψη της Ρώμης από τον ιταλικό στρατό. Έτσι, η γερμανική ενοποίηση συνέβαλε, άθελά της, στην ολοκλήρωση της ιταλικής ενοποίησης, της άλλης μεγάλης χώρας που δεν είχε ακόμη ενωθεί πλήρως.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Serge Berstein and Pierre Milza (1997), Ιστορία της Ευρώπης, τόμος 2 (1815-1914), Αθήνα: εκδόσεις Αλεξάνδρεια (μετάφραση: Αναστάσιος Δημητρακόπουλος), σελ. 130-142
- Richard Evans (2018), Η Επιδίωξη της Ισχύος: Ευρώπη 1815-1914, Αθήνα: εκδόσεις Αλεξάνδρεια (μετάφραση: Ελένη Αστερίου), σελ. 301-307
- Britannica, T. Editors of Encyclopaedia (2020, July 12), Franco-German War Encyclopedia Britannica. Διαθέσιμο εδώ